Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2017

Εορταστικός προβληματισμός

Έχω καιρό να γράψω για την ανεργία μου. Κάποια θα φανταζόταν ότι έχω βρει δουλειά και έχω συμβιβαστεί με τον βασικό μισθουλίνο μου και πάω διακοπές για τα Χριστούγεννα σε τουριστικά θέρετρα στη Βουλγαρία. Όχι, παιδιά μη χαίρεστε. Είμαι ακόμα άνεργη και τρώω τα απόβλητα της χώρας κατευθείαν στη μάπα με την κρίση των τριάντα να με κοιτάζει αγέρωχα και προ(σ)κλητικά. Απλώς παραιτήθηκα από αυτή τη μάταιη αναζήτηση ανεργασίας που με οδηγούσε σε διαδικτυακά άρθρα. Και δεν έχω και πολλά να γράψω τώρα περί ανεργίας. 
Ξέρω ότι οι φίλες μου που ακόμα ψάχνουν έχουν βρεθεί να υποφέρουν, να μην πληρώνονται, να πηγαίνουν σε επιθεώρηση εργασίας και διαμαρτυρίας, να παλεύουν για τα τρία ευρώ την ώρα, να κάνουν δωρεάν αιώνια δοκιμαστικά, να περιπλανιούνται ώρες για να αφήνουν βιογραφικά, ώστε στο τέλος να βρισκόμαστε παρέα μπροστά στο τίποτα που υπάρχει εκεί έξω. 
Έχω αρχίσει να προβληματίζομαι κάπως διαφορετικά. Δεν ξέρω αν κάνουμε εμείς όντως κάτι λάθος, αν δεν βάλαμε το σωστό ρούχο, αν δεν φτιάξαμε σωστά το μαλλί ή το νύχι ή το σταυροπόδι μας. Αν δεν βαφτήκαμε όσο έπρεπε, αν δεν μιλήσαμε με αρκετή φωνή στεντόρεια, αν δεν είπαμε τα σωστά ψέματα. Δεν ξέρω, πραγματικά. Δεν ξέρω αν απλώς είμαστε μέσα στη λάσπη και για να βγούμε πρέπει απλώς να την κάνουμε από αυτή τη χώρα εν τάχει. Όπως κάνανε και τόσες άλλες πριν από εμάς. Παίρνουμε πτυχία, το κράτος πληρώνει για εμάς και μετά μας λέει «καλή όρεξη», αφού μας αφήνει να τα κόψουμε και να τα φάμε. Κι έπειτα μας εύχεται «Καλό ταξίδι», καθώς πρέπει να φύγουμε από εδώ για να χωνέψουμε όλα αυτά που συμβαίνουν. 
Η αλήθεια είναι ελαφρώς βαριά. Τα βράδια είναι λίγο δύσκολα κι έχω κάτι πιασίματα στη μέση αλλά βρήκα μασάζ με δέκα ευρώ στην Τσιμισκή και λέω να πάω όταν μαζέψω λεφτά. Από πού; Από εδώ κι από εκεί. Και όχι, δεν λέω κάλαντα. Πουλάω κανέναν πίνακα  πού και πού σε αγαπημένες φίλες και λέω να επιστρώσω τον καναπέ που κοιμάμαι με μία ψάθα για να ικανοποιήσω τα στερεότυπα. Τώρα είναι απλώς βελέντζα, λίγο ξύνουν οι τρίχες, αλλά επιζώ. Το ζήτημα είναι ότι βλέπω τι γίνεται γύρω μου, αλλάζω δέκα χιλιάδες χρώματα και σκέφτομαι πότε φτάνουμε πάτο; Τον έχουμε φτάσει ήδη; Αυτός είναι; 
Είναι απίστευτα αυτά που συμβαίνουν. Τα εορταστικά κόλπα των προσφορών που καλούσαν τους καταναλωτές να ποδοπατηθούν στο όνομα ενός βραστήρα που τον έπαιρνες μόνο πέντε ευρώ από εικοσιπέντε, έπιασαν τρομερά. Εκεί κάπου φρικάρω. Αναρωτιέμαι αν εγώ ζω σε άλλο κόσμο. Μήπως λέω να μη τα βλέπω τόσο απαισιόδοξα! Αλλά να ήταν μόνο αυτό. Τις μέρες των εορτών γενικότερα, δεν έβλεπες πεζοδρόμιο. Γινόταν κακός χαμός κόσμου στην αγορά, πόδια, καμπαρντίνες και σκουφιά παντού και δεν μπορούσες να περπατήσεις τους κεντρικούς δρόμους χωρίς μία κρίση πανικού στο τσεπάκι να τη βλέπεις να έρχεται και να τρέχεις για να βρεις τη σωτηρία. Αυτό που έχω να πω είναι ότι δεν βλέπω την οικονομική κρίση στον κόσμο. Δεν βλέπω οι άνθρωποι να στερούνται. Τουναντίον, βλέπω έναν διάχυτο πανικό και μία μανία για κατανάλωση, για επιφανειακές σχέσεις, για αυτοκαταστροφή. Το υποκείμενο που στερείται και όσο στερείται τόσο καταναλώνει είναι στα πρόθυρα της υπαρξιακής απελπισίας. Τι είμαι; Πόσο αξίζω; Τι αξίζω; Τι είναι οι άλλοι; Πόσο μπορώ να καταναλώσω; Οδηγείται σε μία μανιασμένη ανικανοποίητη επιθυμία κατανάλωσης, όσο το εξαναγκάζουν σε αφόρητες συνθήκες άγχους και πίεσης να παράγει. Τόσο ποθεί και θέλει να κλείσει τα κενά του με υλικά προϊόντα και με ποσότητες. Ποσότητες ρούχων, ποσότητες φαγητών, ποσότητες ανθρώπων. Δεν μπορώ να καταλάβω αυτό που λένε ότι ο κόσμος δεν έχει να φάει κι όμως πλημμυρίζουν οι δρόμοι στις εκπτώσεις για ρούχα, παπούτσια, πράγματα. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς κατεβαίνουν οι βασικοί μισθοί, πώς η ανεργία των νέων στην ηλικία μου έχει φτάσει το 60%, με την Ελλάδα να κατέχει τα πρωτεία στην Ευρώπη από κάπου πρόπερσι, πώς μειώνονται οι συντάξεις, πώς ζούνε οι άνθρωποι σήμερα. Τι γίνεται; Πού οδηγούμαστε; Αυτούς που αυτοκτόνησαν λόγω οικονομικών προβλημάτων και λόγω κρίσης θα τους θυμάται καμία; Υπάρχουν πουθενά τα ονόματα; 
Δεν ψάχνω άλλο για σταθερή δουλειά, πέρα από κάποια σποραδικά μεροκάματα. Δεν ψάχνω να αναγνωριστώ από κανέναν ως εργαζόμενη. Δεν νομίζω ότι θα συμβεί ποτέ αυτό εδώ. Σε αυτή τη χώρα. Είναι ντροπιαστικά πράγματα αυτά που συμβαίνουν, είναι άξια να σε κάνουν να θυμώσεις πολύ. Δεν καταλαβαίνω πώς συμβιβάζεται ο κόσμος σε αυτά, δεν καταλαβαίνω πώς κάποιες νέες στην ηλικία μου με όρεξη, πάθος κι ενέργεια πηγαίνουν και δουλεύουν εθελοντικά με την ελπίδα ότι κάποτε θα τις προσλάβουν για ένα ξεροκόμματο. Αυτό είναι η απάντηση σε αυτό που συμβαίνει; Να δουλεύουμε για αφεντικά με βάουτσερ; Να λυπόμαστε τα μαγαζιά που έχουν εφορίες και τι να κάνουν κι αυτοί οι καημένοι δεν μπορούν να πληρώσουν παραπάνω, τους έχουν πλακώσει τα έξοδα; Να λέμε κι ευχαριστώ στην τελική για τα δυόμισι ευρώ/ώρα ανασφάλιστα σε δουλειές υψηλής ευθύνης που θα έπρεπε να είναι βαρέα κι ανθυγιεινά; Συγγνώμη για τα ωραία λόγια που θα ακολουθήσουν, αλλά ΤΙ ΣΚΑΤΑ. Πνιγόμαστε, SOS, ΒΟΗΘΕΙΑ. Δεν έχω βρει δουλειά. Ανεπρόκοπη. Ευτυχώς που υπάρχουν οι γιορτές για να μου το υπενθυμίζουν.  

Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2017

Συνέντευξη για τη στρατιά των αεροσυνοδών στη Σαουδική Αραβία


Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα υπάρχουν πολλές νέες άνεργες γυναίκες σε δυσχερή οικονομική κατάσταση που θα ήθελαν να είναι στη θέση μου. Το ξέρω, το καταλαβαίνω. Είχα την ευκαιρία να πάω σε μία συνέντευξη για πολύ γνωστή αεροπορική εταιρία. Φίλες, γνωστοί μου έλεγαν πόσο σίγουρο είναι ότι θα με πάρουν και πόσο ταίριαζα εγώ σε αυτή τη θέση (ΠΟΣΟ ΚΑΛΑ ΔΕΝ ΜΕ ΞΕΡΟΥΝ;). Μέσα μου είχα την αίσθηση ότι δεν μου ταιριάζει, αλλά θα έδινα μία ευκαιρία και θα πήγαινα, γιατί χρειάζομαι τα λεφτά. Αλλά δεν θα μπορούσα να πουλήσω την εαυτή μου για τα λεφτά και διαπίστωσα πολύ σύντομα ότι η συγκεκριμένη δουλειά ήταν ξεκάθαρη εξαγορά σωμάτων.
Είδα την αγγελία τυχαία στο site των Υπερευκαιριών Εργασίας. Ήταν περσινή. Εντούτοις, αυτό δεν με απέτρεψε από το να στείλω βιογραφικό. Ήξερα πως δεν είχα τίποτα να χάσω. Μαζί με το βιογραφικό μου που ανέγραφε και ύψος, σύνηψα δύο φωτογραφίες. Ζητούσαν μία ολόσωμη και μία προσώπου. Οι πιο επίσημες φωτογραφίες που είχα ήταν από την ορκωμοσία μου και δεν φορούσα καν «επίσημα» ή «επαγγελματικά» ρούχα. Η απάντηση στο βιογραφικό ήρθε άμεσα. Μου ζήτησαν να γράψω τα κιλά μου, να στείλω κάποια έγγραφα και δύο φωτογραφίες με επαγγελματικό ένδυμα. Μετρήθηκα στη ζυγαριά μετά από χρόνια και ντύθηκα (νιώθοντας σαν κλόουν) όσο πιο επίσημα γινόταν (έμοιαζα με αεροσυνοδό του ’70 ή του ’80). Με έβγαλε φωτογραφίες η αδερφή μου σε έναν λευκό τοίχο και τις έστειλα άμεσα. Μετά από αυτό με πήραν τρία τηλέφωνα για να βεβαιωθούν ότι θα πάω στη συνέντευξη. 
Μία Κυριακή πρωί, λοιπόν, ξαναντύθηκα όσο πιο επαγγελματικά γινόταν με δανεικά ρούχα από τις φίλες μου και βάφτηκα ελαφρώς (το πιο πολύ για μένα). Πήγα στο υπερλούξ πασίγνωστο ξενοδοχείο της πόλης που θα γινόταν η συνέντευξη. Στον διάδρομο του ξενοδοχείου υπήρχε μία τεράστια αφίσα που έλεγε CAREERS UPSTAIRS. Μπήκα στην αίθουσα συνεδρίων κι όλα μου φαίνονταν ήδη υπερβολικά πολυτελή. Οι πολυέλαιοι, οι καρέκλες, τα χαλιά, τα σαπούνια, τα χαρτιά, τα στυλό, τα μπλοκ. Καμιά τριανταριά κοπέλες ντυμένες έτοιμες για τη δουλειά με τον κότσο αυτόν τον υπερφτιαγμένο, βάψιμο στην εντέλεια, ταγιέρ και στενές μαύρες φούστες, ψιλοτάκουνα. Εγώ τι πήγα να κάνω εκεί δεν ξέρω. Ήμουν σαν το καημένο. Με τα τακουνάκια που είχα πάρει στο λύκειο και παίζει να είναι τρεις πόντοι στο νερό, να πονάνε τα πόδια μου και να πασχίζω να περπατάω κανονικά, η μπαρέτα να με κάνει να φαίνομαι σαν σοβαρή κυριούλα και το αναχρονιστικά παλιομοδίτικο να εκτονώνεται παντού στους γύρω μου. Με το μαλλί σε έναν κότσο, τον λες και απεριποίητο, το πιο πολύ βάψιμο που θα μπορούσα να κάνω και δεν φαινόμουν καν βαμμένη μάλλον κι ένα καλσόν γκρι.
Μία υποψήφια στην αναμονή με ρώτησε αν είμαι φιλόλογος και μου είπε ότι μοιάζω με φιλόλογο. Γέλασα από εξαιρετική αμηχανία και της είπα ότι το αστείο είναι ότι σύμφωνα με τις σπουδές μου αυτό θεωρούμαι και αυτό υποτίθεται πως θα έπρεπε να κάνω. Γελάσαμε και μαζί, λίγο αγχωμένα, όταν αυτή μου είπε ότι είναι το όνειρό της να γίνει αεροσυνοδός και της είπα ότι αν είχα όνειρο, μπορεί να ήταν αυτό και το δικό μου (ΔΕΝ ΗΞΕΡΑ ΠΟΥ ΜΟΥ ΠΑΝΕ ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ, ΤΑ ΠΗΓΑΙΝΟΦΕΡΝΑ ΓΙΑ ΝΑ ΒΡΩ ΚΑΜΙΑ ΑΚΡΗ ΜΠΑΣ ΚΑΙ ΤΗ ΒΓΑΛΩ ΤΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ). 
Μετά περάσαμε στην αίθουσα των εξετάσεων. Μία αίθουσα μαθητείας. Δύο τύποι μας έκανα την παρουσίαση. Πρώην πασόκοι-νυν ό,τι συμφέρει-, ο ένας κολλητάρι της αραβικής πρεσβείας στην Ελλάδα κάπου στα εξηνταφεύγα, ο άλλος ο μπούλης ανιψιός του μεσήλικας αφρατεμένος και σκασμένος από χρήμα και καλοζωία. Μας έδωσαν κόλλες με τεστ για να αποδείξουμε τη γνώση αγγλικής γλώσσας (ΓΕΛΟΙΑ ΓΝΩΣΗ, ΠΩΣ ΝΑ ΒΑΛΟΥΜΕ ΤΗΝ ΤΣΑΝΤΑ ΣΤΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΗ, ΠΩΣ ΝΑ ΜΗ ΒΡΙΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΠΕΛΑΤΗ ΠΟΥ ΖΗΤΑΕΙ ΠΑΡΑΛΟΓΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ, ΠΩΣ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΥΓΕΝΙΚΙΕΣ ΚΑΙ ΧΑΡΟΥΜΕΝΕΣ). Τελείωσα πρώτη, έδωσα το τεστ και πήγα για μισή ώρα στην Αριστοτέλους. Χάζευα την παρουσίαση της μπάντας του πολεμικού ναυτικού, έβλεπα μία ελληνική σημαία να κυματίζει και τα παιδάκια να κυνηγούν τα περιστέρια. Πολλές μαύρες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου και με παρηγόρησε λίγο το γεγονός ότι ακόμα και τα περιστέρια έχουν κάποιον να τα κυνηγάει κι ας είναι τα παιδάκια. 
Ξαναμπήκα μέσα την ώρα που μας ζήτησαν. Πριν μας πούνε για τις συνθήκες εργασίας, μας έδειξαν ένα εξωπραγματικά υπέροχο, χολιγουντιανό βιντεάκι-διαφήμιση της εταιρίας που έδειχνε κάτι άραβες να διασχίζουν πάνω στις καμήλες του την έρημο και να δείχνουν τα αστέρια. Μουσική εμβατηριακή, ελπιδοφόρα που σε κάνει να πιστεύεις ότι όλα στη Σαουδική Αραβία είναι άκρως μαγευτικά και υπέροχα. Η ατμόσφαιρα του βίντεο έγινε ακόμα πιο έντονη όταν έδειχνε χαμογελαστές αράβισσες με αμπαλάια (το ρούχο που φοράνε σαν κορδέλα, αντί για μπούρκα και φοράνε επίσης και οι γυναίκες αεροσυνοδοί της εταιρίας), μέσα σε κάρα κρυμμένες, κατά τη διάρκεια των ταξιδιών. Να χαμογελάνε χωρίς αύριο. Υπερσύγχρονα αεροπλάνα να διασχίζουν γεμάτα αισιοδοξία τα υπερφωτισμένα σύννεφα από έναν ήλιο που λάμπει πίσω από τον ορίζοντα. Ο αφηγητής ήταν κάτι σαν τον Μόργκαν Φρίμαν, ενόσω περιέγραφε πως τα ταξίδια για αυτή την εταιρία ήταν-είναι-θα είναι μία ανυπέρβλητη εμπειρία.
Αλλά αυτό δεν ήταν το μόνο σουρεαλιστικό. Οι υποψήφιες αεροσυνοδοί καυλωμένες από το βιντεάκι ρωτήσανε αν μπορούν να το βρούνε κάπου για να το ξαναδούνε. Κάποιες ρωτήσανε αν υπάρχει στο γιουτιούμπ για να το αναρτήσουν και στο φέισμπουκ. Δυστυχώς, μας είπαν ότι υπάρχει ειδική άδεια που πρέπει να πάρεις για να το προβάλεις. Αλλά αν μπούνε στην εταιρία, μπορούν να ζητήσουν άδεια για να το βλέπουν προσωπικά και ατομικά και να νιώθουνε καλύτερα. Τι να πω, τι να καταλάβω κι εγώ. Αυτά είναι επιλογές ζωής. Αυτά είναι ανθρώπινα; 
Έπειτα από αυτό, αρχίσανε την παρουσίαση της εταιρίας. Ο μεσήλικας ανηψιός μας μιλούσε και πίσω από πολλές του φράσεις έβαζε σαν επίκληση στο συναίσθημα τη φράση «μαμάκα και μπαμπάκα». Δηλαδή: 
«Αυτή η δουλειά είναι για αποφασισμένες κοπέλες. Κακά τα ψέματα, ζούμε σε έναν δύσκολο οικονομικά κόσμο. Είμαι υπάλληλος, είμαι εργαζόμενη μεγάλη γυναίκα στην ηλικία που πρέπει για να αρχίσω την καριέρα μου. Θα παίρνω έναν μισθό και θα έχω τη δυνατότητα να στέλνω λεφτά στη μαμάκα και στον μπαμπάκα. Πολλά λεφτά, λεφτά για να δώσω στην οικογένεια και λεφτά για να κάνω τα έξοδά μου.»
Η΄:
«Στο Compound που θα μένετε, θα έχετε όλες τις παροχές. Και προσοχή, παιδιά! ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΕΤΕ ΤΙΠΟΤΑ! ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΟΥΜΕ ΤΙΠΟΤΑ. Όλα μας τα παρέχει η εταιρία. Αλλά όταν είστε εκεί, δεν θα σας λείψει η μαμάκα και ο μπαμπάκας. Είστε αφοσιωμένες στην δουλειά, είστε εργαζόμενες. Δεν γίνεται να παίρνετε συνέχεια τηλέφωνο τη μαμάκα και τον μπαμπάκα. Είμαστε αφοσιωμένες στην εταιρία.»
Η΄:
«Η εταιρία παρέχει δύο εισιτήρια δώρο τον χρόνο για συγγενείς πρώτου βαθμού. Δηλαδή, τι εννοούμε συγγενείς πρώτου βαθμού; Μαμά-μπαμπάς. Αυτό είναι. Δεν θα μπορείτε να τους φέρετε στο Compound, αλλά θα νοικιάσετε δωμάτιο σε ξενοδοχείο από έξω και θα τους επισκέπτεστε, αν θέλετε. Η μαμάκα και ο μπαμπάκας μπορούν να μας επισκεφτούν αν θέλουμε, να μένουν στο ξενοδοχείο και να πηγαίνουμε να τους βλέπουμε.»
Κοιτούσα γύρω μου να δω αν όλες άκουγαν τα σημαινόμενα πίσω από κάθε του φράση, αλλά όχι. Καμία δεν αντιδρούσε. Ήταν όλες ήδη προετοιμασμένες και υπάκουες για αυτό που ζούσαμε. Μία εμπειρία. Ναι, όλα είναι μία εμπειρία.
Ο τύπος μας είπε για τη δουλειά κάποια πράγματα. Αφού μας έδειξε σε φωτογραφίες τις αξιοζήλευτες, τελευταίας τεχνολογίας υπερεγκαταστάσεις της εταιρίας, όπου στέλνουν οι άλλες εταιρίες τους υπαλλήλους τους για εκπαίδευση. Όχι μόνο για το Cabin Crew, που είναι το πιο εύκολο, αλλά και για το Chopstick. Το Chopstick είναι ο θάλαμος των πιλότων και είναι πανάκριβες εγκαταστάσεις που κοστίζουν εκατομμύρια.  Μας είπανε ότι οι πιλότοι άλλων εταιριών φεύγουν και πηγαίνουν σε αυτή την εταιρία, γιατί είναι οι καλύτεροι. Η εταιρία έχει εκατομμύρια και το δείχνει σαν να λέμε. 
 Η ενημέρωση για το compound ήταν η πιο χρήσιμη. Το compound είναι μία κοινότητα αποκλειστικά γυναικών υπαλλήλων αεροσυνοδών της εταιρίας. Οι γυναίκες της Αραβίας δεν δουλεύουν, δεν οδηγάνε αυτοκίνητα, αν και ο νέος πρίγκιπας μπορεί να τους το επιτρέψει σιγά-σιγά. Μπορεί και να τις αφήσει να δουλέψουν κάποια στιγμή (ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΔΟΥΛΕΥΟΥΝ, ΓΕΝΙΚΩΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ, ΝΑ ΜΗΝ ΕΜΦΑΝΙΖΟΝΤΑΙ). Οπότε το compound αυτό έχει μόνο μετανάστριες αεροσυνοδούς από χώρες που είναι οικονομικά κατώτερες. Οι εργάτες και οι εργάτριες στη Σαουδική Αραβία είναι κυρίως από την Ελλάδα και το Πακιστάν, γιατί οι Σαουδάραβες είναι πλούσιοι τύποι που εμπορεύονται πετρέλαια, έχουν άπειρα λεφτά και θέλουν υπηρετικά προσωπικά (ΣΥΓΧΡΟΝΟΥΣ ΣΚΛΑΒΟΥΣ-ΕΣ). Δεν είναι ότι δεν τα είχα καταλάβει αυτά μέχρι τότε, απλώς το να βλέπω τις κοπέλες που περίμεναν με παράδοξα αισιόδοξη αγωνία να τις πούνε πως δεν θα μιλάνε σε κανέναν όταν βγαίνουν από το compound, γιατί οι επιπτώσεις είναι μηνύσεις έως απερίγραπτα και ανείπωτα τιμωρητικά πράγματα, ήταν απόλυτα στενόχωρο. Μας είπαν ότι θα μας τα πληρώσουν όλα και το τόνισαν αυτό. Το compound πήγε και το είδε ο φίλος της πρεσβείας ο μεταπασόκος και είπε ότι είναι από τα πιο καλοφτιαγμένα. Μας ενημέρωσαν ότι αν περάσουμε τη δεύτερη φάση της συνέντευξης, θα μπούμε για εκπαίδευση. Μας είπαν ότι στην αρχή θα είμαστε εξηνταπέντε ημέρες στην Jeddah για την εκπαίδευση. Εκεί θα έχουμε όλα τα έξοδα πληρωμένα και θα μας δίνουν εξακόσια ευρώ έξτρα τον μήνα για να πάρουμε κανένα τζηνάκι ή αν θέλουμε να πάμε για ζεστή σοκολάτα στην καφετέρια ή στο εμπορικό κέντρο που είναι υπερσύγχρονο και έχει και ελληνικές επιχειρήσεις. Στο compound μας θα υπάρχουν γυμναστήρια, τζακούζι, σάουνες, καφέ-μπαρ κι ένα βανάκι να μας πηγαίνει στο μολ για ψώνια (ΣΑΝ ΝΑ ΛΕΜΕ ΦΥΛΑΚΗ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΑΒΙΚΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΠΟΥΛΗΜΕΝΑ ΣΩΜΑΤΑ ΣΕ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ, ΑΛΛΑ ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΜΕ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ «ο μόνος τρόπος να στέλνει κάποια λεφτά στη μαμάκα και στον μπαμπάκα»). Βεβαίως, γιατί αυτό είναι το μόνο πρόβλημα. Τα ψώνια που θα κάνουμε στο μολ. Μετά από την εκπαίδευση θα μας μεταφέρουν στο Riyadh, στο καινούργιο compound που είναι από τα καλύτερα compound –το είδαμε σε φωτογραφίες. Βέβαια,  πολύ σημαντικό δεν θα πρέπει να μιλάμε σε κανέναν από αυτούς που θα μας απευθύνονται στον δρόμο. Δεν θα απαντάμε. Όπως είπαμε. Θα είμαστε ευγενικές και χαρούμενες. Μία κοπέλα που φαινόταν τόσο σίγουρη σαν να έχει ήδη πάει εκεί, σαν να έχει ήδη προσληφθεί και φαινόταν να έχει τόνους άγχους σε κάθε ίντσα του σώματός της, ήθελε να κάνει μία πολύ σημαντική ερώτηση (ΛΕΩ ΘΑ ΡΩΤΗΣΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΙΣΘΟ, ΠΟΥ ΜΑΣ ΤΟΝ ΑΦΗΝΑΝ ΕΠΙΤΗΔΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ, ΑΛΛΑ ΟΧΙ! ΡΩΤΗΣΕ ΚΑΤΙ ΤΕΛΕΙΩΣ ΗΛΙΘΙΟ): 
«Θα είμαστε μόνες μας στο δωμάτιο ή ανά δύο; Θα έχουμε προσωπικό χώρο στο διαμέρισμα;»
Μία ερώτηση που δεν καταλάβαινα από πού προέρχεται και πού βασίζεται. Δεν είχε ακούσει τι μας έλεγαν; Εγώ ήμουν η μόνη που τα άκουγε όλα σαν βάρος πάνω στο βάρος; Η κοπέλα ήταν ήδη έτοιμη αεροσυνοδός για τη Σαουδική Αραβία. 
Ρώτησα κι εγώ δύο πράγματα. Αν θα μπορούμε να αλληλεπιδρούμε με άλλους ανθρώπους πέρα από τις αεροσυνοδούς συναδέλφισσές μας. Μου είπαν ότι στο compound μπορούμε να μιλάμε, αλλά γενικότερα έξω από το compound θα πρέπει να είμαστε προσεκτικές και να μην απαντάμε. Και φρόντισαν να μου επαναλάβουν πόσο υπερσύγχρονη και τέλεια φυλακή είναι το compound, γιατί είμαι χαζή και μάλλον δεν το έπιασα. Η δεύτερη ερώτησή μου αφορούσε τον μισθό. Μας τον άφησαν για το τέλος, σαν κερασάκι στην τούρτα, γνωρίζοντας πως οι περισσότερες από εμάς αγωνιούσαμε να μάθουμε, για πόσο θα πουληθούμε. Μας ενέτειναν την αγωνία με αργές διαδικασίες περιγραφών και άλλων οπτικοακουστικών βασανιστηρίων. 
Μας διαβεβαίωσαν ότι θα πάρουμε λεφτά. Ότι αν περνούσαμε και τη δεύτερη συνέντευξη που θα γινόταν στην Αθήνα από μία πενταμελή κριτική επιτροπή που μας την έδειξαν σε φωτογραφίες (ΠΕΝΤΕ ΑΤΟΜΑ ΑΠΟ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ, ΔΥΟ ΓΥΝΑΙΚΕΣ/ΤΡΕΙΣ ΑΝΔΡΕΣ ΠΟΥ ΧΑΜΟΓΕΛΟΥΣΑΝ ΝΑΡΚΩΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΛΛΑ ΛΕΦΤΑ), θα ήμασταν οκέι. Η δεύτερη συνέντευξη αφορούσε το πώς περπατάμε με τακούνια, πώς καθόμαστε, πώς μιλάμε, πώς κοιτάμε, πώς χαμογελάμε, πώς στεκόμαστε στον χώρο, πώς βαφόμαστε (ΠΩΣ ΑΝΑΠΝΕΟΥΜΕ, ΠΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΜΕ –ΕΛΕΟΣ). Ιατρικές εξετάσεις φουλ πληρωμένες από νύχι μέχρι κεφάλι (για να είμαι ειλικρινής, αν με πάρουν στη δεύτερη συνέντευξη θα πάω μόνο για αυτό, γιατί πότε άλλοτε θα μπορέσω να κάνω όλο το σετ ιατρικών εξετάσεων στη ζωή μου;) από συνεργαζόμενη ιδιωτική κλινική που μας τη διαφήμισαν αρκετά. Βίζα εργασίας, γιατί αυτό είναι job offer και δεν γίνεται να πας στην Αραβία για τουρισμό, εκτός αν σε καλέσουν για δουλειά ή για πολύ ειδικούς λόγους και σκοπούς. 
Μας είπαν ότι αν τελικά περάσουμε τις μετρήσεις κιλών-ύψους-φάτσας-αγγλικών και είμαστε τυπικές, ευγενικές, με χαμόγελο και βασικά αγγλικά, θα μας αγοράσουν με εννιακόσια ευρώ τον μήνα για αρχή, μαζί με τις πτήσεις, μαζί με τις διαμονές για δεκαέξι εργάσιμες ημέρες τον μήνα που βγαίνουν συνολικά χίλια πεντακόσια ευρώ -μέσος όρος. Αν είμαστε τοπ στην εκπαίδευση, διαλέγουμε τις πτήσεις μας και αυτό παιδιά, είναι πολύ σημαντικό, γιατί σημαίνει περισσότερα λεφτά. Όσες περισσότερες πτήσεις κάνουμε, όσο πιο μεγάλες, τόσο περισσότερα λεφτά. Επίσης, στη πορεία αν ανταγωνιζόμαστε σωστά τις υπόλοιπες συναδέλφισσές μας, μπορεί να καταφέρουμε να μπούμε σε ένα από τα αεροπλάνα των πεντακοσίων πριγκίπων και να είμαστε η ιδιαίτερη αεροσυνοδός του ιδιωτικού τζετ. Αεροσυνοδός πολυτελείας, μία από τις εκλεκτές. Και μετά από χρόνια εκπαίδευσης, ίσως μπούμε και στο τζετ του βασιλιά που όταν έρχεται στη Jeddah ή στο Riyadh, ανοίγει το σιντριβάνι έξω από το παλάτι του και κλείνει όταν φεύγει. Όταν έρχεται ο βασιλιάς, ανοίγουν όλα βασικά. 
Μας είπαν για τον Χότζα, για την προσευχή, για το πόσο θεοκρατικό κράτος είναι η Αραβία, για το πώς πρέπει να σεβόμαστε τους κανόνες και θα μας δώσουν μία λίστα που θα πρέπει να ακολουθήσουμε. Μας είπαν ότι θα μας δώσουν εσώρουχα, ρούχα, τσάντες, αμπαλάια, παπούτσια, στολή, βερνίκι, καλσόν, σύνεργα μακιγιάζ και τα πάντα όλα. Θα πρέπει να ντυνόμαστε με αμπαλάια και ένα μακρύ ρούχο, για να μη φαίνονται σημεία του σώματός μας, πέρα από το πρόσωπο. Μας δείξανε χαρούμενες Ελληνίδες αεροσυνοδούς σε φωτογραφίες ντυμένες με πολυτελή καφτάνια σε κυριλέ αίθουσες, για να δούμε πως δεν είναι και τόσο άσχημο αυτό το είδος ένδυσης. Μας είπαν για το Μπαχρέιν που είναι κάτι αντίστοιχο (ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΟΥΜΕ, ΓΙΑΤΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΡΟΦΑΝΩΣ ΤΟΥΒΛΑ) της Μυκόνου στην Ελλάδα. Πηγαίνεις εκεί με μία γέφυρα με αυτοκίνητο, εκεί συχνάζουν οι μεγαλοεπιχειρηματίες και πίνουν αλκοόλ και το ρίχνουν έξω. Κι εκεί θρησκευόμενοι είναι, αλλά πιο χαλαροί. Μία κοπέλα ρώτησε αν θα μπορούμε να ντυνόμαστε διαφορετικά στο Μπαχρέιν και της είπαν ότι δεν γίνεται να βάλει τα σορτσάκια που φοράει στην Ελλάδα και γελάσανε σαν να ήταν μεγάλο αστειάκι. Μπορούμε να ντυνόμαστε όπως θέλουμε, αρκεί να καλύπτουμε το σώμα μας. Επίσης, μας είπαν για την άπειρη ζέστη, αλλά το είπαν πολύ γρήγορα, εν μέσω άλλων πολλών πληροφοριών, όπως κάνανε και με όλα τα αρνητικά που τα κρύβανε προσεχτικά σαν να μην υπήρχαν. Βεβαίως, η ζέστη καλύπτεται με αιρκοντίσιον που υπάρχουν για όλους/ες παντού και πάντα. Στο Riyadh θα είναι η μόνιμη βάση μας και θα μπορούμε να μαζεύουμε τις πέντε μέρες του κάθε μήνα στο τέλος του τρίμηνου, για να γυρνάμε στην Ελλάδα ή να κάνουμε τα ταξίδια μας ή να βλέπουμε τη μαμάκα και τον μπαμπάκα (ΦΥΣΙΚΑ). Και τέλος, μας είπαν ότι μπορούμε να ταξιδεύουμε με έκπτωση στη δικιά μας εταιρία και ότι αν γίνουμε τοπ αεροσυνοδοί μπορούμε και δωρεάν. Σε άλλες εταιρίες έχουμε έκπτωση και στη δικιά μας, αν υπάρχει θέση μπορεί να είναι και δωρεάν. 
Μας τόνισαν ότι τίποτα δεν είναι υποχρεωτικό, όλα είναι δικαίωμα επιλογής κι αν θελήσουμε να φύγουμε, ενώ θα υπάρχει συμβόλαιο, δεν θα μας ζητήσουν τίποτα. Απλώς δεν θα είμαστε άξιες εμπιστοσύνης για επόμενη δουλειά και επίσης, η μαμάκα και ο μπαμπάκας θα μας περιμένουν στην Ελλάδα με ανοιχτές αγκάλες, γιατί έτσι είναι η ελληνική οικογένεια (ΜΑ ΤΟΝ ΑΛΛΑΧ, ΤΟΝ ΒΟΥΔΑ, ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΚΑΙ ΤΟ ΔΩΔΕΚΑΘΕΟ, ΤΙ ΚΟΛΛΗΜΑ ΕΙΧΕ ΑΥΤΟΣ Ο ΤΥΠΟΣ ΜΕ ΤΗ ΜΑΜΑΚΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΝ ΜΠΑΜΠΑΚΑ ΤΟΥ). Και να προσέξουμε: το φαγητό της Αραβίας είναι ωραίο, δεν είναι σαν το ελληνικό, όμως θα πάρουμε κιλά σίγουρα. Θα πρέπει να τα χάσουμε και να μείνουμε στα προβλεπόμενα, γιατί θα μας μετράνε. 
Αυτά τα ολίγα (ΠΟΥ ΜΑΛΛΟΝ ΕΓΩ ΤΑ ΒΛΕΠΩ ΣΑΝ ΒΟΥΝΟ ΚΑΙ ΕΙΜΑΙ ΑΝΕΠΙΔΕΚΤΗ;).
Το σκέφτηκα πολύ διεξοδικά και πολύ αναλυτικά. Χρειάζομαι τα λεφτά, έχω ανάγκη επιβίωσης και θα πήγαινα αν ήταν άλλη αεροπορική εταιρία, παρά τον ελαφρύ φόβο που έχουμε όλοι/ες πάνω-κάτω για τα αεροπλάνα. Θα πήγαινα σε μία, ενδεχομένως, ελαφρώς πιο ανθρώπινη εταιρία-κατάσταση. Ωστόσο, δεν είμαι βέβαιη ότι είμαι έτοιμη να πουλήσω το σώμα μου και να υποκρίνομαι πως είμαι κάτι άλλο, να γίνω κλόουν-ρομπότ και να είμαι χαρούμενη και ευγενική και τέλος, δεν έχω τη διάθεση να μπω σε πολυτελή φυλακή με την ψυχολογία των καιρών. Δεν με έχουν πάρει τηλέφωνο ακόμα, δεν είμαι σίγουρη για οποιαδήποτε απόφαση, απλώς νομίζω ότι σίγουρα δεν μου ταιριάζει το κλίμα και η δουλειά όπως το εξέλαβα. Έφυγα από εκεί σίγουρη ότι θα με πάρουν και θα μπορώ να αποφασίσω τι θα κάνω μετά, αλλά ακόμα δεν με έχουν πάρει, μετά από τέσσερις μέρες και μπορεί να μη με πήραν καν, οπότε δεν έχω και κάτι να σκεφτώ. Επιβεβαιώνω, πως ήμουν και θα είμαι το απροσάρμοστο που δεν χωράει πουθενά. Θα αρχίσω σε λίγο να τρώω τους καμβάδες και τους πίνακές μου και ελπίζω να είναι νόστιμοι. Αυτά. Δεν βρήκα δουλειά και από ό,τι βλέπω –δυστυχώς ή ευτυχώς– δεν θα πετάξω για να ζήσω την ανυπέρβλητη εμπειρία της Αραβίας και δεν θα έχω την υπέρτατη τιμή να στερηθώ τις ατομικές ελευθερίες του δυτικού χριστιανοελληνικού καπιταλιστικού κόσμου. 

Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2017

Βροχή ερασιτεχνικών βιογραφικών στους κάδους των μαγαζιών

Με ό,τι κουράγιο σου έχει απομείνει, λες θα πάω να μοιράσω βιογραφικά. Με αποφασιστικότητα. Δεν έχεις κοπανήσει τα μούτρα σου αρκετά. Δεν έχεις βασανιστεί με την ανεργία σου και τις μάταιες απόπειρές σου. Θες τα σκληρά πράματα. Ναι. Την προκαλείς κι εσύ την ατυχία σου. Εκεί που πάει να κοιμηθεί, της φωνάζεις «ξύπνα». Στον γιαλό πετούν οι γλάροι. Για μια ακόμα φορά κοροϊδεύεις την εαυτή σου. Μπορεί και σήμερα να είναι διαφορετική η τύχη σου. Με την ελπίδα, ναι. Και πηγαίνεις σαν χαριτωμένο κοριτσάκι εικοσιπέντε χρονών γαϊδούρα να μοιράσεις το βιογραφικό σου. 
Ξεκίνησα από το φοβερό βιβλιοπωλείο με τα επιστημονικά βιβλία. Αισιόδοξη. Η κοπέλα που εργάζεται μέσα με κοίταξε με συμπάθεια και τη συμπάθησα κι εγώ. Πήρε τηλέφωνο το αφεντικό της και μου λέει θα τσεκάρουν το βιογραφικό μου. Λέει ότι βλέπουν τώρα άτομα με την αγγελία, γιατί χρειάζονται για το παράρτημα στο ΠΑΜΑΚ. Καλέ ποια αγγελία, εγώ από μόνη μου ήρθα. Προχωράω παρακάτω. Αγίας Σοφίας, αλυσίδα μεγάλων φούρνων. Καινούργιο. Μπαίνω μέσα. Ναι, παρακαλώ, θα ήθελα να αφήσω το βιογραφικό μου, λέω σε έναν υπάλληλο που ήταν μικρότερος από μένα. Μου εύχεται «καλή επιτυχία» και κάπως χαίρομαι για την αλληλεγγύη που δείχνει, αλλά μετά από λίγο συμπληρώνει ότι κι αυτός δύο μέρες είναι εκεί και τον έχουν σε δοκιμαστικό. Ωραία. Περιμένω στην ουρά να πάρουν τα κέικς και τα κουλούρια και τους καφέδες τους οι πελάτες και φτάνω στο ταμείο, μετά από κανένα τέταρτο. Δίνω το βιογραφικό μου σε μία γλυκιά μεγαλύτερη υπάλληλο. Μου λέει ότι θα πάρει άμεσα το αφεντικό τηλέφωνο. Μιλάνε συνωμοτικά κάπως και την ακούω να λέει: «Ναι, αρκετά.». Την κοιτάω και περιμένω. Μου λέει, έλα θα σε πάω στο γραφείο του. 
«Με ρώτησε αν είσαι εμφανίσιμη και θέλει να σε δει τώρα.», λέει η υπάλληλος αθώα, λες και πρέπει να νιώσω ωραία εγώ που με βρήκε αρκετά εμφανίσιμη. Ανεβαίνω σε μία εξτρίμ κυριλέ πολυκατοικία, στον πρώτο όροφο. Βλέπω στον ημιόροφο έναν μεσήλικα τύπο, τον ρωτάω αν είναι ο αφεντικός, μου λέει όχι. Ανεβαίνω πιο πάνω και μου ανοίγει την πόρτα ένας κυριλοκάγκουρας γιάπης που θα είναι και δύο χρόνια μεγαλύτερός μου, αν όχι συνομήλικος. Ανέκφραστος, ακίνητος, αμίλητος, λες και παίζει τα αγαλματάκια. Εγώ μπαίνω μέσα, επιμένω ότι δεν έχω κάτι να χάσω, οπότε κοιτάει το βιογραφικό μου για να μη με κουράσει και αρχίζει το παραμύθι. 
«Βλέπω εδώ ότι έχετε αριστεία και απορώ και στενοχωριέμαι όταν βλέπω τέτοια παιδιά με αριστεία να έρχονται να δουλέψουν στον φούρνο. Γιατί να θέλετε να δουλέψετε στον φούρνο;» 
(ΓΙΑΤΙ ΕΤΣΙ ΜΟΥ ΚΑΠΝΙΣΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΚΑΙ ΕΙΠΑ ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩ, ΔΕΝ ΠΑΩ ΝΑ ΔΩΣΩ ΕΝΑ ΧΕΡΙ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΟΝ ΦΟΥΡΝΟ- ΜΕΓΑΛΟΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΓΙΑ ΝΑ ΞΕΠΛΥΝΟΥΝ ΕΥΚΟΛΑ ΚΑΙ ΓΡΗΓΟΡΑ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑΚΙΑ ΤΟΥΣ; ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΟΥ, ΛΕΩ ΣΤΗΝ ΕΑΥΤΗ ΜΟΥ ΚΑΙ ΧΑΜΟΓΕΛΩ ΣΑΝ ΗΛΙΘΙΑ.) 
«Ξέρετε, ο φούρνος είναι πολύ ωραίο περιβάλλον, ευχάριστο. Κι έχω ξαναδουλέψει στις πωλήσεις στο παρελθόν, όπως θα δείτε και τα πήγα αρκετά καλά. Μόνο που έκλεισε το κατάστημα στο οποίο δούλευα. Ψάχνω δουλειά και σκέφτηκα γιατί όχι.»
(ΜΕ ΣΙΓΟΥΡΙΑ ΚΑΙ ΑΥΤΟΠΕΠΟΙΘΗΣΗ, ΕΙΜΑΙ ΜΙΑ ΕΝΗΛΙΚΗ ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ, ΕΙΜΑΙ ΜΙΑ ΕΝΗΛΙΚΗ ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ, ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΩ, ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΩ.)
«Κοιτάξτε. Εσείς φαίνεστε πολύ δημιουργικό και δραστήριο άτομο. Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν βρίσκετε έναν τρόπο να διοχετεύσετε τη δημιουργικότητά σας αλλού. Είναι κρίμα τώρα να χαθείτε μέσα στον φούρνο. Είναι ένα δύσκολο και σκληρό περιβάλλον.»
(ΕΠΙΜΕΝΕΙ Ο ΜΙΚΡΟ-ΜΑΛΑΚΑΣ. ΤΣΙΝΑΕΙ ΚΑΙ ΨΑΧΝΕΙ ΝΑ ΤΗΝ ΑΚΟΥΣΕΙ.)
«Όπως σας είπα ήδη (ΞΕΚΑΘΑΡΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ;), ψάχνω δουλειά και θα με ενδιέφερε να δουλέψω σε φούρνο ή αρτοζαχαροπλαστείο. Θεωρώ ότι κι αυτή η δουλειά ακόμα θα μπορούσε να είναι δημιουργική.»
«Μα κάνετε τόσα δημιουργικά πράγματα, δεν θέλετε να τα συνεχίσετε;»
«Κοιτάξτε, κάποιες από εμάς, δεν έχουν την οικονομική κατάσταση για να συνεχίσουν να κάνουν αυτά τα δημιουργικά πράγματα. Χρειάζομαι μία δουλειά, χρειάζομαι χρήματα για να μπορώ να βιοποριστώ. Καταλαβαίνετε, φαντάζομαι πόσο δύσκολο είναι να βρεις δουλειά στις μέρες μας (ΠΟΛΛΑ ΘΕΛΩ ΚΙ ΕΓΩ).»
«Ναι, ναι. Φυσικά (ΠΑΙΡΝΕΙ ΚΑΠΩΣ ΔΡΑΜΑΤΙΚΟ ΜΟΥΛΑΡΕ ΥΦΟΣ). Καταλαβαίνω.»
«Εσείς, αν επιτρέπετε, τι ακριβώς είστε στην επιχείρηση;»
«Υπεύθυνος του καταταστήματος.»
«Και, αν επιτρέπετε, πάλι, βεβαίως, τι σπουδάσατε;»
(ΚΟΡΔΩΜΑ. ΑΝΑΣΚΟΥΜΠΩΜΑ. ΠΑΡΑΣΤΗΜΑ ΕΥΘΥ ΚΑΙ ΑΣΗΚΩΤΟ. ΩΠΑ, ΩΡΑ ΝΑ ΜΙΛΗΣΩ ΓΙΑ ΤΟΝ ΥΠΕΡΟΧΟ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ, ΣΚΕΦΤΕΤΑΙ.)
«Εγώ σπούδασα πολιτικός μηχανικός ΑΠΘ και μετά συνέχισα με μαγειρική. Απλώς, ήμουν από μικρός στις επιχειρήσεις και ήξερα ότι έχω ταλέντο σε αυτό. Κι έτσι δούλευα μέσα σε καταστήματα σαν υπεύθυνος και τώρα είμαι εδώ. Είμαι καινούργιο βασικά, εδώ και δύο εβδομάδες άλλαξε ο παλιός υπεύθυνος (ΜΕ ΕΣΕΝΑ, ΝΑΙ). Κοίταξε να δεις. Αρχικά, το βιογραφικό σου έχει θέματα. Να στα πω ή όχι;»
«Ναι, φυσικά, πείτε μου.» 
«Έρχεσαι εδώ με βιογραφικό χωρίς φωτογραφία. Εγώ θα το πετούσα. Δεν υπάρχει κάτι να σε εντυπωσιάσει σε αυτό το βιογραφικό. Και μετά γράφεις πολλά. Γράψε λιγότερα. Μόνο τις πωλήσεις γράψε. Αυτό θέλουμε να δούμε, όχι τα υπόλοιπα.»
«Ξέρετε, δεν εστιάζω πολύ στην εμφάνισή μου και προτιμώ να μην εστιάζουν και οι άλλοι (ΑΣΤΕΙΑΡΑ ΓΙΑ ΕΡΓΟΔΟΤΗ, ΚΟΥΝΙΑ ΠΟΥ ΜΕ ΚΟΥΝΑΓΕ ΚΙ ΕΜΕΝΑ).» 
«Όχι, δεν είναι θέμα εμφάνισης. Είναι θέμα να σου τραβήξει την προσοχή, να σου γεμίσει το μάτι. Εγώ θα το πετούσα αν δεν ήσουν εσύ εδώ τώρα και το έπαιρνα λίγο πιο μετά. Όμως τώρα που ήρθες και σε είδα (ΣΟΥ ΓΕΜΙΣΑ ΤΟ ΜΑΤΙ; ΕΝΤΑΞΕΙ, ΜΑΛΑΚΑ;), το ξανασκέφτομαι. Επίσης, καλύτερα να το κάνεις σύμφωνα με την ευρωπαϊκή πλατφόρμα. Σαν συμβουλή στο λέω.»
«Δεκτή η κριτική. Έχετε δίκιο, το έχω φτιάξει μόνη μου, θεωρώντας πως είναι επαρκές, αλλά μάλλον δεν είναι.»
«Εγώ τώρα που ήρθες όμως, σε πρόσεξα. Έτσι χαμογελάς και φαίνεται να το έχεις με τον κόσμο και τις πωλήσεις. Στις πωλήσεις δεν χρειάζεσαι πτυχία. Θέλει να το έχεις με τον κόσμο. Απλώς, τώρα τι γίνεται. Εγώ θα διώξω τους μεγαλύτερους σε ηλικία από το κατάστημα για να φέρω νέα αίμα (ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑ ΤΗ ΓΛΥΚΙΑ ΠΟΥ ΜΕ ΑΝΕΒΑΣΕ ΣΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΜΠΟΥΦΟ). Έχω έναν μεγάλο κύκλο γνωστών (ΑΝΕΤΑ Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΑΠ ΣΤΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΥ) και θα φροντίσω να βάλω από αυτούς πρώτα, γιατί θέλω μία δυναμική ομάδα με εμπειρία και γνώσεις (ΜΟΥ ΤΟ ΛΕΕΙ ΚΙΟΛΑΣ ΤΟ ΖΩΟΝ ΟΤΙ ΘΑ ΒΑΛΕΙ ΓΝΩΣΤΟΥΣ. ΠΑΙΖΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΨΕΜΑ ΤΗΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΟΠΑΡΗΓΟΡΙΑΣ.). Ωστόσο, μπορεί να με απογοητεύσουν και να σε χρειαστώ. Δεν σου υπόσχομαι κάτι (ΝΑΙ, ΠΡΟΣ ΘΕΟΥ). Θα κοιτάξω το βιογραφικό σου και θα σε έχω υπόψη.»
Είχε μια φωτογραφία, ψωμί 0,90 λεπτά. Και του κόλλησα τη φωτογραφία πάνω στο βιογραφικό πριν φύγω. 
«Ορίστε. Βάζω κι αυτό εδώ, είμαι το ψωμί 0,90 λεπτά.»
«Τόσο φθηνή;» 
(ΛΕΕΙ ΚΑΙ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΓΕΛΑΕΙ ΛΙΓΟ.)
«Ε, εδώ που φτάσαμε.»
«Από μισθό;»
«Ε, γνωρίζω ότι δίνετε τον βασικό και δεν με πειράζει.»
«Δηλαδή, δεν θα είχατε υψηλότερες απαιτήσεις σύμφωνα με τα πτυχία σας;» 

(ΝΙΩΘΩ ΟΤΙ ΓΕΛΑΕΙ ΜΕΣΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕ ΔΟΥΛΕΥΕΙ)
«Όχι, καλέ. Μια χαρά είμαι και με αυτό. Ευχαριστώ πολύ. Θα περιμένω, αισιόδοξη καθώς είμαι, να με πάρετε.»
«Δεν σας υπόσχομαι τίποτε. Αλλά θα προσπαθήσω να σας πάρω.»
(ΝΑΙ, ΜΗ ΣΦΙΧΤΕΙΣ ΠΟΛΥ.) 

Έφυγα από την πολυκατοικία, σίγουρη ότι δεν θα με πάρουν. Δεν πειράζει, εξάλλου τα μισά τρόφιμα ήταν μπαγιάτικα εκεί μέσα. Άντε να τα πουλήσεις. Άφησα τα κακοτυπωμένα, χωρίς φωτογραφία και ευρωπαϊκές προδιαγραφές βιογραφικά μου σε ένα κατάστημα με παιχνίδια, σε μία αλυσίδα ξηρών καρπών, σε ένα φροντιστήριο, επειδή ήταν δίπλα σε ένα άλλο μαγαζί ρούχων, όπου άφησα επίσης ένα κακοτύπωμα, σε μία αλυσίδα ρούχων, σε ένα μαγαζί με τσάγια (ΤΡΕΛΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΓΙΑ ΤΣΑΓΟΦΑΝ, ΚΑΛΗ ΩΡΑ, ΑΛΛΑ ΣΙΓΑ ΜΗ ΜΕ ΠΑΡΕΙ Ο ΠΑΡΗΣ ΤΟ ΚΑΛΟ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΜΟΥ ΣΥΣΤΗΘΗΚΕ ΚΙΟΛΑΣ), σε ένα κατάστημα βιολογικών προϊόντων και τέλος, σε ένα χίπστερ εναλλακτικό μαγαζί με οικιακά σκεύη. Δεν με έχουν πάρει ακόμα κανένα τηλέφωνο. Παίζει οι υπάλληλοι στα μισά μαγαζιά να ξεχάσουν ή απλώς να πετάξουν το βιογραφικό μου. Από ανταγωνισμό και μόνο.
Τουλάχιστον, μου έφυγαν οι ενοχές ότι δεν κάνω τίποτα για να βρω δουλειά και ότι έχω ευθύνη για αυτή την κατάσταση εξευτελισμού, ανεργίας, απουσίας μέλλοντος, ουσιαστικά, που βιώνουν χιλιάδες νέοι/ες απόφοιτοι στην Ελλάδα. Καθόμουν και σε ένα καφενείο, την προηγούμενη μέρα και ζήτησα δουλειά κι εκεί. Μου είπε ότι με θέλει για σερβιτόρα, ίσως με πάρει για το πρωινό ωράριο. Δεν με πήρε ποτέ. Πήγα να κάνω εξάσκηση σε φιλικό μαγαζί, είδα και τουτόριαλς στο γιουτιούμπ, διάβασα και πληροφορίες για τους καφέδες. Θεωρητικοποίηση του καφέ. Εδώ έφτασα, να ξέρω περισσότερα από όσα κάνω ή θα κάνω ποτέ.
 Δεν χρειάζεται. Πραγματικά, τίποτα δεν χρειάζεται. Και δεν ξέρω αν έχει νόημα. Θα συνεχίσω να παρακαλάω τον κάθε ηλίθιο κάγκουρα να με πάρει για ένα πόστο πατήματος και σκληρότητας με αντάλλαγμα τρία ευρώ την ώρα; Ναι, θα συνεχίσω. Δεν υπάρχει άλλη λύση κι αν υπάρχει, έχω τόσο αφηρημένο βιογραφικό, χωρίς φωτογραφία, χωρίς προδιαγραφές, που δεν βλέπω μέλλον η καημένη. Βοηθάτε με. Αν ακούσετε κάτι, καλέστε στο 090 11666 666. Όχι, δεν χρεώνεστε πενήντα ευρώ το λεπτό και όχι δεν είναι για να κερδίσω εγώ φράγκα κι εσείς να μείνετε μαλάκες στο τηλέφωνο. Όντως, αν βρείτε κάποια δουλειά που δεν θα κάνατε ποτέ εσείς και είστε έτοιμοι να την αρνηθείτε, επικοινωνήστε μαζί μου. Θα την κάνω εγώ. Εδώ, παρακαλώ, ναι, εγώ. Το άνεργο κορόιδο. Βρήκα δουλειά; Όχι, δεν βρήκα. 


Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2017

Γιατί το Transparent είναι η καλύτερη σειρά για ανήσυχες transemployed

ΠΡΟΣΟΧΗ: ΣΠΟΪΛΕΡ ΑΛΕΡΤ ΠΑΝΤΟΥ

Καταρχήν transparent σημαίνει διάφανος/η. Πόσο υπέροχη ονομασία για σειρά, γιατί παίζει με τη δυσημία της λέξης, αφού επικεντρώνεται σε μία τρανς γονέα. Ενθουσιάζομαι πρόωρα μόνο και με το όνομα, καθώς είμαι transemployed και transkamenh. Ας ξεκινήσουμε από αυτό. Επίσης, οι σκηνές στους τίλτους αρχής μού θυμίζουν τα βίντεο των '90ς με στιγμιότυπα από την παιδική ηλικία, με σημαντικές στιγμές που κάπως νεκρώνονται στις κασέτες, όπως επίσης μου φέρνουν στο μυαλό εικόνες ηλικιωμένων ανθρώπων να χορεύουν σε μία αίθουσα εκδηλώσεων, καθώς και την παλιωμένη VHS ατμόσφαιρα από το βιντεοκλίπ για το κομμάτι Lovers are strangers της Michelle Gurevich (Chinawoman). Αλλά ας μπω στο θέμα. 

ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Αν δεν έχετε δει τη σειρά, παρακάτω, φανερώνω στοιχεία και πληροφορίες που δίνονται μέχρι και την τέταρτη σεζόν, οπότε προφυλαχθείτε, αντίστοιχα. 

Tο transparent είναι μία καταπληκτική σειρά –παρά τα προβληματάκια της- που αφορά τρία βασικά διαχρονικά ζητήματα. Αφορά τη σεξουαλικότητα, την οικογένεια και την εβραϊκή θρησκεία, τοποθετημένα στην αμερικάνικη σύγχρονη κοινωνία. Πρωταγωνιστής είναι η Μόρα –πρώην Μόρτ/Μόρτι- που την παίζει εξαιρετικά ο Jeffrey Tambor. Η Μόρα είναι πατέρας και μεταγενέστερα δεύτερη μητέρα τριών ενήλικων παιδιών. Όλα αλλάζουν στις ζωές της οικογένειας, αφότου η Μόρα αποφασίζει να δηλώσει ανοιχτά και ειλικρινά πως όλη της τη ζωή ήθελε να ντύνεται και να είναι γυναίκα. Η αποκάλυψή της αυτή οδηγεί στην αναταραχή των οικογενειακών σχέσεων και στον επαναπροσδιορισμό και επανακαθορισμό των φύλων όλων των μελών της οικογένειας. Μέσα σε αυτή την οικογένεια υπάρχουν πολλά ψέματα και συνεχίζουν να υπάρχουν. Μιλάνε πολύ όλοι και δεν ακούει σχεδόν κανένας.
Οι ιστορίες ξεδιπλώνονται η μία μετά την άλλη, μαζί με καθαρά πλάνα και σύγχρονη οπτική ματιά. Οι ήρωες/ίδες ζούνε μέσα σε μεγάλα σπίτια, καθαρά με όλα τα οικονομικά προνόμια που θα μπορούσαν να έχουν στη σύγχρονη καπιταλιστική Αμερική. Δεν αντιμετωπίζουν γενικώς προβλήματα, πέρα από τα ενδοοικογενειακά και τα σεξουαλικά τα οποία αναλύονται ως ένα σημαντικό βάθος εδώ. Θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι βολικό που είναι ευκατάστατη οικογένεια, καθώς αν αναλύονταν τα ίδια ζητήματα σε οικογένεια με διαφορετικό οικονομικό υπόβαθρο η σειρά θα γινόταν εκτεταμένα περίπλοκη, αλλά μπορεί και πολύ πιο ρεαλιστική. Οπότε, πρακτικά και θεωρητικά, η ανάλυση και η κατανόηση αυτών των θεμάτων που προαναφέρθηκαν μέσα στη σειρά, γίνεται με πολύ προφανή και συγκεκριμένο τρόπο που δεν αφορά το ζήτημα των ταξικών ανισοτήτων π.χ..

Η μεγαλύτερη κόρη της οικογένειας (Amy Landecker) είναι παντρεμένη με δύο παιδιά και μετά την αποκάλυψη, χωρίζει και αρχίζει να βλέπει άλλες γυναίκες. Ανακαλύπτει πως της αρέσουν περισσότερο οι γυναίκες, αλλά κάποια στιγμή επιστρέφει στον άνδρα της, γιατί θεωρεί πως αυτό είναι το ασφαλές της σημείο και δοκιμάζονται μαζί σε μία τριμελή σχέση με μία άλλη γυναίκα που ενδιαφέρεται για τις σχέσεις με ζευγάρια και την ελκύουν και τα δύο φύλα. Ενώ δεν μπορεί να διαχειριστεί κανέναν άλλον πέρα από τον εαυτό της και είναι εξαιρετικά εγωκεντρική, αμφιταλαντεύεται μέσα στη μανιοκατάθλιψή της και βρίσκει τρόπους να αναλάβει τον έλεγχο της ίδιας και μετέπειτα των παιδιών της, μετατρέποντας τους ρόλους σεξουαλικής κυριαρχίας σε παιδαγωγική μέθοδο. 
Ο μεσαίος γιος Τζος(Jay Duplass) έχει υποστεί επανειλημμένα σεξουαλική κακοποίηση από τα δεκατέσσερα από την κατά έξι χρόνια μεγαλύτερη νταντά του, με την οποία είναι συναισθηματικά άρρηκτα εξαρτημένος, αφού πολύ χαρακτηριστικά λέει ότι «τον κατέχει». Μαθαίνει σε μεγάλη ηλικία ότι έχει έναν ενήλικο σχεδόν γιο από τη νταντά του και δεν τον είχε γνωρίσει μέχρι τότε, οπότε αποπειράται να τον βρει και να έρθει σε αλληλεπίδραση μαζί του. Ο Τζος είναι ο πιο παρατημένος της οικογένειας, καθώς είναι το ενδιάμεσο παιδί και είναι συχνά επιπόλαιος, περνάει από πολλά στάδια. Επενδύει σε σχέσεις χωρίς νόημα με μικρότερα και ανήλικα κορίτσια με τα οποία συνεργάζεται, όντας γνωστός μουσικός παραγωγός. Μία εβραία ραβίνος από την οικογενειακή συναγωγή τους, προσπαθεί να του δείξει πώς θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά τα πράγματα στις σχέσεις του και δοκιμάζονται στο να είναι μαζί. Ωστόσο, καταλήγουν να χωρίσουν, καθώς εκείνη θέλει παιδί, ενώ ο ίδιος είναι ανίκανος να αναλάβει τον εαυτό του. Συνειδητοποιεί ότι οι γονείς του γνώριζαν ότι η γυναίκα που τον πρόσεχε ως παιδί τον κακοποιούσε ερωτικά. Της το επέτρεπαν, γιατί θεωρούσαν πως ήταν φυσιολογικό ως άνδρας να ανακαλύπτει με αυτόν τον τρόπο τη σεξουαλικότητά του. Ο ίδιος καταλαβαίνει ότι εκλάμβανε τη σχέση τους ως συναινετική, όταν ήταν έφηβος και στην ανάπτυξη.

Ως ενήλικος ωριμάζει, αρχίζει να βλέπει τα πράγματα διαφορετικά και διαπιστώνει τα τραύματα που του άφησε αυτή η πρώτη του σχέση και επαφή με μία μεγαλύτερη γυναίκα. Στο μεταξύ, δεν είχε καταλάβει τον ρόλο του στην οικογένεια. Νιώθει πως είναι ο μόνος άνδρας, πράγμα που, πριν την ομολογία του πατέρα του, δεν γνώριζε και φαίνεται πως αυτό του δημιουργεί μία εκτεταμένη σύγχυση, αφού δεν μπορεί να κατανοήσει τι θα πει να είσαι άνδρας, ποιες είναι οι κοινωνικές απαιτήσεις αυτού του ρόλου, παρότι είναι cis ετεροφυλόφιλος. Διατηρεί μία περίεργη σχέση εξάρτησης με τη νταντά του που δείχνει πως έχουν μία σχέση ενοχοποιημένου ερωτικού πόθου και κακοποίησης ταυτόχρονα. Ήταν συναινετική η ερωτική τους επαφή, ωστόσο αυτός αισθάνεται ότι δεν είχε άλλη επιλογή, ότι εκείνη τον ξεγέλασε, τον αποπλάνησε και τον παρέσυρε και αυτός δεν μπορούσε να πει όχι. Σε εκείνα τα λεπτά σημεία, η σχέση παίρνει άλλες μορφές και υφές που πληγώνουν βαθιά τον γιο και τον αφήνουν μετέωρο σε μία αναζήτηση συνεχούς επιβεβαίωσης από τη μητέρα που πλέον προσωποποιείται και από τους δύο γονείς. Τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα, αφού η νταντά του αυτοκτονεί και ο ίδιος καταλήγει να τη βλέπει ως φάντασμα και να μη μπορεί να λειτουργήσει σεξουαλικά, καθώς αυτή επιμένει να επιβάλεται στη σκέψη του. 
Η τελευταία κόρη, η Άλι (που την παίζει η εξαιρετική Gaby Hoffman), ασχολείται με τις σπουδές φύλου και διδάσκει, ενώ στηρίζει τη δεύτερη μητέρα της –Μόρα- και τη βοηθάει σε κάθε βήμα ανακάλυψης της νέας της εαυτής. Η ίδια είναι λεσβία και συνάπτει σχέση με την καθηγήτριά της, η οποία είναι ριζοσπαστική φεμινίστρια και φαίνεται πως εις βάρος της εκκρεμούν καταγγελίες από άλλες φοιτήτριες, νεαρότερες σε ηλικία, για σεξουαλική αποπλάνηση και κακοποίηση. Η Άλι βιώνει μεγάλη σύγχυση, χωρίζει από αυτή την γυναίκα, οι σχέσεις της γενικώς δεν φαίνεται να τη γεμίζουν και βρίσκεται συνέχεια σαν εξωγήινη, ανάμεσα σε όλα τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Αντιλαμβάνεται πως ο θείος της την αγκάλιαζε όταν ήταν μικρή για να δει πόσο μεγάλωσε το στήθος της, μέσα από κάποιες αναμνήσεις που δείχνουν περισσότερα στοιχεία για αυτήν και το παρελθόν.

Η σύζυγος της Μόρα, της τρανς γυναίκας, και μητέρα των τριών παιδιών (Judith Light) είναι μία εβραία γυναίκα που ζει με το τραύμα της θρησκείας και τον προγόνων της και καλείται να αντιμετωπίσει το όχι και τόσο προφανές, τη σκληρή αλήθεια: ότι ο άνδρας της ήταν μία γυναίκα, μία καταπιεσμένη γυναίκα σε σώμα άνδρα και αυτή, αν το είχε καταλάβει, δεν το είχε παραδεχθεί και δεν ήθελε να το αποδεχθεί, αν δεν το είχε καταλάβει, ζούσε τόσο καιρό στην άγνοιά της. Ο κόσμος της αναταράσσεται και κάνει μανιώδεις προσπάθειες να τον συμμαζέψει, ενώ ταυτόχρονα πάσχει από ψυχαναγκαστικές διαταραχές και από τα ενοχικά σύνδρομα της μητέρας που πιστεύει πως τα έκανε όλα λανθασμένα και θα έπρεπε να τα είχε κάνει όλα αλλιώς. Σαν χαρακτήρας είναι πολύπλοκη και πολυδιάστατη. Κατά κάποιον τρόπο αποτελεί τον άρρητο συνδετικό κρίκο της οικογένειας. Βρίσκει έναν άλλον άνδρα, ο οποίος την εκμεταλλεύεται οικονομικά και ενώ φαίνεται να την αγαπάει, την χρησιμοποιεί. Καταλαβαίνει πως δεν μπορεί να συνεχίσει τη σχέση αυτή, μέσα της νιώθει έναν μεγάλο και βαθύ πόνο που ο άνδρας-γυναίκα της την έχει αφήσει και ταυτόχρονα, βρίσκεται μπροστά στην ελευθερία της την οποία δεν είχε μέχρι πρότινος και καλείται τώρα να διαχειριστεί εκ νέου. Αποφασίζει να κάνει πράγματα για την εαυτή της και δοκιμάζει να αξιοποιήσει τα λεφτά της για να βρει την ευτυχία, μέχρι που η οικογένειά της αποφασίζει να την βάλει σε οίκο ευγηρίας. Νιώθει παρατημένη, νιώθει πως είναι μέσα σε πτώματα, μέχρι που ο γιος της σε μία αναζήτηση από αυτές που κάνει με σκοπό να βρει τη μητέρα φροϋδικά μιλώντας, την παίρνει σπίτι του. Εκ των πραγμάτων, η συμβίωσή τους είναι υπερβολικά δύσκολη, αφού η μητέρα τείνει στον αλκοολισμό, έχει ψυχαναγκαστική διαταραχή και διάφορες εμμονές, ενώ ο γιος περνάει το δικό του προσωπικό γολγοθά με τη(ν) (ανα)βίωση του τραύματος. Αλλά μπροστά στο ενδεχόμενο του θανάτου της μητέρας και οι δύο σιωπούν και τελικά συμβιβάζονται. 
Η Μόρα είναι μία γυναίκα που βιώνει χρόνια κατάθλιψη και σύγχυση φύλου. Ήξερε από πάντα ότι είχε γεννηθεί βιολογικά άνδρας που θέλει να ντύνεται γυναίκα και ο ψυχίατρός της στα νιάτα της, της είχε πει ότι πρέπει απλώς να αφήσει τη γυναίκα της και να αποδεχθεί ότι είναι ομοφυλόφιλος άνδρας. Δοκίμασε την τύχη της σαν ομοφυλόφιλος άνδρας, δεν τα κατάφερε και ξαναγύρισε στη γυναίκα της, με την οποία κάνανε τρία πολύ συγχυσμένα παιδιά και είχαν μία ζωή γεμάτη ψέματα και κρυμμένες σκέψεις κάτω από ακριβά χαλιά. Αποφασίζει με όσο θάρρος υπάρχει στον κόσμο να ομολογήσει τη σύγχυσή της και τον επαναπροσδιορισμό του φύλου της και της σεξουαλικής της ταυτότητας στην οικογένειά της. Η Μόρα έχει μία φίλη, τρανς γυναίκα που είναι και οροθετική και τη βοηθάει, καταλαβαίνοντας τη περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο γύρω της, γιατί έχει περάσει αντίστοιχες δυσκολίες και έχει βρεθεί σε ανάλογη θέση. Η Μόρα έχει σχέση με μία γυναίκα, αλλά αφού χωρίζει, αποφασίζει πως θα άξιζε να δοκιμάσει την τύχη της και με έναν άνδρα. Οπότε σιγά-σιγά κερδίζει τα καταπιεσμένα της χρόνια. Όχι ότι δεν περνάει μεγάλη σύγχυση, ιδιαίτερα όταν βρίσκεται σε ένα τεράστιο παζάρι και αρχίζει να ζαλίζεται, όταν οι άλλοι την κοιτάζουνε στον δρόμο και της φέρονται με το βλέμμα ή με τα λόγια ή με τις πράξεις υβριστικά και σεξιστικά, γιατί αρνιούνται να την αποδεχθούν. Ο Jeffrey Tambor παίζει εξαιρετικά τον ρόλο του, δεν έχουμε λόγια για αυτή την ερμηνεία, αφού καταφέρνει να δείξει με τρυφερότητα όλες τις συναισθηματικές διακυμάνσεις που μπορεί να τρικυμιάζουν την ψυχοσύνθεση μιας τρανς γυναίκας σε μεταβατικό στάδιο. Η Μόρα παίρνει ορμόνες, παρά τον υψηλό κίνδυνο, λόγω της ηλικίας της, γιατί αποφασίζει να ζήσει όπως νιώθει ότι είναι και όχι όπως γεννήθηκε ή όπως άλλοι θα θέλανε να είναι.



Το καλύτερο είναι ότι η οικογένεια όσο προβληματική είναι, άλλο τόσο βρίσκει τρόπους να αποδεχθεί αυτή τη νέα συνθήκη και να ζήσει με αυτό, όσο δύσκολο κι αν φαντάζει, μέσα από τρομερούς διαπληκτισμούς και πολύπλοκες διαδικασίες –εσωτερικές και εξωτερικές. Θα λέγαμε πως υπάρχει εξάρτηση και αλληλεπίδραση έντονη ανάμεσα στα μέλη που δεν θυμίζει ακριβώς αγάπη. Φαίνεται πως τα τρία παιδιά είναι πολύ έντονα συνδεδεμένα μεταξύ τους και προστατεύουν το ένα το άλλο, ενώ παράλληλα, βρίσκονται πολύ συχνά να ανταγωνίζονται. Φαίνεται πως υπάρχει μία ιδιαίτερη τρυφερότητα ανάμεσα στη Μόρα και την Σέλι (την πρώην σύζυγό της).

Στα τελευταία επεισόδια της σειράς, η Μόρα πηγαίνει στο Ισραήλ με τη μικρότερη κόρη της την Άλι, γιατί έχει ξαναρχίσει τη διδασκαλία στο πανεπιστήμιο και την καλούν να κάνει διάλεξη για το Εβραϊκό ζήτημα και το ζήτημα της Ισότητας των δύο φύλων, καθώς και να παρουσιάσει το καινούργιο της βιβλίο. Περνάει το αεροδρόμιο μετά δυσκολίας και της κάνουν ολόκληρη σκηνή γιατί δεν μπορούν να αποφασίσουν τι είναι αυτή η γενετική ανωμαλία στον κάβαλό της, αφού δείχνει να είναι γυναίκα και δεν ξέρουν αν πρέπει να την εξετάσει άνδρας ή γυναίκα. Η σκηνή αποκορύφωμα είναι αυτή που φωνάζει στο αεροδρόμιο, όντας μαστουρωμένη, είμαι ό,τι σκατά θέλετε. Αποφασίστε επιτέλους. Γιατί πλέον αυτή ξέρει ποια είναι, ξέρει τι νιώθει και οι άλλοι την οδηγούν συνέχεια στην αμφισβήτηση. Καταλήγει στο Ισραήλ να ξεδιπλώνει νέες ιστορίες που θα τις δείτε και στη σειρά. 
Γιατί το transparent είναι η πιο παρηγορητική αμερικάνικη σειρά που θα μπορούσε να βλέπει μία ελληνίδα εικοσιπεντάχρονη άνεργη; Για να βλέπουμε τι προβλήματα έχουν οι άλλοι και να νιώθουμε χειρότερα ή καλύτερα για τα δικά μας; Όχι, δεν μου αρέσει να λειτουργώ έτσι. Η αλήθεια είναι πως δεν έχουμε καμία σχέση με αυτά τα άτομα. Κάπως είναι παρηγορητικό να βλέπεις πως ζούνε άνετα σε μεγάλα σπίτια με ωραία διακόσμηση και φαινομενικά ισορροπημένα εξωτερικά περιβάλλοντα, είναι όλοι όμορφοι εσωτερικά με έναν δικό τους τρόπο, παρότι αντιμετωπίζουν καθεμίας/καθένας το δικό τους προσωπικό χάος και παρ’ όλα αυτά βιώνουν καθημερινά οικογενειακά τα δράματά τους. Η οικογένεια είναι πάντα μία πηγή προβλημάτων και μία όαση λύσης των ταυτόχρονα. Πολύ περίεργη κατάσταση και ωραίο να τη βλέπεις, όταν δεν τη ζεις και δεν είχες ποτέ τέτοια οικογένεια. Είναι σαν τον Φώσκολο, αλλά πολύ καλύτερο, γιατί θέτει καίρια και σοβαρά ζητήματα με πολύ τρυφερό και κάπως μελαγχολικά άρτιο τρόπο, χωρίς να ασκεί κατάφορη κοινωνική κριτική. Φαίνεται πως η σειρά εστιάζει κυρίως στην εξιστόρηση της ανθρώπινης υπαρξιακής κατάστασης μέσα από τη σεξουαλική πολυπλοκότητα και σύγχυση –ή τουλάχιστον έτσι, ως αδύναμο μάτι, το βλέπω εγώ και ό,τι θέλει βλέπει καθεμία, οπότε να με συγχωράτε. Θέτει πολύ σοβαρά το ζήτημα της ανάληψης της ζωής, του χρόνου, του θανάτου, όχι επιφανειακά, αλλά ρεαλιστικά και βαθιά. Δεν υπάρχουν εκδηλώσεις φτιαχτής και κινηματογραφικής αγάπης. Αυτό που παρουσιάζεται είναι μια πιο ειλικρινής σχέση μεταξύ των μελών της οικογένειας, πολυδιάστατη και σύνθετη που δεν μπορεί να περιοριστεί στη λέξη αγάπη, γιατί απλούστατα δεν είναι μόνο αυτό, δεν είναι εξιδανικευμένη και δεν είναι θετική ή αρνητική. Τα συναισθήματα εξελίσσονται, οι άνθρωποι συνεχώς αλλάζουν, αλληλεπιδρούν και κινούνται και καλυτερεύουν, χειροτερεύουν στην αμερικάνικη αυτή σύγχρονη ιλαροτραγωδία. 
Επιπλέον, πέρα από την προβληματική του φύλου, της ισότητας, των ρόλων της γυναίκας και του άνδρα, τις διαφόρων ειδών σχέσεις, η σειρά δείχνει πολύ συστηματικά την κουλτούρα του crossdressing, του να ντύνεσαι κάτι άλλο από αυτό που επιτάσσει ο κοινωνικός ρόλος και το κοινωνικό σου φύλο. Δείχνει πόσο διαφορετικό και συνάμα επιθετικό μπορεί να γίνει το crossdressing απέναντι στην trans κουλτούρα. Κι ενώ φαίνεται πως υπάρχουν δύο κοινωνικές ομάδες ανθρώπων που θα μπορούσαν να αγωνίζονται παράλληλα για να υπάρχουν ελεύθερες στην κοινωνία, διχάζονται και αντιμάχονται. Η σειρά αποπειράται να προβάλει και να αναλύσει μία πληθώρα κοινωνικών προβληματικών. Αλλά η ροή των πραγμάτων είναι πολύ ρεαλιστική, οι χαρακτήρες πολύ ανθρώπινοι και αληθοφανώς φτιαγμένοι. Φυσικά, είναι μεγαλοαστοί αμερικανοί και αυτό δεν επιτρέπει την οποιαδήποτε ταύτιση. Ακόμα και μετά από τα τόσα προβλήματα που προκύπτουν μετά από μία ειλικρινή αποκάλυψη, η οικογένεια έχει έναν εντελώς καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της σειράς και των ατόμων. Η οικογένεια είναι αυτό από το οποίο όλοι προσπαθούν να αποκοπούν και αναπόφευκτα τους τραβάει πίσω και σε αυτό πάντοτε επιστρέφουν. Άλυτα τραύματα. Τι να πούμε;

Γενικώς, η σειρά αποκαλύπτει με πολύ ωραίους τρόπους τους φόβους και τις ανασφάλειες για τη σεξουαλικότητα και περιγράφει άλλοτε ωμά και άλλοτε πιο διακριτικά την ενοχή –γενικά και συγκεκριμένα- της σωματικής ηδονής. Η δημιουργός και συγγραφέας της σειράς Jill Soloway διακρίνεται για τον κυνισμό της και για την ευαισθησία της και βλέπουμε πόσο ωραία διαχειρίζεται αυτά τα λεπτά ζητήματα με τα οποία καταπιάνεται για μία ακόμα φορά. Συμπερασματικά, έχω μόνο να προτείνω σε όσες/ους δεν την έχετε δει ήδη να κατεβάσετε και να δείτε τη σειρά, παρά τη φανέρωση σημαντικών σημείων της πλοκής παραπάνω. Πόσο υπέροχη σειρά. Πόσο λεπτή και τρυφερή. Φαντάζομαι και θέλω να ελπίζω πως δεν θα χάσετε χρόνο βλέποντάς τη. 

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017

Αναπάντητες αιτήσεις παντού

Δράμα η ανεργασία, παιδιά. Σεπτέμβρης στη Θεσσαλονίκη. Άντε πάλι. Ξανά τα ίδια. Αφήνοντας πίσω ένα νεκρό καλοκαίρι που δεν απέδωσε πουθενά. Να με προσέχετε, γιατί χάνομαι, λέμε σε αυτές τις περιπτώσεις. Στη Θεσσαλονίκη οι αγγελίες παραμένουν η μία χειρότερη από την άλλη. Όλες ψάχνουν δουλειά και δεν υπάρχει πραγματικά τίποτα. Λες κι εξαφανίζονται μία-μία. Οι αγγελίες ανανεώνονται μία φορά την εβδομάδα και αν βγει κάτι σοβαρό που να μη λέει για εμφανίσιμες κοπέλες ή απίθανες προϋπηρεσίες ετών στο τύλιγμα πίτουρου ή στην καθαριότητα κτιρίων. Για να βρεις δουλειά πρέπει να έχεις διάθεση, χαμόγελο, ταλέντο στο marketing, fashion γνώσεις, μα το πιο σημαντικό: να είσαι διατεθειμένη να πας σε απαίσια δοκιμαστικά και να μην πληρωθείς για τα εβδομαδιαία δοκιμαστικά, για τη μηνιαία εμπειρία ή και ποτέ στην τελική -δεν φτάνει που σου προσφέρουν αυτή την ακαταμάχητη εμπειρία, θες και λεφτά, άπληστη. Κι εμείς οι άπορες τι να κάνουμε, θα συνεχίσουμε να στέλνουμε βιογραφικά εις μάτην εις τον αιώνα τον άπαντα και να βαράμε το κεφάλι μας στον τοίχο. Να παρακαλάμε για μία ακόμα αποτυχημένη συνέντευξη σαν να λέμε, μήπως και μπει κανένα φράγκο στην τσέπη και μπορούμε να βγαίνουμε τα βράδια να τα πίνουμε χωρίς ενοχές. 
Έχω εκδηλώσει ενδιαφέρον για κοινωνική εργασία και γραμματειακή υποστήριξη, για να ψήνω τυρόπιτες σε φούρνο, να γεμίζω τις κρέπες σε καφετέρια, να πουλάω πάστες σε ζαχαροπλαστείο (αφού δεν τις δίνω στα καλόπαιδα), να προμοτάρω μαγαζιά και καρτοκινητές. Αλλά όχι. Δεν τους φτάνει το βιογραφικό μου μάλλον. Κάτι κάνω λάθος εκεί που λέω ότι έχω κάρτα ανεργίας ανανεωμένη τέσσερις φορές ή εκεί που συνδυάζεται η ανεργία με το μεταπτυχιακό της θεωρίας. Ωραία πράματα. 
Τα μόνα απαντητικά τηλέφωνα που με πήραν ήταν από ένα πρόγραμμα μουσικοθεραπείας που μου λέει είμαι υπερτυχερή. Χάρηκα λίγο στην αρχή. Μέχρι που άκουσα την τηλεφωνήτρια να μιλάει σαν να είναι ηχογραφημένη σε κασέτα και να μου λέει ότι κέρδισα την εκπτωσιακή προνομιακή θέση στα σεμινάρια των 90 ευρώ/μήνα, ενώ άλλοι θα πληρώσουν για το ίδιο πρόγραμμα 250 ευρώ/μήνα. Ποια στη χάρη μου σαν να λέμε! Υπερπροσφορά. Και παίρνεις και κρατική επιβεβαίωση μετά ότι παρακολούθησες σεμινάριο μουσικοθεραπείας –ένα χρήσιμο προσόν για την ανεργία σου. Σταμάτησα την κασέτα για να της πω ότι δεν έχω λεφτά και στον ήλιο μοίρα και ότι αν μου έδιναν ενενήντα ευρώ μόνο θα πήγαινα. Κόλλησε, γιατί δεν το περίμενε και μου είπε ότι θα με ξαναπάρουν τηλέφωνο και ότι οι θέσεις είναι περιορισμένες και ότι είμαι πολύ τυχερή που μου δόθηκε αυτή η ευκαιρία. Με ξαναπήρε, αλλά δεν το σήκωσα, γιατί δεν μου αρέσει να παίζουν με τον πόνο μου εργαζόμενες τηλεφωνήτριες που μιλάνε σαν κασέτα. 
Πλέον, για να βρεις ιδιαίτερα φιλολογικά πρέπει να παίρνεις εσύ τηλέφωνο τις οικογένειες που τα χρειάζονται και να τους πρήζεις να αναλάβεις τη στήριξη του παιδιού τους στα μαθήματα, πράγμα που δεν θα συνέβαινε αν το παιδί δεν είχε άλλα σοβαρότερα ζητήματα να το απασχολούν. Οπότε κάνω και αυτό, παίρνω τηλέφωνα σε φιλικές οικογένειες και σαν την ενοχλητική ευγενικιά, πλασσάρομαι ως η υπερφιλόλογος που θα βοηθήσει το καημένο το παιδάκι να μάθει τη μέση φωνή και να κλίνει τριτόκλιτα ουσιαστικά κι ας το παρατάνε οι γονείς του μόνο του. Δεν με έχουν προσλάβει επίσης, μάλλον επειδή θεωρούν ότι παραείμαι εύκολη και σου λέει αυτή ζητάει μόνο πέντε και εφτά ευρώ, πάμε στην άλλη στα οχτώ θα είναι καλύτερη, αφού είναι και πιο ακριβή. Η παράλογη λογική της τιμολόγησης και του ανταγωνισμού των σατανικών ιδιαιτέρων μαθημάτων. Έχω ψάξει για μπέιμπισίτερ, αλλά στο αγαπημένο παιδί αγαπημένης μου φίλης έκανα αστειάκι για το σκοτάδι και για το πόσο τρομακτικό είναι και δεν είμαι βέβαιη αν θα ήμουν η κατάλληλη για να προσέχω μωράκια. Ωστόσο, στο σεμινάριο δημιουργικής γραφής που πήγα να κάνω δοκιμαστικά σε παιδάκια τα πήγαμε περίφημα και κάναμε ένα τεράστιο πρότζεκτ σε λίγη ώρα, φτιάξαμε παραμύθι και ζωγραφιές με τερατίνια. Εντούτοις, δεν μπορούν να με πληρώνουν ούτε σε αυτό, γιατί λέει είναι σε δυσχερή θέση η ιδιοκτήτρια του ΚΔΑΠ (Κέντρου Δημιουργικής Απασχόλησης Πιτσιρικίων, που είναι και πολύ στη μόδα) και τι να κάνει, αν θέλουμε να πηγαίνουμε εθελοντικά για την εμπειρία. Ποια εμπειρία. 
Μίλησα και με έναν κάγκουρα τετρακοιλιακό που ψάχνει σέρβις με προϋπηρεσία, ντιτζέι με ελληνικό ρεπερτόριο και έμπειρους βοηθούς σερβιτόρων, για ένα φαινομενικό τσιπουράδικο στο εξωτικό Κορδελιό. Ο κάγκουρας μου είπε πολύ ξεκάθαρα ότι θέλουν έμπειρα άτομα για το σέρβις και ντιτζέις που να ξέρουν ελληνικά τραγούδια, σαν να μου λέει ευγενικά ότι είμαι άσχετη και δεν διάβασα καλά την αγγελία. Τι να του πω κι αυτού; Καλή γυμναστική του ευχήθηκα και καλά φράγκα. Δεν ξέρω πού στο διάολο μπορώ να την αποκτήσω αυτή τη φανταστική υποτιθέμενη υπερπροϋπηρεσία. Δεν ξέρω πού υπάρχει. Στα φανταστικά κουπόνια του λιντλ; Στους πρωινούς καφέδες; Στην κοινωνικοποίηση με ακατάλληλα άτομα; Τι σκατά, τι κάνω λάθος. 
Ψάχνω και δουλειά Αθήνα μέσω ευγενικού αντιπρόσωπου που θέλει να με βοηθήσει, αλλά πώς θα γίνει αυτό δεν ξέρω. Τον ευχαριστώ πολύ, αλλά δεν ξέρω αν έχει και κανένα νόημα στην προκειμένη. Δεν έχω λεφτά να κατέβω για να ψάξω μόνη μου, όπως κανονικά θα έπρεπε να κάνω, αφού εδώ πέρα δεν υπάρχει ελπίδα. Είναι σαν νεκρός τόπος. Από Αθήνα δεν μου έχουν επίσης απαντήσει και δεν με έχουν πάρει τηλέφωνο  από πουθενά. Ανοιγοκλείνω το τηλέφωνό μου, μήπως δεν πάει απλώς καλά ή δεν δέχεται κλήσεις. Γράφτηκα σε πέντε ανεργασιακά σάιτς και έχω κάνει προφίλ σε όλα τα τζομπ φάιντερ. Μου στέλνουν μέιλς για να μου πούνε πόσο χαρούμενοι είναι που με έχουν στο σάιτ και σκέφτομαι κι εγώ ότι ευτυχώς κάποιος χαίρεται έστω και τυπικά με την ανεργία. 
Σκέφτομαι ότι δεν έχει νόημα να ψάχνεις δουλειά, γενικά. Τι να την κάνεις. Θα τρώω ρούχα και πράγματα γύρω μου και θα συνεχίσω να κοιμάμαι σε καναπέδες. Όλα θα πάνε καλά, δεν θυμάμαι ποιος το έχει πει αυτό και ποιος συνεχίζει να το λέει -μάλλον θα τα έχει πάει καλύτερα από μένα στην αναζήτηση δουλειάς. Συμβαίνουν και θαύματα στο κάτω-κάτω. Θα ξαναξεκινήσω τις σειρές, το ναρκωτικό της νέας γενιάς και το παρόν μπλογκ θα πάρει άλλη τροπή μου φαίνεται. Μην περιμένετε να σας πω ότι βρήκα δουλειά, γιατί δεν βρήκα. Αιωνίως άνεργη, αιωνίως από ό,τι φαίνεται θα κρατώ μία ομπρέλα στις ευκαιρίες και στην τύχη μέσα από μια ομίχλη μαύρη, αυτή της Θεσσαλονίκης. 

Κυριακή 16 Ιουλίου 2017

Γιατί το Sex and the City δεν είναι τόσο σεξιστικό όσο θα ήθελε να είναι

Καλοκαίρι στην πόλη και όταν δεν έχεις δουλειά, δεν πας διακοπές και βλέπεις Sex and the City, κάπως πρέπει να το δεις κριτικά, γιατί αλλιώς καις τζάμπα εγκεφαλικά και δεν είναι ωραία. Η ανεργία πάει σύννεφο στο όχι και τόσο σωτήριο αυτό έτος. Για να μη σκέφτομαι τις επιπτώσεις των δυστυχών περιστατικών στη ζωή μου, αποφάσισα να χαλαρώσω βλέποντας μία ανάλαφρη και εύπεπτη σειρά. Ήξερα εκ των προτέρων ότι θα δω και πράγματα που θα με ενοχλήσουν, αλλά είπα να δώσω μία ευκαιρία στην ποπ κάλτσουρ να με συναρπάσει. Δεν μετάνιωσα.  
Η σειρά είναι βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Candace Bushnell που γράφτηκε στο 1997. Δεν έχω πάει ποτέ στη Νέα Υόρκη, αλλά τα πλάνα της σειράς είναι αρκετά για να με πείσουν ότι η πολιτεία ήταν τότε στα καλύτερά της. Ζήλεψα με αυτό που έβλεπα και ήθελα για λίγο να ζω εκεί τότε. Βέβαια, μιλάμε για τις πιο καλοζωισμένες περιοχές και συγκεκριμένα για το κεντρικό Μανχάταν που ήταν πολύ κουλ περιοχή. Πλάνα από τους δρόμους, τις διαφημίσεις, τους ανθρώπους, τα πόστερς, τα γκράφιτι δείχνουν τη μεσοαστική κοινωνική τάξη να διασχίζει τη ζωή της εύκολα και ανέμελα μες στον δυσλειτουργικό καπιταλισμό και όντως αυτή η σειρά σε ναρκώνει κάπως, έτσι σε χαλαρώνει, γιατί το σημαντικότερο πρόβλημα είναι εντελώς περαστικό και ασήμαντο –ή το ακριβώς αντίθετο, σε τσιτώνει που δεν μπορείς να ταυτιστείς καθόλου και δεν έχεις τις ίδιες δυνατότητες και το ίδιο επίπεδο διαβίωσης. Το κυρίως θέμα της σειράς είναι σεξ και τα ρούχα. Οι τέσσερις πρωταγωνίστριες είναι γυναίκες εργαζόμενες, αλλά ποτέ δεν μας τις δείχνουν στα εργασιακά τους περιβάλλοντα, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις σκηνών και πλάνων που αφορούν πάλι το σεξ ή τα ρούχα. 
Αφηγήτρια είναι η Κάρι Μπράντσω (Sarah Jessica Parker), αρθρογράφος της ομώνυμης στήλης Sex and the City σε μία γνωστή εφημερίδα. Από ό,τι φαίνεται η Κάρι είναι η υπέρτατη καρικατούρα –αλλά ίσως και η πιο ανθρώπινη– στη σειρά, αλλά παρ’ όλα αυτά φαίνεται τόσο εγωκεντρική και νάρκισσος και βασικό της ελάττωμα είναι ότι διαλέγει τους λάθος άνδρες. Η ζωή της περιστρέφεται γύρω από τις δύο εμμονές της, τα πανάκριβα παπούτσια της (παρότι γκρινιάζει ότι δεν έχει λεφτά π.χ. για να φτιάξει τα πλακάκια του σπιτιού της, αγοράζει με 400 δολάρια ένα ζευγάρι παπούτσια ή με 2000 μία τσάντα και με τα διπλάσια ένα συνολάκι για κάθε περίσταση, γιατί σε κάθε σκηνή φοράει κάτι εντελώς διαφορετικό για να είναι και υπερφάσιον άικον) και τον Mr Big –όπου το σεξουαλικό και καπιταλιστικό υπονοούμενο συμπορεύονται συμβολικά και πηγαίνουν και έρχονται. Ο Mr Big είναι ένας πάμπλουτος τύπος που ασκεί δύναμη και εξουσία στην Κάρι που παρουσιάζεται σαν αρκετά αδύναμη και χαζή για να αντιδράσει και παρά τα όσα τη συμβουλεύουν οι φίλες της ξαναγυρνάει σε αυτόν. Στον πρίγκιπα του παραμυθιού. Από τη μια, ο Mr Big είναι όμορφος και γόης (όπως παρουσιάζεται), επιπόλαιος και επιφανειακός. Από την άλλη, η Κάρι είναι συναισθηματική (υποτίθεται, γιατί φέρεται και αυτή επιπόλαια και πληγώνει ανθρώπους), απαιτεί περισσότερο βάθος στη σχέση (που θα πει εγγύηση για γάμο και άλλες επιβεβαιώσεις) και είναι και αυτή επιφανειακή.

Η σειρά χρησιμοποιεί το παραμύθι του πρίγκιπα για να υπάρχει αυτή η αίσθηση ότι ένας άνδρας προορίζεται για μία γυναίκα και είναι γραφτό και μοιραίο να είναι μαζί και να επανέρχεται συνεχώς στη ζωή της. Από την άλλη, η σειρά κοροϊδεύει το concept του συμβατικού έγγαμου βίου και περιγράφει πως είναι δυνατόν και να αποτύχει, μέσω της πιο ψυχαναγκαστικής ηρωίδας στη σειρά, της Σάρλοτ (Kristin Davis). Η Σάρλοτ είναι μία καλοαναθρεμμένη συντηρητική και παραδοσιακή τύπισσα που έχει στο μυαλό της συγκεκριμένες ιδέες και αξίες, καπιταλιστικές, ρατσιστικές και στενόμυαλες. Βρίσκεται και αυτή σε αναζήτηση του πρίγκιπα, αφού παρουσιάζεται ως αθεράπευτα ρομαντική, ενώ την ίδια στιγμή ψάχνει κάτι εντελώς κι απολύτως συγκεκριμένο κι εξιδανικευμένο που το έχει οραματιστεί και το έχει ήδη φτιάξει στο μυαλό της για το πώς θα είναι. Παρατάει τη δουλειά της και παντρεύεται τον άνδρα των ονείρων της που δεν είναι και τόσο πολύ των ονείρων της τελικά, αφού έχουν κάποιες ασυμφωνίες στο ζήτημα της τεκνοθεσίας, οπότε και χωρίζουν και το παραμύθι καταρρέει. Η Σάρλοτ μπορεί να μη μπορεί να μιλήσει για το σεξ, αλλά μερικές φορές ξεπερνάει και την εαυτή της και κάνει αρκετό σεξ. Μπορεί να είναι στρυφνή κι ανιστόρητη, αλλά αφού λατρεύει κι αυτή τα παπούτσια, καταφέρνει να περνάει το τεστ της φιλίας.

Εντελώς αντίθετη χαρακτήρας με τη Σάρλοτ παρουσιάζεται η Σαμάνθα (Kim Cattrall) που είναι υποτίθεται πάλι η πιο ανεξάρτητη και δυναμική γυναίκα, αλλά για να το καταφέρει αυτό πρέπει να πηγαίνει συνέχεια με άνδρες και να παρομοιάζεται με άνδρα πολύ συχνά ή με προβληματική γυναίκα. Η συμπεριφορά της παρουσιάζεται σαν ανδρική, αφού κάνει αυτά που μόνο οι άνδρες κάνουν και φαίνεται κάπως σαν να ξεπερνάει τα στερεότυπα, ενώ την επικαλύπτουν ουσιαστικά με το υπερστερεότυπο, ότι μόνο οι άνδρες μπορούν να χαίρονται με το διερευνητικό καθημερινό σεξ και όταν κάνεις απλά και μόνο σεξ δεν νιώθεις. Η Σάρλοτ δεν έχει καμία συναισθηματική σύνδεση, καταναλώνει τους άνδρες όπως και οι φίλες της, σαν τα πουκάμισα, αλλά έχει πάει με τους περισσότερους. Είναι εντελώς καπιταλίστρια, εργάζεται σαν υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων, φαίνεται αρκετά καταπιεσμένη, γιατί πληγώνεται αλλά δεν επιτρέπεται να το δείξει, και ταυτόχρονα παρουσιάζεται σαν απελευθερωμένη. Ενδιαφέρον είναι ότι κάνει λεσβιακή σχέση, αλλά όταν ερχόμαστε στο προκείμενο η Σαμάνθα φέρεται σαν άνδρας (γιατί μόνο οι άνδρες θέλουν σεξ) και της σπάει τα νεύρα η σύντροφός της, γιατί είναι γυναίκα (η ειρωνεία) και υποτίθεται πως οι γυναίκες θέλουν κυρίως όλη την ώρα να μιλάνε και να αναλύουν πράγματα.

Τελευταία, άφησα τη Μιράντα που την παίζει η Cynthia Nixon. Η Μιράντα φαίνεται να είναι η πιο έξυπνη από όλες, αλλά παρουσιάζεται εντελώς ανάποδη, απόμακρη και επίσης ατομικίστρια και υπερκαπιταλίστρια, ενώ την ίδια στιγμή ο κυνισμός της είναι το πιο ωραίο στοιχείο της. Είναι δικηγόρος σε μία διάσημη φίρμα και βγάζει πολλά λεφτά, φαίνεται να μη τη νοιάζει και τόσο η μόδα και έχει πιο ανοιχτόμυαλη άποψη για την πολιτική (όχι γενικά) σε σχέση με τις άλλες, οπότε θα μπορούσε να είναι η ρεπουμπλικάνα της παρέας. Επίσης, έχει αδυναμία να συνδεθεί συναισθηματικά, γιατί φαίνεται πως έχει πληγωθεί στο παρελθόν και αυτό την κάνει αρκετά συμπαθή. Φαίνεται πως είναι γενικά νευρική και ανικανοποίητη με τη ζωή της, αλλά ούτε αυτό καταφέρνει να την κάνει αντιπαθή. Η Μιράντα έχει μία πολύ καλή σχέση, την οποία χωρίς λόγο διώχνει, φαίνεται ότι πασχίζει να είναι ανεξάρτητη και είναι και αυτή εγωκεντρική, αλλά φαίνεται να έχει και έγνοια για τις άλλες.

Υπάρχουν πολλές σεξιστικές συμπεριφορές, ρόλοι, εκφράσεις, τάσεις κτλ στο Sex and the City που ανταποκρίνονται εντελώς στο κλίμα της εποχής. Υπάρχουν όμως και παντού gay άνδρες (κυρίως, gay άνδρες, γιατί είναι η πιο αποδεκτή έκφανση της ομοφυλοφιλίας, τότε), σε ένα επεισόδιο έχει κάποιες trans γυναίκες, ωστόσο δεν απεικονίζονται παρά σαν καρικατούρες. Η Σαμάνθα έχει τη λεσβιακή της σχέση, αλλά δεν είναι bi, φαίνεται πως τη δοκιμάζει απλώς σαν εμπειρία, για να την προσθέσει στο ρεπερτόριό της. 
Η ομορφιά της Sarah Jessica Parker έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση, γιατί δεν ικανοποιεί τα πρότυπα, αλλά για μένα είναι ξεκάθαρο πως και οι τέσσερις είναι αρκετά συμβατικά όμορφες για να παίζουν στη σειρά. Το περίεργο είναι πως η σειρά δεν είναι τόσο σεξιστική όσο καπιταλιστική. Οι τέσσερις ηρωίδες ανήκουν στη μεσο/μεγαλοαστική τάξη, έχουν άπειρα λεφτά κι ας γκρινιάζουν για αυτά μερικές φορές και αυτό τις κάνει ικανές να ζούνε σε μεγάλα και ωραία διαμερίσματα λουξ, να βγαίνουν σε ακριβά μαγαζιά για φαγητό και κοκταίηλς με ακριβά ρούχα και παπούτσια και χτενίσματα, για να γνωρίσουν ακριβούς καπιταλιστές άνδρες. Οι ηρωίδες πηγαίνουν με αρκετούς άνδρες, ορισμένες φορές απολαμβάνουν το σεξ και άλλες όχι, και αυτό είναι και ο συνδετικός τους πυρήνας: Οι άνδρες και τα προβλήματα με αυτούς. Είναι ενδιαφέρον, γιατί δεν υπάρχει καμιά συζήτησή τους στη σειρά που να μην περιλαμβάνει τους άνδρες. Η σεξουαλική τους ζωή είναι πολύ ενεργή  και αυτό είναι και κάπως απελευθερωτικό, αν και πολλές φορές φαίνεται να τις καταπιέζει αυτό.

Εντούτοις, η οποιαδήποτε υπόνοια σεξουαλικής απελευθέρωσης χάνει το νόημά της, αφού, εάν δεν τηρήσουν κάποιους ηλίθιους κανόνες των ραντεβού, θεωρούνται τσούλες ή αποκαλούνται επικριτικά πόρνες. Οι άνδρες, εάν δεν είναι για σχέση, παρουσιάζονται επίσης σαν ελαττωματικά προϊόντα, με το ελάττωμά τους να είναι ένα και κυρίαρχο. Για παράδειγμα, σε έναν αρέσει να βλέπει πορνό κατά τη διάρκεια του σεξ, άλλος έχει μικρό πουλί, άλλος πολύ μεγάλο, ένας θέλει να λέει βρωμόλογα στο κρεβάτι, άλλος εκπσερματώνει πρόωρα και άλλος θέλει να πηγαίνει μόνο με γυναίκες-μοντέλα. Αυτό είναι και το amuse-bouche της σειράς, τα ατυχή περιστατικά με τους άνδρες που διηγούνται γυναίκες μεταξύ τους, βέβαια. Οι άνδρες που περνάνε από τη σειρά είναι πολλοί, φοράνε κυρίως ακριβά κοστούμια και είναι καλοντυμένοι, εκτός αν είναι αθλητικοί μπάρμεν, ψαγμένοι συγγραφείς ή χίπιδες μοντέλα πλούσιοι επιπλοποιοί. Επίσης, όλες οι γυναίκες είναι αδύνατες, ακόμα και αυτές που παίζουν δευτερεύοντες ρόλους, όπως και οι άνδρες, έχουν ένα συγκεκριμένο σωματότυπο της μόδας των ’90ς.

Το ωραίο είναι ότι είναι σχετικά μεγάλες ηλικιακά γυναίκες και διεκδικούν την επιθυμία τους, προσπερνώντας τα κοινωνικά κόμπλεξ για την ηλικία και δεν εστιάζουν σε αυτό.  Βάζουν μπροστά την καριέρα τους, πληρώνουν μόνες τα έξοδά τους και πηγαίνουν ελεύθερα με όποιον θέλουν –βέβαια, μέχρι να βρεθεί ο εκατομμυριούχος πρίγκιπας. Η σειρά περιστρέφεται γύρω από αυτές τις τέσσερις επιφανειακά δομημένες γυναίκες που μπορεί να είναι κάποιες στιγμές αντιπαθείς και  καπιταλίστριες, αλλά είναι πολύ ενδιαφέρον που μπορούν να μιλάνε για τη σεξουαλική τους ζωή σχετικά ελεύθερα. Κάποιες φορές είναι γλυκές και ανθρώπινες και άλλες σαν ψυχρές παγοκολόνες. Μπορεί να είναι εγωκεντρικές, αλλά φαίνεται πως στηρίζουν η μία την άλλη παρά τη διαφορετικότητά τους. Βέβαια, απορώ πώς με τις δουλειές και τους άνδρες βρίσκουν τόσο άπειρο χρόνο για να συνευρίσκονται και να τρώνε μαζί και να κάνουν βόλτες και να βγαίνουν κιόλας –μη ρεαλιστικό. Το πιο ωραίο της σειράς είναι ότι προβάλλει την ελεύθερη επιλογή.
 Μπορεί μία γυναίκα να θέλει να παντρευτεί και να κάνει παιδί, μία άλλη να θέλει να ζει ελεύθερη και να πηδιέται με όποιον γουστάρει, μπορεί μία άλλη να περιμένει τον έναν και μοναδικό πρίγκιπα και μπορεί μία άλλη να θέλει να κάνει παιδί μόνη της. Αυτά όλα παρουσιάζονται σαν σεβαστές επιλογές, που τις παίρνουν ανεξάρτητες γυναίκες -που σίγουρα έχουν μόνο μία διαστρεβλωμένη υπόνοια τι σημαίνουν οι έμφυλες διακρίσεις- και περνάνε τις αντιξοότητες μαζί, σαν φίλες. 
Συμπυκνώνοντας, η φιλική ενότητά τους αντιπαρέρχεται σε ορισμένα ατομικά τους προβλήματα, αλλά δεν μπορεί να υπερνικήσει τον συφερτό της καπιταλιστικής και έμφυλης καταπίεσης και δεν φαίνεται να θέλει κιόλας, κυλάει ομαλά μαζί του. Μπορεί να μαλώνουν κάποιες φορές, γιατί είναι πολύ διαφορετικές, αλλά αυτό δεν τις εμποδίζει να αντιληφθούν το πόσο έχουν ανάγκη η μία την άλλη και να συνεχίσουν να αγαπιούνται παρότι είναι αντίθετες. Ο βασικός τους στόχος βέβαια είναι ο γάμος, ετεροφιλοφιλικός και συντηρητικά δοσμένος και ο γάμος μπαίνει πάνω από τις φιλίες. Στις σεξουαλικές τους ζωές ψάχνουν το χρήμα και την ευτυχία μέσω της ανδρικής επιβεβαίωσης. Επιπλέον, οι γυναίκες ενδυναμώνονται εάν έχουν ακριβά ρούχα και ακριβά προϊόντα και αυτό είναι μία άμεση σύνδεση της απελευθέρωσης μέσω του καπιταλισμού και της συγκεκριμένης εξωτερικής εμφάνισης. 
Το Sex and the City, θα μπορούσε να λέγεται καλύτερα The Capitalist Woman and the City. Θα ήταν πιο ακριβές, γιατί δεν αφορά όλες τις γυναίκες. Αφορά τέσσερις προνομιούχες, λευκές, στρέιτ, ευκατάστατες και εμφανισιακά συμβατικές γυναίκες που μπορούν να έχουν ό,τι θέλουν όποτε θέλουν. Δεν έχει σχέση με την εργατική τάξη στη Νέα Υόρκη, είναι σαν ένα παραλήρημα-όνειρο για το American dream. Δεν ταράσσει και δεν ανατρέπει καθόλου τα νερά, για αυτό και δεν είναι μία σειρά που μπορεί να προσφέρει κάτι παραπάνω από λίγες ανάλαφρες στιγμές. Είναι αυτό που είναι, Specific Sex and that Big Egocentric City και δεν έχει περισσότερα να προσφέρει από λίγη ανάλαφρη διασκέδαση για τις άνεργες και αχαΐρευτες.


Σάββατο 24 Ιουνίου 2017

Συνέντευξη για γραμματειακή υποστήριξη ιατρείων ή και όχι

Η αγγελία έλεγε ζητούνται πεπειραμένες γραμματείς αλυσίδας ιδιωτικών κλινικών. Απαραίτητη προϋπόθεση η προϋπηρεσία σε ιατρείο ή ιατρική υπηρεσία ή σχετική υπηρεσία. Η αγγελία έλεγε απαραίτητη η γνώση αγγλικών και άλλης γλώσσας. Απαραίτητη η γνώση ειδικού λογισμικού. Απαραίτητη ή και όχι. Έστειλα το βιογραφικό μου, όπως έκανα ακόμα με πολλές άλλες αγγελίες, στις οποίες μπορεί και να μην κάλυπτα όλα τα ζητούμενα, αλλά σκεφτόμουν ότι δεν έχω κάτι να χάσω. Πιθανώς ούτε να κερδίσω, αλλά τι να κάνουμε. 
Τους ρώτησα για ποια δουλειά είναι, γιατί έχω στείλει σε άπειρες το βιογραφικό μου και μου ανέφεραν την αγγελία. Είδα εφτά με οχτώ καρέκλες γεμάτες γυναίκες ανήσυχες για το μέλλον τους. Είδα πόσο περιποιημένες ήταν, πόσο έτοιμες για να αντιμετωπίσουν την ξανθιά γηραιά υπάλληλο που έπαιρνε τις συνεντεύξεις και μου ήρθε πάλι να φύγω. Γιατί εγώ δεν ήμουν έτοιμη. Δεν ήθελα να μπω εκεί μέσα και να κάνω πως είμαι η πιο τέλεια για αυτή τη δουλειά. 
Έχω φτάσει στο σημείο να είμαι έξω από την πολυκατοικία και να σκέφτομαι ότι δεν έχει νόημα να ανέβω. Σκεφτόμουν ότι κάποιο λάθος θα έχει γίνει πάλι με το βιογραφικό μου. Ότι αποκλείεται να με πάρουν. Ότι δεν έχω ιδέα για το λογισμικό, αλλά μπορώ να το μάθω. Παρότι ψυχολογικά απροετοίμαστη, μπήκα στην πολυκατοικία. Στην Πτολεμαίων. Ανέβηκα τις σκάλες σε μία εγκαταλελειμμένη πολυκατοικία. Εδώ είναι τα γραφεία πρόσληψης σκέφτηκα, όχι η εταιρία. Στον διάδρομο αναμονής μπροστά από τρεις ξανθιές ίδιο στυλ μοντέρνες νεαρές γυναίκες, στάθηκα και είδα τον κόσμο που περίμενε. Ήταν όλες γυναίκες, περιποιημένες, βαμμένες, ντυμένες σενιαρισμένα και με τα βιογραφικά τους στο χέρι. Εμένα η τύπισσα στο τηλέφωνο μου είπε πολύ αυστηρά την ώρα και το μέρος, αλλά δεν μου είπε να φέρω το βιογραφικό μου μαζί. Οπότε εκεί κάπου αγχώθηκα λίγο. Περίμενα τα οχτώ άτομα. Η ξανθιά γυναίκα, πιθανότατα η διευθύντρια προσωπικού ή κάτι τέτοιο, με το καλοκαιρινό επίσημό της στυλ, τις ξεπετούσε όλες στο δεκάλεπτο και χαμογελούσε περίεργα. Οι κοπέλες που τέλειωναν τη συνέντευξη και έβγαιναν, δεν έλεγαν τίποτα σε εμάς που περιμέναμε. Απλώς έφευγαν. Και ο διάδρομος άδειαζε αργά και βασανιστικά. Οι γυναίκες της γραμματείας άκουγαν σκυλάδικα σε ένα ραδιόφωνο που δεν έπιανε καλά και είχε χιόνια. Μιλούσαν για τα νύχια τους και κανόνιζαν τις βάρδιές τους. Είχαν όλες τέλεια βαμμένα μαλλιά λες και είχαν πάει κομμωτήριο, τέλεια νύχια και απαντούσαν σαν σωστές υποκρίτριες στα τηλέφωνα και σε έναν άγριο τύπο που τις έδινε διαταγές. Σκέφτηκα μάλλον ότι δεν θα τα βγάλω πέρα σαν γραμματέας σε αυτό το μέρος. Κοίταξα τον ανταγωνισμό και αποθαρρύνθηκα ούτως ή άλλως, γιατί όλες ήταν προτιμότερες για τη συγκεκριμένη δουλειά από μένα και κάπως έτσι ηρέμησα. Ανάμεσα στις νεαρές γυναίκες που περίμεναν για τη δουλειά ήταν και κάποιες σε μεγαλύτερη ηλικία. Και σκέφτηκα ότι και αυτό είναι προσόν γιατί θα έχουν εμπειρία κτλ και σκέφτηκα να φύγω. Αλλά κάθισα, μόνο και μόνο για να καταγράψω τη συνέντευξη στο παρόν ιστολόγιο.
Και άξιζε. Γιατί μπήκα μέσα τελικά, μετά από καμιά ώρα. Μας είχαν καλέσει μεσημέρι με τη ντάλα και τη ζέστη. Η διευθύντρια προσωπικού ή κάτι τέτοιο με ρώτησε αν έχω βιογραφικό και της είπα όχι και μου είπε ότι θα μαλώσει την κοπέλα που μας ενημέρωσε. Και της είπα ότι μάλλον θα μου το είπε στο τηλέφωνο και το παρέλειψα κατά λάθος και ότι δεν φταίει η κοπέλα, όλα σωστά τα είπε (παρότι αυτή στο τηλέφωνο ήταν εντελώς αντιπαθητική). Της είπα μόνη μου την προϋπηρεσία που έχω σε γραμματείες και τα πτυχία και προσπάθησα χωρίς λόγο να την πείσω ότι θα μπορούσα να είμαι καλή γραμματέας (ΠΟΥ ΝΑ ΗΞΕΡΑ ΟΤΙ ΜΕ ΤΡΟΛΛΑΡΑΝ). Και αυτή φαινόταν να μην ενδιαφέρεται καθόλου. Όταν αυτή άρχισε να μου περιγράφει τη δουλειά, εγώ άρχισα απλώς να εκνευρίζομαι.
-Κοιτάξτε, η δουλειά είναι για Κάρτες Υγείας. Είμαστε μία από τις μεγαλύτερες εταιρίες Βορείου Ελλάδος που ασχολούνται με αυτό. Στον έκτο όροφο του κτιρίου μας στην τάδε οδό έχουμε ένα αισθητικό κέντρο που κάνει περιποιήσεις προσώπου, πλαστικές κι ένα σωρό άλλα πράγματα. Ριζική αισθητική ανανέωση (Α ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ. Η ΠΡΟΫΠΗΡΕΣΙΑ ΣΕ ΙΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ Ή ΙΑΤΡΕΙΟ ΠΟΥ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ ΑΚΡΙΒΩΣ;) Θα παίρνετε τηλέφωνο και θα προωθείτε τις κάρτες μας και τις προσφορές μας στους πελάτες μας. Θα τους ενημερώνετε σχετικά με τις νέες μας υπηρεσίες και θα προσπαθείτε να τους πείσετε για την ανανέωση της κάρτας του. Ο μισθός θα είναι ο βασικός και θα υπάρχουν μπόνους για κάθε πακέτο που κλείνετε.  Καταλαβαίνετε;
-Μάλιστα. Μου λέτε ότι η δουλειά δεν είναι γραμματειακή υποστήριξη ακριβώς, αλλά τηλεφωνική πώληση υπηρεσιών. Δηλαδή, θα είμαι τηλεφωνήτρια. 
-Ναι, θα είστε τηλεφωνήτρια. Αλλά εμείς δεν κάνουμε τηλεφωνικές πωλήσεις.
-Κάνετε τηλεφωνικές προωθήσεις όμως.
-Ναι, μπορείτε να το πείτε κι έτσι. Θα παίρνετε τηλέφωνα μόνο στους ήδη πελάτες μας. Θα ήθελα να σας ρωτήσω αν πιστεύετε ότι το κατέχετε αυτό. 
-Θα μπορούσα να έχω λίγο χρόνο να το σκεφτώ; 
-Όχι, κοιτάξτε, δεν επιλεχθήκατε ακόμα, στην περίπτωση που επιλεχθείτε, θα έχετε λίγο χρόνο φυσικά, θα σας ενημερώσουμε τη Δευτέρα. Σήμερα είναι η πρώτη συνέντευξη. 
-Καταλαβαίνω. Ωραία. Τότε δεν μένει να δούμε αν θα επιλεχθώ; (αυτό το χθω με σκότωνε και της το τόνισα, αλλά δεν το έπαιρνε χαμπάρι) Και να δείτε το βιογραφικό μου ώστε να με διαλέξετε ή και όχι;
 (ΤΟ ΠΑΡΑΝΟΪΚΟ ΓΕΛΙΟ ΜΟΥ ΤΟΥ ΜΙΣΟ-ΕΚΝΕΥΡΙΣΜΟΥ, ΜΙΣΟ-ΤΟ-ΠΕΡΙΜΕΝΑ ΚΟΝΤΕΥΕ ΝΑ ΦΤΑΣΕΙ ΤΟ ΤΑΒΑΝΙ)
-Ναι, φυσικά. Χάρηκα που σας γνώρισα. 
Είπε και μου έδωσε το χέρι της. Με ξεπέταξε και ζήτησε να αφήσω την πόρτα ανοιχτή για να περάσει η επόμενη καημένη υποψήφια. Βγήκα από το σάπιο κτίριο απογοητευμένη. Εκνευρισμένη που στην περιγραφή της δουλειάς έλεγε ό,τι να ‘ναι. Σκόπιμα δεν στέλνω σε δουλειές που ζητάνε τηλεφωνήτριες, γιατί πιστεύω ότι θα βγάλω φλύκταινες και θα αρχίσω να τρέχω για να ξεφύγω από την πρώτη εβδομάδα. Συνάντησα μία κοπέλα στο λεωφορείο του γυρισμού που έδωσε κι αυτή συνέντευξη μαζί μου. Ξέβαφε τους τόνους μεϊκάπ της μαζί με τον ιδρώτα της στο χαρτομάντιλο. Μου είπε ότι βάφτηκε και ντύθηκε καλά, γιατί νόμιζε ότι θέλουν να μας δούνε εμφανισιακά. Την κοίταξα λυπημένα και απογοητευμένα. Μοιραστήκαμε τις εργασιακές μας ανεμπειρίες και ένιωσα λίγο καλύτερα. Ένιωσα άνθρωπος.
Σκέφτηκα ότι κάπως πρέπει να προειδοποιείται ο κόσμος για αυτές τις εταιρίες που βάζουν ψευδείς αγγελίες. Ή αυτές που πλασάρουν μάρκετινγκ και δεν σε πληρώνουν ποτέ και σου ζητάνε να κάνεις τα χίλια μύρια παράλογα για να βγάλεις τον μισθό σου από τη μύγα. Δεν υπάρχει και καμία αλληλεγγύη, δηλαδή, αυτές οι γυναίκες στον διάδρομο δεν ταυτίστηκαν η μία με την άλλη, αντιθέτως ανταγωνίζονταν ξεκάθαρα για τη θέση. Και ένιωσα πολύ εκτός. Έφυγα από το κτίριο, βγήκα στον μεσημεριανό φούρνο, πήρα βαθιές ανάσες και απλώς σκέφτηκα ότι δεν θα την ήθελα τη δουλειά ούτως ή άλλως. Δεν θα είχα καν τα φανταστικά προσόντα που ζητούσαν για τη φανταστική γραμματέα που και καλά χρειάζονταν, αλλά τελικά μετατράπηκε σε δουλειά για τηλεφωνήτριες. Δεν θα ξεχάσω τα γραφεία τους. Σκοτεινά, χωρίς παράθυρα, να πρωταγωνιστεί μία γκρίζα μικροαστική αισθητική των ατόμων και μία αίσθηση μολυσμένου κλιματισμού. Ακόμα δεν βρήκα δουλειά. 

Τετάρτη 7 Ιουνίου 2017

Ραντεβού με τη σύμβουλο επαγγελματικής κατάρτισης του Αριστοτελείου Πανευρυτετοίου


Όταν λες ότι θα πας σε σύμβουλο κατάρτισης και εργασίας, όλες σε κοιτάνε περίεργα. Γιατί τόσες δουλειές έχει εκεί έξω, πόσο παράξενη είσαι πια για να μην μπόρεσες να συμβιβαστείς με καμία; Μα αν μπορούσα να βρω κάποια δουλειά, δεν θα χρειαζόμουν τη σύμβουλο. Αυτό είναι το θέμα. Έψαξα στο διαδίκτυο για ψυχολογική στήριξη. Συμβουλές για άνεργες. ΣΕΠ για ενήλικες. Προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης που δεν είναι VOUCHER. Έστειλα κάποια βιογραφικά σε ό,τι να ‘ναι δουλειές και περιμένω μέχρι και σήμερα τηλέφωνο. Έδωσα εξετάσεις πτυχίου αγγλικών για ακαδημαϊκούς σκοπούς με διακόσια ευρώ, κάνοντας οικονομία τρεις μήνες για να πληρώνω τα μαθήματα. Μετέφρασα με εκατόν είκοσι ευρώ τα πτυχία μου. Έχω μείνει σε έναν καναπέ, κυριολεκτικά. Και αφού έμεινα, καθώς πήγαινα να γράψω το Motivation Letter του τάδε/δείνα διδακτορικού με έπιασε ταράκουλο. Δεν είχα καμία σχετική σκέψη, κανένα πραγματικό κίνητρο. Τι; Θα βοηθήσω τον κόσμο (ΧΑ! ΓΕΛΑΣΑΜΕ! ΠΟΤΕ ΕΙΔΑΜΕ ΗΡΩΕΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥΣ; ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΚΑΠΟΙΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΝΕΣ, ΟΛΕΣ ΞΕΡΟΥΜΕ ΠΟΙΕΣ, ΠΟΥ ΜΙΑ ΧΑΡΑ ΤΑ ΠΑΝΕ ΜΕ ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΚΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΣΥΣΤΗΜΑ! ΤΟ ΚΡΙΤΙΚΑΡΟΥΝ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΕΦΟΥΝ ΚΑΙ ΤΙΣ ΤΡΕΦΕΙ); Και άντε πες ότι κάτι μπορώ να κάνω, έστω και θεωρητικά. Όμως με τι λεφτά; Πάλι θα παρακαλάω νεκρούς εφοπλιστές και μεγαλοεπιχειρηματίες για μία υποτροφία που για αυτούς ήταν η τιμή του μανικετόκουμπού τους. Σκεφτόμουν με τι σκοπό προγραμματίζω να φύγω άφραγκη στον διάολο. Και με τι σκοπό αποφασίζω πως μία άλλη χώρα, όπου όλα λειτουργούν υποκριτικά καλύτερα θα με βοηθήσει να κτίσω ένα καλύτερο μέλλον; Τι θα πει καλύτερο; Για ποιον καλύτερο; Μόνο για μένα; Τι θα πει ανθρώπινο; Να ξέρω ότι οι μισοί άνθρωποι υποφέρουν και οι άλλοι μισοί ζούνε υποταγμένοι στην γιγάντια φούσκα που ονομάζεται δυτικός πολιτισμός;  Όλοι μου λέγανε να φύγεις, αλλά γιατί να φύγω; Για να ζήσω μία συμβατική ζωή σε μία Ευρωπαϊκή χώρα, να χαρώ τις προσφορές και τα προνόμια που θα έχω φτύσει άπειρα εγκεφαλικά κύτταρα και ώρες για να μου δοθούν κι έπειτα να πω ευχαριστώ και να πεθάνω, αφήνοντας σκατά στα επόμενα όντα;
Πολλές ακόμα σκέψεις κατέκλυσαν το φτωχό μυαλό μου. Δεν ξέρω τι νόημα έχει να τα σκέφτομαι όλα αυτά και, ταυτόχρονα, να μην κάνω απολύτως τίποτα. Είμαι πολύ ιδεαλίστρια; Η σύμβουλος του Αριστοτέλειου Πανευρυτέτοιου μου είπε όχι. Μου είπε ότι με βρίσκει πολύ πραγματίστρια, αντιθέτως (ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΣΙΓΟΥΡΗ ΠΩΣ ΤΗΝ ΠΙΣΤΕΥΩ). Έκλεισα ραντεβού ένα μήνα πριν. Από το τηλέφωνο ακόμα μου είπε ότι μπορεί να μην τα καταφέρει, γιατί είναι πολύ μπίζι. Αλλά παρ’ όλα αυτά μου έκλεισε το ραντεβού και τελικά, εμφανίστηκε κανονικά. 
Πήγα στην ώρα μου, ωστόσο περίμενα μισή ώρα, γιατί είχε άλλο άτομο μέσα. Με ρώτησε αν έχω πρόβλημα να παρακολουθεί τη συνεδρία μας μία ψυχολόγος που έκανε πρακτική. Δεν είχα πρόβλημα, γιατί να έχω. Λες και είναι προσωπική η διαδικασία συναντήσεών μας. Λες και τηρείται καμία δεοντολογική αρχή.
Αρχικά, η σύμβουλος με ρώτησε γιατί πήγα. Το βλέμμα της ήταν νευρικό και χανόταν. Μου μιλούσε δυνατά και με φώναζε, όταν δεν καταλάβαινε κάτι. Μου ανέφερε πολύ τακτικά στιγμιότυπα από τη δική της προσωπική εμπειρία. Με διέκοπτε όταν πήγαινα να μιλήσω και παθιαζόταν να μιλάει αυτή με περισσή έμπνευση. Τη μέρα που είχαμε ραντεβού ήταν η πανελλαδική απεργία και ένιωθε περήφανη που αυτή ήταν εκεί για να βοηθήσει εμένα, παραβλέποντας τους άλλους τους αργόσχολους που αφήνουν τις δουλειές τους στο όνομα ενός αόριστου συλλογικού καλού (ΕΛΕΟΣ). Μετά από αυτά που της είπα (όχι και πολλά, γιατί μιλούσε συνέχεια για την εαυτή της με περήφανες προτάσεις τύπου: «Κι εγώ έτσι ήμουν», «Κι εγώ προσπάθησα για να φτάσω εδώ», «Κι εγώ στο σύστημα δουλεύω, αλλά σε βοηθάω») αποφάνθηκε για κάποια πράγματα. Σύμφωνα με το ισχυρό ψυχολογικό της κριτήριο, αυτά που συγκράτησα είναι τα εξής:

1. Δεν έχω τα προσόντα να δουλέψω σε ΜΚΟ (παρότι της είχα πει ήδη ότι το έχω προσπαθήσει και ούτως ή άλλως δεν με παίρνουν κι αν με έπαιρναν θα πήγαινα - αυτή επέμενε να μου το προτείνει, γιατί δίνουν καλά λεφτά –ΝΑ ΦΑΕΙ ΣΚΑΤΑ, αλλά λέει την μάταιη αλήθεια), γιατί μου είπε ότι από ό,τι φαίνεται η ιδεολογία μου θα συγκρουόταν με τις φιλανθρωπικές οργανώσεις. Παρότι ως άτομο, αυτό που θέλω είναι να βοηθήσω ανθρώπους (ΒΓΑΛΤΕ ΝΟΗΜΑ, ΕΓΩ ΣΙΩΠΩ). Θεωρούσε πως αυτή κατάφερε να πραγματοποιήσει το όνειρό της που είναι να βοηθάει κόσμο και δεν καταλάβαινε γιατί εγώ δεν μπορώ να συμβιβαστώ με την ιδέα μίας συστηματοποιημένης δομής, τύπου ΜΚΟ, αφού όπως είπε κι αυτή η ίδια ως ψυχολόγος, μέσω του δημοσίου βοηθάει εμένα (ΚΑΛΑ, ΑΥΤΟ ΑΣ ΤΟ ΣΥΖΗΤΗΣΟΥΜΕ). Μου είπε ότι όλες στο σύστημα είμαστε και της είπα ότι συμφωνώ και αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα, αλλά αυτή δεν φαινόταν να το βλέπει έτσι. Της είπα ότι δεν μπορώ να δεχθώ να παίρνω χίλια πεντακόσια ευρώ για να υποδέχομαι πρόσφυγες και να τους λέω ότι δεν έχουν κάπου να μείνουν. Αυτή επέμενε πως υπάρχουν και καλά άτομα μέσα στο σύστημα που όντως βοηθάνε και δεν είναι εντελώς σάπια (ΟΠΩΣ ΑΥΤΗ, ΑΛΛΩΣΤΕ, ΤΟ ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ)
2. Έπειτα, μου είπε πως κακώς έψαχνα ευκαιριακές δουλειές τόσο καιρό κι έχανα τον χρόνο μου (συμφωνώ, αλλά για διαφορετικούς λόγους)∙ αυτό που πρέπει να κάνω, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, είναι να βρω μία δουλειά που να μην κοιτάω το ρολόι (ΔΟΥΛΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ; ΣΕ ΠΟΙΟΝ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟ ΚΟΣΜΟ) και να αξιοποιώ όλες τις δημιουργικές μου δυνατότητες (ΣΙΙΙΓΟΥΡΑΑΑ). Δηλαδή, με λίγα λόγια, αλλού πατώ κι αλλού βρίσκομαι (ΠΕΣ ΜΟΥ ΠΟΥ ΠΟΥΛΑΝΕ ΚΑΡΔΙΕΣ ΝΑ ΜΟΥ ΠΑΡΕΙΣ ΜΙΑ). 
3. Η σωτήρας-ψυχολόγος ξέρει, μετά από συνάντηση μίας ώρας, ότι το όνειρό μου δεν είναι να κάνω διδακτορικό, αλλά είναι μία επιθυμία της μαμάς μου που μου έχει επιβληθεί (ΙΣΩΣ ΤΟ ΜΟΝΟ ΣΩΣΤΟ ΠΟΥ ΕΙΠΕ)∙ το όνειρό μου είναι να μείνω στην ψάθα για πάντα, καθώς δεν έχω καμία πρακτική βλέψη για το μέλλον που να έχει απήχηση στην πραγματικότητα (ΠΑΙΖΕΙ ΤΟΝ ΦΡΟΫΝΤ ΚΑΙ ΤΟΝ ΛΑΚΑΝ ΣΤΑ ΚΑΛΟΦΤΙΑΓΜΕΝΑ ΝΥΧΙΑ ΤΗΣ ΚΙ ΕΜΕΝΑ ΣΤΟ ΝΥΧΑΚΙ ΠΟΥ ΕΣΠΑΣΕ, ΟΤΑΝ ΕΒΑΛΕ ΣΚΟΥΠΑ). 
4. Παρότι η νο1 επιθυμία μου είναι η απελευθέρωσή μου, μου είπε ότι ξεκάθαρα δεν στοχεύω στο χρήμα, οπότε αυτή καθίσταται αδύνατη σύμφωνα με τα σχέδιά μου (ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΠΗΓΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΟ! ΕΚΕΙ ΞΕΚΙΝΑΕΙ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΗΓΕΙ Ο ΦΑΥΛΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΜΙΝΙ ΣΟΥΜΑ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΩΡΩΝ, ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΣΠΑΤΑΛΑΜΕ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΟΝΟ)
5. Δεν είναι δυνατόν να φύγω από το οικογενειακό μου σπίτι στο άμεσο μέλλον (ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ, ΜΙΑ ΤΡΥΠΑ ΣΤΟ ΝΕΡΟ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΠΟΥ ΜΟΥ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΕΣ ΤΙΣ ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΜΟΥ, ΤΙ ΑΛΛΟ ΝΑ ΗΘΕΛΑ ΑΠΟ ΣΕΝΑ;)

Με έβαλε να ξαναπάω άλλη μία φορά (ΓΙΑΤΙ Η ΠΡΩΤΗ ΗΤΑΝ ΕΞΤΡΑ ΕΠΙΤΥΧΗΜΕΝΗ). Πήγα την επόμενη εβδομάδα και δεν με θυμόταν καν (ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ ΒΟΗΘΑΕΙ ΤΟΣΟ ΚΟΣΜΟ Η ΔΥΣΜΟΙΡΗ, ΠΩΣ ΝΑ ΤΑ ΒΓΑΛΕΙ ΠΕΡΑ ΜΕ ΤΟΣΑ ΦΟΙΤΗΤΑ). Άρχισε να μου λέει για το πόσο δύσκολη είναι η κοινωνική και οικονομική κατάσταση (ΕΤΣΙ, ΓΕΝΙΚΑ, ΑΠΟΛΙΤΙΚ ΚΑΙ ΑΟΡΙΣΤΑ). Να καταριέται την κοινωνία, γιατί αποφάσισε η ίδια να κάνει δύο παιδιά και τώρα δεν μπορεί να πραγματοποιήσει τις επιθυμίες της και άρα δεν είναι ελεύθερη, άρα καμία δεν γίνεται να είναι ελεύθερη και πρέπει να το δεχθούμε αυτό. Και να μου λέει με πάθος, ότι μπορεί να θέλουμε πράγματα, αλλά δεν γίνεται να τα πραγματοποιήσουμε. Αυτή για παράδειγμα, είπε πως χθες ήταν πτώμα και το μόνο που ήθελε ήταν να αράξει και να δει το τάδε σήριαλ. Αλλά έβαλε σκούπα στις δύο η ώρα το βράδυ, με κίνδυνο να της κάνουν παρατήρηση. Γιατί, σήμερα, μετά τη δουλειά (ΔΗΛΑΔΗ, ΕΜΕΝΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΛΛΑ ΥΠΟΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΦΟΙΤΗΤΑ), ήταν η σειρά της να πάρει τα παιδιά της και τις φίλες τους στο σπίτι της, για να παίξουν. Και αφού θα έρθουν οι φίλες των παιδιών το σπίτι τι έπρεπε να είναι αυτό; (ΠΕΡΙΜΕΝΕ ΝΑ ΑΠΑΝΤΗΣΩ ΚΑΘΑΡΟ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΚΙ ΕΓΩ ΓΕΛΟΥΣΑ ΝΕΥΡΙΚΑ). Καθαρό! Κι έτσι μου διηγήθηκε ολόκληρη ιστορία και τη λυπήθηκα όντως λίγο, παρότι είναι βλαμμένη, γιατί στο μάτι της έβλεπα την λάμψη της νευρικής κρίσης. Δεν πειράζει, σκέφτηκα. Δεν θα βοηθηθώ, ούτε και τη δεύτερη φορά. 
Με είχε βάλει να ποσοτικοποιήσω τις επιλογές μου με μία λίστα θετικιστικού χαρακτήρα. Φυσικά, απέτυχα. Δεν έκανα σωστά τις επιλογές, δεν τις ποσοτικοποίησα καλά. Δεν μου αρέσει να σκέφτομαι ότι όλα τα κάνουμε με αριθμούς και της το είπα (ΕΠΕΜΕΝΕ ΟΤΙ ΚΑΙ ΑΥΤΗ ΜΕ ΤΟ ΤΕΣΤ ΕΦΤΑΣΕ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΠΟΥ ΤΗΝ ΕΒΛΕΠΑ ΤΩΡΑ). Απορούσα, αν το ίδιο αυτό τεστ την οδήγησε να κάνει δύο παιδιά και να τα χειρίζεται όσο ψυχαναγκαστικά χειριζόταν και μένα. Της είπα ότι το τεστ δεν με βοήθησε, για μία ακόμα φορά με αγνόησε, το συζητήσαμε, τα φέραμε από εδώ κι από εκεί και ιδιοφυώς κατέληξε ότι όντως δεν πέτυχε.

Κάποια τελικά συμπεράσματά της (ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΡΕΙΣ ΟΛΟΚΛΗΡΕΣ ΩΡΕΣ) για την περίπτωσή μου ήταν: 
1. Να στείλω σε κάποιες εναλλακτικές εκπαιδευτικές δομές, μήπως με πάρουν για παιδαγωγό, αφού θεωρητικά έχω σπουδάσει και αυτό (ΤΟ ΕΧΩ ΚΑΝΕΙ, ΜΕ ΑΠΕΡΡΙΨΑΝ, ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ)
2. Να δεχτώ ότι, με τη σύγχρονη οικονομική μου κατάσταση, είναι αδύνατον να μην κοιμάμαι σε καναπέ και να αποδεσμευτώ από την οικογενειακή τοξικότητα (ΔΕΝ ΠΗΓΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΟΥ ΠΕΙ ΤΑ ΑΥΤΟΝΟΗΤΑ, ΑΛΛΑ ΤΕΛΟΣ ΠΑΝΤΩΝ)
3. Να ξέρω ότι είναι πάρα πολλά παιδιά στην ίδια θέση με μένα και ότι δεν είμαι μόνη μου και ότι πρέπει να προσπαθήσω πολύ σκληρά και να δεχθώ ότι θα ανταγωνίζομαι και θα σπρώχνω τους άλλους για να τα καταφέρω σε οτιδήποτε κι αν κάνω (ΤΗΣ ΕΙΠΑ ΟΤΙ ΔΕΝ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ ΝΑ ΑΝΤΑΓΩΝΙΖΟΜΑΙ, ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΣΚΕΦΤΩ ΟΤΙ ΜΟΝΟΔΡΟΜΗ ΕΠΙΛΟΓΗ ΓΙΑ ΤΗ ΣΧΟΛΗ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΠΑΛΕΥΩ ΜΕ ΤΟ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΟ ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ ΘΕΣΟΥΛΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΔΕΧΘΩ ΟΤΙ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΓΙΝΩ ΜΙΖΕΡΗ ΚΑΙ ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΗ ΣΑΝ ΤΟΥΣ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΕΣ ΣΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΙ ΑΝ ΠΟΤΕ ΚΑΤΑΦΕΡΩ ΚΙΟΛΑΣ, ΓΙΑΤΙ Η ΜΙΖΕΡΙΑ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΗΝ ΕΛΙΤ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΥΠΟΤΑΓΗΣ ΣΤΗ ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ)
4. Μου είπε ότι μπορώ να συνεχίσω να γράφω, αφού αυτό θέλω, αλλά θα μείνω στην ψάθα (ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΜΟΥ ΤΟ ΕΙΠΕ ΞΕΚΑΘΑΡΑ, ΜΟΥ ΕΙΠΕ ΔΕΝ ΘΑ ΕΧΕΙΣ ΚΑΜΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΠΟΛΑΒΗ ΑΠΟ ΑΥΤΟ, ΕΚΤΟΣ ΑΝ ΕΧΕΙΣ ΤΑΛΕΝΤΟ ΣΑΝ ΤΗ ΛΕΝΑ ΜΑΝΤΑ).
5. Τέλος, δήλωσε ότι δεν μπορεί να με βοηθήσει περισσότερο.

Έφυγα απογοητευμένη. Όχι από αυτήν. Αλλά από μένα που πίστεψα ότι αυτή μπορεί να με βοηθήσει. Λες και δεν ήξερα τι θα μου πει. Λες και ήθελα να πάρω συσκευασμένες έτοιμες απαντήσεις. Είναι σαν τζανκ φουντ η συμβουλευτική αυτού του τύπου. Δεν με βοήθησε καθόλου. Με έκανε να νιώθω πρησμένη και επιβεβαιωμένη. Είχα πάει στο παρελθόν ξανά σε ψυχολόγο. Δεν είχα λεφτά και πήγα σε κέντρο ψυχικής υγείας στους Αμπελόκηπους. Ήταν σε περιόδους τεταμένου άγχους, όταν έκανα πολλά πράγματα μαζί (ΤΩΡΑ ΕΧΩ ΤΕΤΑΜΕΝΟ ΑΓΧΟΣ, ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΚΑΝΩ ΤΙΠΟΤΑ, ΓΙΑ ΦΑΝΤΑΣΟΥ). Τις δύο φορές που πήγα, ήταν η ίδια κυριούλα (ΑΛΛΗ ΨΥΧΟΛΟΓΟ ΔΕΝ ΕΧΕΙ;)  γλυκιά μαμαδίστικη και αξιαγάπητη και μου είπε με αγαπησιάρικο, λίγο υποκριτικό γλοιώδες βλέμμα ότι είμαι μία χαρά κορίτσι και τα καταφέρνω περίφημα, άρα γιατί να αγχώνομαι και να έχω πρόβλημα; Έλα μου ντε, εσύ πες μου (ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ ΝΑ ΣΟΥ ΤΥΧΕΙ). Αφήστε, θα πάρω χάπια για να κοιμηθώ (πήρα μόνο βαλεριάνες, αλλά ζαλίστηκα και λιποθύμησα και τις έκοψα). Αν είχα λεφτά θα πήγαινα σε εκείνον τον ψυχίατρο που είχα πάει για μία κρίση σιωπής που είχα πάθει στα δεκαεφτά και στα είκοσι. Δεν έλεγε τίποτα άχρηστο ή περιττό. Το γραφείο του είχε δερμάτινα καθίσματα και τον μίσησα. Η φάτσα του ήταν κόκκινη και έλαμπε από χλιδή και υγεία. Αλλά δεν ξέρω τι (ΜΑΛΛΟΝ ΔΕΝ) έκανε και στο πρώτο μισάωρο δεν έβαζα γλώσσα μέσα. Ωστόσο, στη ζωή μου δεν άλλαξε τίποτα, έπρεπε να βρω λεφτά για να συνεχίσω την ψυχοθεραπεία αν ήθελα. Είναι στην Καρόλου Ντηλ, αν ενδιαφέρεται καμία. Παίρνει πενήντα ευρώ, αλλά εμένα με είχε δει μιάμιση ώρα δωρεάν με ΕΟΠΥΥ τον χρυσό καιρό που ήμουν ακόμα ασφαλισμένη στους γονείς μου. Τώρα, αν πάθω κάτι, δεν θα με ψάξει κανείς (ΜΕΛΟ, ΤΟ ΞΕΡΩ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΑΠΕΧΕΙ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ) στα αγνοημένα των επειγόντων περιστατικών των δημοσίων νοσοκομείων. 
Η σύμβουλος του ΑΠΘ δεν με βοήθησε να βρω ούτε το ελάχιστο στοιχείο που δεν ήξερα για το πώς (ΔΕΝ) μπορώ να βρω δουλειά. Της ευχήθηκα καλή τύχη με τα παιδιά και τις φίλες τους που θα έκαναν επίσκεψη για παιχνίδι σε καθαρό σπίτι, το μεσημέρι. Καταρτίστηκα πολύ! Αυτό να λέγεται, είμαι τόσο καταρτισμένη που γράφω για το πόσο καταρτισμένη είμαι σε μπλογκ ακαταρτισίας στο ίντερνετ. Ωραία περνάμε!