Κυριακή 5 Αυγούστου 2018

Συνέντευξη, πρόσληψη και παραίτηση για πωλήτρια παιδικών ενδυμάτων

Η καλύτερη συνέντευξη που έχω πάει μακράν κι ας ήμουν αρνητικά προϊδεασμένη. Ήταν αυτή. Πήγα ντυμένη απλά και καθημερινά, σαν κανονική μέτρια νέα κοπέλα (ευχάριστη και χαρούμενη, όπως κοινωνικά αναμένεται). Ένα τζιν και μία απλή μπλούζα. Μπήκα στο μαγαζί στην Αγίας Σοφίας και είδα το περιβάλλον. Οι πωλήτριες ήταν πολύ βαμμένες και υπερβολικά ψεύτικες από χιλιόμετρα, αλλά δεν πτοήθηκα. Πολλά παιδικά ρούχα, προφανώς διπλωμένα τέλεια σε ράφια και κρεμασμένα ίσια σε κρεμάστρες. Η αφεντικίνα με οδήγησε στο μπλε μαγαζί δίπλα για να καθίσουμε να κάνουμε εκεί την συνέντευξη. Μαζί μας ήρθε και ο άνδρας της. Μου φαινόταν ότι με κοιτούσε κάπως γλοιωδώς και έμοιαζε άπληστος και λίγο περίεργος (ΤΩΡΑ ΣΧΕΤΙΚΟΣ ΑΥΤΟΣ Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ, ΓΙΑΤΙ ΚΙ ΕΓΩ ΠΩΣ ΤΟΥΣ ΦΑΙΝΟΜΟΥΝ, ΔΕΝ ΞΕΡΩ, ΑΛΛΑ ΕΠΙΣΗΣ ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ ΤΟΤΕ ΤΙ ΡΟΛΟ ΒΑΡΟΥΣΕ. ΑΠΛΩΣ ΚΑΘΟΤΑΝ, ΜΕ ΠΙΕΣΕ ΝΑ ΜΕ ΚΕΡΑΣΕΙ ΧΥΜΟ ΓΙΑΤΙ ΝΟΜΙΖΕ ΠΩΣ ΗΜΟΥΝ Ο ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ Ο ΙΗΣΟΥΣ. ΕΠΙΣΗΣ, ΜΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕ ΤΟ ΑΡΩΜΑΤΙΚΟ ΝΕΡΟ ΠΟΥ ΑΓΟΡΑΣΕ ΚΑΝΕΝΑ ΤΡΙΑΡΙ ΕΥΡΩ, ΣΙΓΟΥΡΑ, ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΝΑΚΡΙΒΟ ΦΟΥΡΝΟ-ΑΡΤΟΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟ-ΚΑΦΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ, ΔΙΠΛΑ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΒΡΙΣΚΟΤΑΝ ΤΟ ΥΠΟΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΜΑΓΑΖΙ ΓΙΑ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΗΜΟΥΝ ΥΠΟΨΗΦΙΑ ΠΩΛΗΤΡΙΑ). Τέλος πάντων, παρά ταύτα, χάρηκα που έπινα πανάκριβο χυμό και ένιωθα ωραία που κάνανε μία ευγενική κίνηση να με κεράσουν κάτι που δεν θα δοκίμαζα ποτέ υπό φυσιολογικές συνθήκες. Με ρωτήσανε τα πάντα για μένα, μέχρι και για την οικογένειά μου, με τι ασχολούνταν οι γονείς μου και με τι τα αδέρφια μου –και τα τρία. Ήταν φοβερά ανακριτική συνέντευξη, αυτό που καταλάβαινα ότι έπρεπε να απαντάω χαμογελώντας, παρότι η αφεντικίνα γυρνούσε ξινά το κεφάλι της στο πλάι και γελούσε σκύβοντας όταν έβρισκε κάτι που λέγαμε αστείο. Ήμουν αγχωμένη, γιατί ένιωθα πως μπορώ να την κάνω αυτή τη δουλειά και ίσως με πάρουνε και ίσως ταιριάξω. 
Με ρωτήσανε, μόλις μάθανε γιατί θέλω να δουλέψω σε αυτό το μαγαζί, αν έχω κάποια ερώτηση και φυσικά ρώτησα τον μισθό. Μου είπαν ότι πέρα από τις πωλήσεις, την τακτοποίηση ρούχων, την ενημέρωση των πελατών, την εκπαίδευση και την εξοικείωση με το αντικείμενο, θα πρέπει να καθαρίζουμε και τον χώρο, διαφορετικά όταν είμαστε πρωί, διαφορετικά όταν είμαστε βράδυ. Επιπλέον, μου είπαν ότι η εργασία είναι εξάωρη, θεωρείται ημιαπασχόληση και η βάρδια εναλλάσσεται μία εβδομάδα πρωί, μία εβδομάδα βράδυ. Ρώτησα πόσο ακριβώς ήταν ο μισθός και μου είπαν τετρακόσια είκοσι ευρώ. Από ό,τι έμαθα αργότερα από τις πωλήτριες, εάν βγάζαμε παραπάνω χρήματα από το αναμενόμενο ποσό του μηνιαίου τζίρου, θα παίρναμε όλες από ένα πενηντάευρω κουπόνια για σούπερ μάρκετ ή άλλα μαγαζιά δώρο. Το λέγανε και χαίρονταν και μου φαινόταν απίστευτο που χαίρονταν, γιατί τα λεφτά ήταν υπερβολικά λίγα. 
Έφυγα από εκεί, μου είπαν ότι ελπίζουν να συνεργαστούμε και θεώρησα ότι ήταν πολύ θετική η έκβαση. Με πήραν τηλέφωνο, όταν ήμουν στη συνέντευξη της διαφημιστικής για τη θέση της τηλεφωνήτριας και μου είπαν ότι με προσέλαβαν. Πήγα εκεί και ξεκίνησα με την απογευματινή βάρδια. Κατ’ αρχήν έμαθα τη δουλειά πάρα πολύ καλά, δίπλωνα και τακτοποιούσα συνέχεια ρούχα και τα στοίβαζα στα ράφια ή στην αποθήκη, εξυπηρετούσα τέλεια τις πελάτισσές μας, είχα μπει στο κλίμα της επιχείρησης και ένιωθα ότι θα τα βγάλω πέρα. Οι παράγοντες που με ώθησαν να εξαχθώ από αυτό ήταν κυρίως άλλοι. Από την πρώτη μέρα έμεινα τριανταπέντε με σαράντα λεπτά, αφού έκλεισε το μαγαζί για να κλείσει η άλλη πωλήτρια το ταμείο. Αυτό έγινε για τις επόμενες μέρες. Τα διαλείμματά μας ήταν ανεπίσημα και διαρκούσαν ένα φευγαλέο πεντάλεπτο. Για να κατουρήσεις και να πιεις νερό έπρεπε να ενημερώσεις. Οι άλλες πωλήτριες ανέθεταν δουλειές που δεν ήθελαν σε μένα κι εγώ τις έκανα, γιατί αν δεν έκανα κάτι όλη την ώρα θα με έπιανε πανικός. Ήταν έξυπνες, άραζαν και πιάνανε το κουβεντολόι και το κουτσομπολιό και αυτά ήταν τα υλικά της δικής τους αλληλεγγύης, τα οποία εγώ δεν είχα και δεν σκόπευα να καλλιεργήσω. Η πωλήτρια που προσλήφθηκε μαζί με εμένα έφυγε τη δεύτερη μέρα, γιατί δεν μπορούσε να βγάλει τον φόρτο της δουλειάς και την έπιασε κρίση άγχους. Είχε αφήσει πίσω της στη μέση της βάρδιας δύο βουνά από ρούχα στους πάγκους που είχαμε για να διπλώνουμε, τα οποία δήλωναν την παραίτησή της πολύ πριν τη δηλώσει η ίδια. 
Δεν υπήρχε τίποτα για να χαζέψεις εκεί, στον χώρο. Ήταν τόσο μονότονος και γκρίζος και άψυχος. Κάθε μέρα έπαιζε την ίδια μουσική, ακριβώς τα ίδια κομμάτια ποπ το ένα μετά το άλλο, μετά τη δεύτερη μέρα τα είχα μάθει από έξω (ΤΑ ΒΛΕΠΩ ΣΤΟΥΣ ΕΦΙΑΛΤΕΣ ΜΟΥ, ΟΠΟΥ ΒΛΕΠΩ ΝΑ ΕΞΥΠΗΡΕΤΩ ΚΑΠΟΙΑ ΑΝΟΗΤΗ ΠΕΛΑΤΙΣΣΑ ΚΑΙ ΝΑ ΔΙΝΩ ΛΑΘΟΣ ΠΡΑΓΜΑΤΑ, ΝΟΥΜΕΡΑ Ή ΣΧΕΔΙΑ). Οι πελάτισσες ήταν κυρίες πλούσιες ή απλώς ευκατάστατες που ψάχνανε για δώρα ή για να αλλάξουνε δώρα που τους πήρανε αυτές που ψάχνανε για δώρα, κυρίως γιατί θέλανε αυτές που ψάχνανε να δείξουν ότι το δώρο ήταν κάτι ακριβό, γιατί το μαγαζί είχε το φθηνότερο τέσσερα ευρώ ένα παιδικό ηλίθιο λαστιχάκι ή αντίστοιχη τιμή για ένα ζευγάρι απλές παιδικές κάλτσες (ΜΙΛΑΜΕ ΤΩΡΑ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΤΟ ΜΕΡΟΚΑΜΑΤΟ ΠΟΥ ΕΒΓΑΖΑ ΕΓΩ ΓΙΑ ΝΑ ΑΓΟΡΑΣΟΥΝ ΕΝΑ ΦΟΡΜΑΚΙ ΠΟΥ ΘΑ ΤΟ ΦΟΡΟΥΣΕ ΤΟ ΜΠΕΜΠΑΚΙ ΓΙΑ ΕΝΑ ΜΗΝΑ, ΑΛΛΑ ΗΤΑΝ ΑΠΟ ΕΚΛΕΚΤΑ ΚΑΙ ΑΓΝΑ ΥΛΙΚΑ-ΠΟΥ ΤΟ ΠΑΣ ΑΥΤΟ). Πολλές φορές βάζανε τα παιδιά τους να διαλέξουν ή μας βάζανε (ΕΜΑΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΟΙ ΙΔΙΕΣ, ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΤΕΡΗ), να ανοίγουμε στοίβες για να βλέπουν άπειρα ρούχα και στο τέλος να πάρουνε μόνο ένα ή τίποτα. 
Δούλευα τακτικά κι επίμονα και φρόντιζα να κάνω τέλεια όσα μου έλεγαν, για να μη τους δώσω περιθώριο για παρατηρήσεις. Συνέχισαν να με κρατάνε υπερωρίες, που δεν ξεκαθαρίστηκε ποτέ αν θα πληρωθούν ή όχι. Μπαινόβγαινε ο άνδρας της αφεντικίνας για να τσεκάρει. Η αφεντικίνα ήταν τίγκα στο άγχος και δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Μιλούσε συνέχεια για κάτι πολύ σημαντικό όπως μία βάφτιση, όπου έπρεπε να στείλει ρούχα με ταχυδρομείο και φοβόταν μη τσαλακωθεί ή χαλάσει τίποτα. 
Την τρίτη μέρα χρειάστηκε επειγόντως να λείψω μία ώρα κατά τη διάρκεια της απογευματινής βάρδιας, οπότε και πήρα άδεια από την αφεντικίνα και μου την έδωσε πολύ άμεσα κι εύκολα και χωρίς να πει τίποτα κακό. Παραξενεύτηκα. Την επόμενη μέρα μου ζήτησε μία πωλήτρια να έρθω νωρίτερα το Σάββατο (ΔΟΥΛΕΥΑΜΕ ΕΞΙ ΣΤΑ ΕΦΤΑ). Δεν πήγα το Σάββατο νωρίτερα, γιατί είχα καθίσει στις υπερωρίες όλη την εβδομάδα και είχα ξενερώσει με την ασυνέπεια του ωραρίου. Οπότε περίμενα αυτό που συνέβη, η αφεντικίνα με φώναξε στον δεύτερο όροφο που είχαμε τα βαφτιστικά και μαλώσαμε. Της εξήγησα με επιχειρήματα ότι δεν γίνεται να με κρατάει όσο θέλει κάθε φορά, εφόσον έχουμε πει ότι θα δουλεύω εξάωρη. Μου είπε ότι συνυπολογίζοντας τα διαλείμματα για φαγητό-νερό-τουαλέτα, καθώς και τις ώρες που δεν έχει κόσμο ή τις ώρες που λέμε τα νέα μας, την ώρα που δουλεύουμε, δεν νοούνται ως υπερωρίες οι έξτρα ώρες. Της είπα ότι δεν βγαίνω για φαγητό, εκτός από τη φορά που με είχε στείλει να πάρω το δικό της. Και έδωσα έμφαση στο γεγονός ότι, εφόσον δουλεύω εκεί, ακόμα και οι ώρες που δεν έχει κόσμο, είναι ώρες δουλειάς, δεν έχω επιλέξει αυτόν τον χώρο για να αράζω ή να κάνω διάλειμμα. Μαλώναμε και μας άκουγαν από κάτω. Αυτή έλεγε ότι δεν είναι σωστό να παίρνω πρωτοβουλίες και ότι αυτή αποφασίζει για το μαγαζί και ότι δεν θέλει να ξαναποφασίσω τίποτα μόνη μου, με ρώτησε πόσα θέλω για τις υπερωρίες (Η ΗΛΙΘΙΑ ΕΓΩ ΜΕ ΤΗΝ ΨΩΡΟΠΕΡΗΦΑΝΙΑ ΜΟΥ ΤΗΣ ΕΙΠΑ ΟΤΙ ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΤΙΠΟΤΑ, ΝΑ ΤΑ ΚΡΑΤΗΣΕΙ ΤΑ ΨΩΡΟΛΕΦΤΑ ΤΗΣ) και μου είπε ότι δεν ήμουν η πωλήτρια που πίστευε, αφού την προηγούμενη μέρα μου είχε κάνει πωλητική εξομολόγηση, λέγοντάς μου ότι είμαι η καλύτερη πωλήτρια έβερ (ΤΗΣ ΕΒΓΑΖΑ ΤΟΝ ΜΗΝΙΑΙΟ ΜΟΥ ΜΙΣΘΟ ΚΑΙ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΣΕ ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΠΩΛΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΝΕΥΡΙΖΟΜΟΥΝ ΤΟΣΟ ΠΟΥ ΣΥΝΕΒΑΛΑ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΗΣ). Μου είπε πάνω στον καβγά μας ότι αφού είμαι τόσο αυστηρή μαζί της στο ωράριο (ΕΛΕΟΣ!), θα είναι κι αυτή τόσο αυστηρή μαζί μου. Μου όρισε διάλειμμα δεκάλεπτο αυστηρά, συνολικά. Και μου είπε ότι θα είμαι εκεί δέκα λεπτά νωρίτερα και θα φεύγω στην ώρα μου (ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΔΕΝ ΣΥΝΕΒΗ ΠΟΤΕ, ΑΠΛΩΣ ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΠΤΟ ΠΑΡΑΠΑΝΩ, ΚΑΘΟΜΟΥΝ ΤΕΤΑΡΤΟ). 
Το καλό-κακό ήταν ότι μαγαζί δεν είχε κάμερες. Οι άλλες πωλήτριες πιάνανε το κουβεντολόι μεταξύ τους και λέγανε τη μία μαλακία μετά την άλλη. Ποια παντρεύεται, πώς βάφει η άλλη το μαλλί έτσι διπλό ξανθό, ποια σπίτια διασήμων κάηκαν στην πυρκαγιά, ποια θα βαφτίσει παιδάκι και τι ρουχάκια να κρατήσει, ποια ρούχα από τη νέα κολεξιόν (ΧΑΛΙΑ ΡΟΥΧΑ ΚΑΙ ΟΛΑ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΕΝΑ ΜΕ ΣΕΞΙΣΤΙΚΟ ΤΡΟΠΟ ΑΓΟΡΙ-ΚΟΡΙΤΣΙ, ΡΟΖ-ΜΠΛΕ και πάει λέγοντας) τις κάνουν και πόσα κιλά πρέπει να χάσουν, αν δεν χωράνε στο δεκαεξάρι το παιδικό και ποια φοράει δεκάρι και τι αδύνατη που είναι και πόσα κιλά έχει χάσει η αφεντικίνα που κάνει δίαιτα και τι σπυριά έχουν βγάλει από το άγχος και πόσο όμορφες είναι (ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ, ΒΟΗΘΑ ΜΕ). Οπότε για να μην ακούω αυτές και να μην εστιάζω την προσοχή μου στα τραγούδια που παίζανε από πίσω, έπαιζα θέατρο με τις πελάτισσες και χαμογελούσα ψεύτικα σε στυλ κολγκέιτ, ενώ είχα μάθει να διπλώνω τέλεια ρούχα και να απαντάω έτσι ώστε να μην συνεχίζεται η βαρετή εντελώς κουβέντα-ανάκριση για το ποια είμαι και τι κάνω. Αυτές μπορούσαν να μιλάνε ψου-ψου με τις ώρες για θέματα που δεν με ενδιέφεραν (ΕΓΩ ΕΙΧΑ ΠΑΕΙ ΝΑ ΑΝΑΛΥΣΩ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΕΚΕΙ ΠΕΡΑ, ΟΠΩΣ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΤΕ!). Καθημερινά, ένιωθα πτώμα από την ορθοστασία, καθώς απαγορευόταν ανεπίσημα να καθόμαστε, ένιωθα θύμα γιατί παλιές και νεοπροσληφθείσες πωλήτριες εκμεταλλεύονταν το φιλότιμό μου και με βάζανε να κάνω τις πιο χαμαλοδουλειές (ΑΛΛΑ ΚΙ ΕΜΕΝΑ ΤΑ ΗΘΕΛΕ Ο ΚΩΛΟΣ ΜΟΥ, ΓΙΑΤΙ ΑΝ ΚΑΘΟΜΟΥΝ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΛΙΓΟ ΘΑ ΕΒΓΑΖΑ ΚΙ ΕΓΩ ΣΠΥΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΓΧΟΣ ΤΟΥ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ, ΤΙ ΚΑΝΩ, ΓΙΑΤΙ ΕΙΜΑΙ ΕΔΩ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΥΓΩ). Έπρεπε να φύγω, γιατί το μυαλό μου είχε κουρκουτιάσει, γιατί δεν είχα καμία εκεί μέσα που να μου εμπνέει έστω την τυπική συναδερφική αλληλεγγύη, γιατί όσο και να ήθελα να κάνω πως δεν ακούω ή να σκέφτομαι άλλα πράγματα, τα αυτιά μου έτρεχαν αίμα από αυτά που άκουγαν, γιατί δεν ταίριαζα καθόλου μα καθόλου εκεί μέσα. Είμαι χαζή που ένιωσα ότι μπορώ να προσαρμοστώ και να ταιριάξω. Νιώθω απροσάρμοστη και ηλίθια.  
Έμεινα στη δουλειά, άντεξα για τις επόμενες δύο εβδομάδες, παρά τον καυγά μας και το αρνητικό κλίμα, μετά βρήκα μία δικαιολογία για να παραιτηθώ. Γιατί δεν την πάλευα, γενικότερα. Μου ερχόταν να κλάψω από την έλλειψη νοήματος, τη ματαιότητα και τις ρομποτικές μου λειτουργίες και δεν την πάλευα καθόλου μα καθόλου. Την παρακαλούσα να με αφήσει να φύγω, είχε πάθει κρίση άγχους, γιατί έκανε συνεντεύξεις και δεν έβρισκε άλλο άτομο. Αυτή γενικά, όπως και όλες οι άλλες μου είχαν αραδιάσει τις προσωπικές –όχι και τόσο αμάν και τι– ιστορίες τους. Αυτό που συγκράτησα ήταν ότι είχαν όλες πολύ άγχος, δέχονταν πολλή πίεση, ώστε να είναι καθώς πρέπει και όπως απαιτεί η δουλειά και ο ρόλος τους ως γυναίκες μάνες-σύζυγοι-εργαζόμενες-ακόμα και αφεντικίνες, αν και δεν την λυπάμαι καθόλου την τελευταία. 
Βρήκα μία δικαιολογία και είπα στην αφεντικίνα, μετά από πολλή και συγκρουσιακή σκέψη ότι σκοπεύω να σταματήσω.  Αποφάσισα μετά από πολλές συζητήσεις με φίλους και κοντινούς μου ανθρώπους να παραιτηθώ. Αποδέχθηκα απλώς ότι αυτή η δουλειά δεν κάνει για μένα και δύο-τρία άλλα σημαντικά πράγματα που χρειαζόμουν να αναγνωρίσω στην εαυτή μου. Είπα ψέματα στην αφεντικίνα ότι έχω κάτι να κάνω πολύ σημαντικό, για να με αφήσει. Η ειρωνεία και το κακό ήταν ότι  δεν με άφηνε να φύγω. Πανικοβλήθηκε, άλλαξε χίλια χρώματα, με ήθελε εκεί και δεν την πάλευα καθόλου. Γιατί είχα γίνει το καλύτερο πωλήτρια-θύμα, αφού ήμουν τόσο ικανή να τακτοποιώ πέντε χιλιάδες κοκαλάκια ανά είδος, να βάζω αντικλεπτικά κι ας ένιωθα τις άκρες των δαχτύλων μου να καρφώνονται (ήταν και κάπως ωραίο), να κόβω κούτες με κοπίδια, να σκύβω σε χαμηλά ράφια παρά τα προβλήματα που έχω στη μέση, να ανεβοκατεβαίνω τις σιδερένιες σκάλες για την αποθήκη, να ανέχομαι κακομαθημένα παιδιά και γονείς και το χειρότερο γιαγιάδες και άχρηστες αντικειμενοποιητικές συμπεριφορές, να διπλώνω ρούχα συνεχόμενα, να πουλάω πανάκριβα αρρενωπά και ανδρίκεια και μπλε και πράσινα και τέτοια ρούχα για το αγοράκι, πανάκριβα και πολύ ροζ φρουφρού κι αρώματα για το κοριτσάκι. Τελικά, ήρθαν δύο κοπέλες να με αντικαταστήσουν, αλλά ήταν λιγότερο «αποδοτικές» από μένα. Εντούτοις, όλες οι άλλες πωλήτριες ανεξαιρέτως, λέγανε πολύ ευχάριστα το ποίημα και εξυπηρετούσαν με στωικότητα και υπομονή και τα ψεύτικα χαμόγελα και την άνεση και τη χάρη που χρειαζόταν, ενώ εγώ παρότι πουλούσα δεν πουλούσα πάντα με χαμόγελο ή ποίημα. Μερικές φορές οι πελάτες, ενώ τους εξυπηρετούσαμε εγώ και μία άλλη πωλήτρια και η άλλη τους έλεγε παραμύθια και βλακείες, κοιτούσαν εμένα και ρωτούσαν τη γνώμη μου (ΗΛΙΘΙΟΙ ΚΙ ΑΥΤΟΙ, ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΕ ΜΟΝΕΣ ΣΑΣ, ΑΝ ΔΕΝ ΣΑΣ ΚΑΝΕΙ, ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΜΑΝΙΑΣΕΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΝΑ ΛΕΕΙ ΜΠΟΥΡΔΕΣ, ΛΥΠΗΘΕΙΤΕ ΜΑΣ). 
Ένιωθα το θύμα του αιώνα και η άλλη νόμιζε ότι με τις κολακείες θα με πείσει να μείνω. Άσκησα πιέσεις, λέγοντας -όχι και τόσο μακρινά από την αλήθεια- ψέματα (ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΜΟΥ) και μάζεψα τα μπογαλάκια μου για να φύγω.  Ήταν σαν να είχα μπει στην παγίδα του καπιταλιστικού δείγματος. Είχα γίνει ένα ποταπό σιχαμερό γρανάζι, γιατί αν δεν δούλευα, θα σκάλωνε η μηχανή και θα έπεφτε πάνω μου να με ισοπεδώσει (ΚΑΛΑ, ΙΣΩΣ ΚΑΙ ΝΑ ΥΠΕΡΒΑΛΩ ΛΙΓΟ, ΑΛΛΑ Ο ΤΣΑΡΛΙΝ ΤΣΑΠΛΙΝ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΓΕΛΟΥΣΕ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ, ΕΝΩ ΕΓΩ ΤΡΩΓΟΜΟΥΝ ΚΙ ΕΚΛΑΙΓΑ ΜΕΣΑ-ΕΞΩ, ΚΑΘΕ ΜΕΡΩ). Η αφεντικίνα φρίκαρε κι έχασε τις νύχτες της που ήθελα να φύγω. Προσπάθησα να μη τη λυπηθώ, αλλά τη λυπήθηκα, όταν με χαιρέτησε λίγο πριν πάει Χαλκιδική για τριήμερο και τα μάτια της είχαν μεταμορφωθεί και φαίνονταν σαν δύο κόκκινοι τεράστιοι κύκλοι και έβλεπες στο βάθος αυτό που κάποτε ήταν μάτια. Δεν μετάνιωσα όμως που έφυγα καθόλου, απλώς όπως είπα συνειδητοποίησα ακριβώς τι μπορώ να κάνω και τι σίγουρα όχι. Χαιρέτησα τις πωλήτριες που και καλά στενοχωρήθηκαν που έφυγα και τις ευχήθηκα και το εννοούσα καλή συνέχεια, παρότι ήξερα ότι μουρμούριζαν πίσω από την πλάτη μου, γιατί δεν βαφόμουν, γιατί το μαλλί μου δεν ήταν με ισιωτική, γιατί ερχόμουν με παντελόνια που η αφεντικίνα με έβαζε να τα αλλάξω με το τζιν που κουβαλούσα μαζί, γιατί έκανα διάλειμμα για φαγητό πέντε λεπτά, ενώ δεν επιτρεπόταν και γιατί δεν μιλούσα και έτρεχα σαν το γαϊδούρι πάνω-κάτω, για να μην έχω χρόνο να σκεφτώ τι κάνω και πού βρίσκομαι.
Έφυγα και ηρέμησα λίγο. Ο κάλος μου είναι τεράστιος και τα επιθέματα δεν κάνουν δουλειά, ακόμα πονάει όλο μου το σώμα. Τα δάχτυλά μου είναι γρατζουνισμένα γιατί κόπηκα με το κοπίδι. Με κορόιδευαν οι άλλες, γιατί τρόμαξα μην πάθω τέτανο (ΕΝΙΩΘΑ ΛΕΣ ΚΑΙ ΗΜΟΥΝ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟ ΣΤΡΑΤΟ ΓΥΝΑΙΚΩΝ). Αλλά ηρέμησα πολύ. Προς το παρόν. Γιατί τώρα, πρέπει να σκεφτώ πώς θα εξασφαλίσω τον βιοπορισμό μου, χωρίς να χρειαστεί να κλαίγομαι για τα όχι και τόσο, μα κάπως ομολογουμένως δεινά που δεν ξέρω πώς καταφέρνω να καταλήγω να περνάω. 

Συνέντευξη για φωτογράφος εκδηλώσεων

Είπα να πάω σε αυτή τη συνέντευξη, γιατί τώρα ξεκίνησα να μαθαίνω φωτογραφία, γιατί γνωστοί και φίλοι λένε ότι βγάζεις καλά λεφτά, γιατί, γιατί… Και είναι κάθε φορά αυτή η χαζή κρυφή ελπίδα ότι μπορεί ΑΥΤΗ η δουλειά να σου κάνει τελικά και να ταιριάξεις. Πήγα στη Γιαννιτσών συνοδεία, γιατί ανησυχούσα μήπως και κάτι δεν πάει καλά –ουκ ολίγα μου έχουν συμβεί για να μου επιβεβαιώσουν ότι αυτό που περιμένεις δεν υφίσταται όπως το περιμένεις πάντοτε. Παρότι πρωί, η περιοχή είναι ακραία περίεργη. Ο δρόμος στον οποίο είχαν γραφεία οι φωτογράφοι ήταν γεμάτος από μπουρδέλα. Ήταν κι ένα κτιριάκι ισόγειο, μονόπατο, ψιλοκατεστραμμένο από έξω. Λέω στον μπαμπά μου που ήρθε μαζί, αν δεν βγω έξω σε είκοσι λεπτά, κάνε κάτι, γιατί δεν θα είμαι ζωντανή. Μπήκα μέσα και ήταν δύο τύπισσες γραμματείς έτσι σοβαρές, σαν όλες τις γραμματείς που έχω δει μέχρι στιγμής σε αυτές στις νεόπλουτες νεοταιρείες μικρού βεληνεκούς –όπως επιλέγω να τις ονομάζω. Μου έδωσαν ένα χαρτί να συμπληρώσω πόσο καιρό ασχολούμαι με τη φωτογραφία, τι κάνω σχετικά με αυτό, αν έχω προϋπηρεσία κ.τ.λ.. 
Συμπλήρωσα το χαρτί και ένιωσα ότι δεν είχα καθόλου καλές προδιαγραφές για να πάρω τη θέση. Ήξερα από αυτό και μόνο ότι κάπως θα στραβώσει το πράγμα. Η μία γραμματέας πήρε ύφος αναγνωριστικό και άρχισε να μου παρουσιάζει το πόστο εργασίας. Η δουλειά αφορούσε από ό,τι μου εξήγησαν τη φωτογράφιση εκδηλώσεων όπως γάμοι, βαφτίσεις και τα σχετικά, τώρα που είναι καλοκαίρι και τη φωτογράφιση νυχτερινών κέντρων διασκέδασης (ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΑ ΚΟΙΝΩΣ), από τον Σεπτέμβρη και μετά. Τους είπα άμεσα ότι εγώ δεν μπορώ τα μπουζούκια (ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΕΧΩ ΜΠΕΙ ΣΕ ΤΕΤΟΙΟ ΧΩΡΟ ΣΤΟΝ ΚΙΑΜΟ ΣΤΗΝ ΤΡΙΗΜΕΡΗ ΣΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΙ ΜΕ ΠΗΡΕ Ο ΥΠΝΟΣ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΟΥ ΕΠΑΝΩ ΟΡΟΦΟΥ). Μου λένε ότι στην αρχή θα πρέπει να κάνω δύο δοκιμαστικά μαζί με τον κύριο Τάδε που θα μου δείξει τη δουλειά, αν δεν ξέρω (ΤΟΤΕ ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩ ΑΠΛΗΡΩΤΑ ΔΟΚΙΜΑΣΤΙΚΑ), ώστε να δει και πώς χειρίζομαι τον εξοπλισμό που θα μου έδιναν αυτοί. Απαραίτητη προϋπόθεση να φοράω μαύρα ρούχα και να είμαι εκεί που θα μου πούνε την ώρα που πρέπει. 
Η αλήθεια είναι πως ψηνόμουν να αναλάβω κάτι τέτοιο, λέω πόσο δύσκολο να είναι, θα βγάζω φωτογραφίες και θα κάνω εξάσκηση για την κινηματογράφου, ώστε να πάρω και κανένα φράγκο αυτοσυντήρησης. Αλλά όχι, με πήραν την επόμενη μέρα και μου είπαν ότι το ίδιο βράδυ πρέπει να είμαι στις δώδεκα τα μεσάνυχτα στη στάση του σουηδικού τεράστιου επιπλάδικου για να πάμε στα μπουζούκια, μαζί με τα άλλα παιδιά, θα με περιμένει εκεί ο κύριος Τάδε να με ξεναγήσει. Και την δεύτερη μέρα σερί θα γινόταν το δεύτερο δοκιμαστικό που ήταν σε έναν μεσημεριανό γάμο. 
Ο μισθός από ό,τι μου είπαν θα μου δινόταν αφού περνούσα τα δύο δοκιμαστικά και τα σεμινάρια εκμάθησης φωτογραφίας για εκδηλώσεις που έκανε ο ίδιος ο κύριος Τάδε και φυσικά ήταν δωρεάν. Ψιλοψήθηκα για τα σεμινάρια, μέχρι που άκουσα και τον μισθό. Είκοσι με εικοσιπέντε, ανάλογα με τις πωλήσεις των φωτογραφιών. Δηλαδή, δεν φτάνει που βγάζεις τα πρόσωπα, στήνεις τους ανθρώπους, μετά βγάζεις τις φωτογραφίες και πηγαίνεις γύρω τους να τους πρήζεις, να τις πουλάς και να τους παρακαλάς να τις αγοράσουν, γιατί βγήκαν κούκλοι ή όχι και τόσο, αλλά δεν πειράζει. Τα μεγαλύτερα ποσοστά φυσικά και πήγαιναν στο φωτογραφείο, εντούτοις δεν μου διευκρίνισαν για πόσα λεφτά μιλάμε ακριβώς. 
Θα πήγαινα, αν δεν με έπιανε μία καταθλιπτική σκοτοδίνη στη σκέψη ότι θα πρέπει να πάω σε γάμους, βαφτίσεις, μπουζούκια και λέω τι σκεφτόμουν, γιατί πήγα σε αυτό το πράγμα, τι δουλειά είναι αυτή, πώς θα πάω στο επιπλάδικο να περιμένω τον κύριο Τάδε βραδιάτικα στη μέση του πουθενά, για να βγάζω ανθρώπους να γλεντοκοπάνε σε εκδηλώσεις χαράς που αδυνατώ εκ φύσεως να κατανοήσω, ώστε να βγάζω λεφτά για να ζω και να ανεβαίνω ποσοστά στη μιζέρια μου. Στην αρχή είπα οκέι, θα είμαι εκεί. Και μετά από μία ώρα, άλλαξα γνώμη και είπα ότι δεν αξίζει να το κάνω και πήρα τηλέφωνο να ακυρώσω τα δοκιμαστικά. Ένιωσα μία φρικτή απογοήτευση και μία εκτεταμένη αδυναμία να ανταπεξέλθω στις επαγγελματικές ανάγκες των εργοδοτών. Δεν πιστεύω ότι η δουλειά θα ήταν δύσκολη ή ότι δεν θα μπορούσα να την κάνω, ωστόσο ήξερα ότι θα αρκούσαν τρεις γάμοι, ένα μπουζούκι, δύο βαφτίσεις κάπου εκεί για να την κάνω και να ξαναβρεθώ στην ίδια θέση. Οπότε, προειδοποιώντας την εαυτή μου να είναι πιο προσεκτική, κάθε επόμενη φορά, έμεινα ταπί και ψύχραιμη. Για μία ακόμα φορά, επισήμως άνεργη. 

Τρίτη 31 Ιουλίου 2018

Συνέντευξη για εθελόντρια επί πληρωμή

Είδα μία αγγελία σε αυτή τη σελίδα που παρακολουθώ, είχα ακούσει και κάτιτις από γνωστούς για αυτή τη δουλειά, πήγα να δω τι είναι. Η δουλειά έλεγε υπάλληλος σε φιλανθρωπική οργάνωση. Τα γραφεία ήταν ανατολικά, οι τύπισσες που με υποδέχθηκαν ήταν χριστιανές με μεγάλους σταυρούς, αλλά δεν τις λες και σεμνές ή συντηρητικές. Φορούσαν περιποιημένα και αποκαλυπτικά ρούχα, η άλλη έσκασε με κόκκινη τουαλέτα πρωινιάτικα και γυαλί σχεδιάστη τύπου μύγα (ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΜΑΙΜΟΥ, ΕΝΤΑΞΕΙ, ΑΣ ΜΗ ΤΑ ΙΣΟΠΕΔΩΣΩ ΟΛΑ). Είχαν κάπως περίεργη σύνταξη στις προτάσεις τους και οι δύο και μιλούσαν με ξενική προφορά, ενώ προσπαθούσαν να πείσουν (ΤΙΣ-ΟΥΣ ΑΠΙΣΤΕΣ-ΟΥΣ ΜΑΛΛΟΝ) από την πρώτη στιγμή για το πόσο καλή δουλειά κάνει η οργάνωση με το να βοηθάει τα άρρωστα και άπορα παιδάκια και τις φτωχές οικογένειες. Όταν έφτασα εκεί, βρήκα μία τύπισσα πριν από μένα που μετρούσε κάτι κάρτες που της δώσανε για να πουλήσει. Δεν πίστευε ότι ήταν ο αριθμός που της είπε η υπεύθυνη της οργάνωσης. 
Η τύπισσα που μετρούσε τις κάρτες φαινόταν πονηρή και ύπουλη. Με ρώτησε με τι ασχολούμαι. Της είπα μόνο τι σπουδάζω και μου είπε ότι κι αυτή έχει μία ιδέα για ταινία που αν την γυρνούσε θα πήγαινε στο Χόλλυγουντ και παρά πέρα και θα γινόταν πάρα πολύ διάσημη (ΚΑΘΟΛΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΝΗΣ, ΓΕΝΙΚΑ, ΚΟΥΛ ΤΥΠΙΣΣΑ), αλλά δεν έχει χρόνο και πρέπει να βρει κάποιον να της την γράψει. Κάποια στιγμή μου είπε θα προσλάβει ένα άτομο, γιατί είναι κρίμα να πάει χαμένη η ιδεάρα της. Με ρώτησε αν θέλω να είμαι η επίλεκτη και να της γράψω εγώ την ταινία ή να τη γυρίσω. Τη ρώτησα περί τίνος πρόκειται χωρίς να απαντήσω σοβαρά στην πρότασή της. Μου είπε ότι είναι για μία μαφιόζα γυναίκα που κάνει κομπίνες και τα παίρνει από όλους (ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΕΣ ΤΗΝ ΚΟΙΤΑΞΑΝΕ ΠΕΡΙΕΡΓΑ ΟΤΑΝ ΕΛΕΓΕ ΤΑ ΠΑΙΡΝΕΙ ΑΠΟ ΟΛΟΥΣ ΚΙ ΕΓΩ ΚΟΝΤΕΨΑ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ ΣΤΟ ΓΕΛΙΟ ΜΕΣΑ ΜΟΥ). 
Κάποια στιγμή η τύπισσα μέτρησε τις κάρτες και μου είπε ότι αυτή η δουλειά δεν θέλει ντροπές και να μιλάω πιο δυνατά (ΔΕΝ ΝΤΡΕΠΟΜΟΥΝ, ΑΥΤΗ ΑΠΛΩΣ ΕΙΧΕ ΣΥΝΗΘΙΣΕΙ ΝΑ ΜΙΛΑΕΙ ΤΕΡΜΑ ΦΩΝΑΧΤΑ ΚΑΙ ΜΑΓΚΙΓΑ). Έμεινα μόνη με τις υπεύθυνες που με προειδοποίησαν ότι υπάρχει κακός κόσμος εκεί έξω και ότι μπορεί να με φωνάζουν και να με βρίζουν καμία φορά, επειδή δεν ξέρουν και δεν πιστεύουν. Αλλά το παν είναι να μη στενοχωριέμαι εγώ και να συνεχίζω το έργο της οργάνωσης. 
(ΚΙ ΕΔΩ ΞΕΚΙΝΑΕΙ ΤΟ ΜΠΑΤΙΡΝΤΙ ΜΕ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ) Με ενημέρωσαν ότι είχαν συγκεντρωμένα φαγητά και πάνες, γάλατα κ.τ.λ., όπως μου είπαν στον δεύτερο όροφο, αν ήθελα να πάω να τα δω για να το πιστέψω (ΗΜΟΥΝ ΛΙΓΟ ΔΥΣΠΙΣΤΗ, ΓΙΑΤΙ ΣΤΟ ΙΝΤΕΡΝΕΤ ΕΙΧΑΝ ΚΑΝΕΙ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΟΤΙ ΘΕΛΟΥΝ ΦΑΓΗΤΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΗΞΕΡΑ ΑΝ ΤΑ ΠΗΡΑΝ ΜΕ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΠΟΥ ΒΓΑΖΟΥΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΩΛΗΣΕΙΣ Η’ ΑΝ ΤΟΥΣ ΤΑ ΔΩΡΙΣΑΝ ΚΑΛΟΘΕΛΗΤΕΣ). Τα φαγητά προορίζονταν για άπορες οικογένειες που αν ήθελαν πήγαινα εκεί κι έπαιρναν. Μου είπαν ότι βοηθάνε κυρίως άρρωστα παιδάκια (Ο ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑΣ ΓΙΑ ΚΑΠΟΙΟ ΛΟΓΟ ΜΕ ΑΝΑΣΤΑΤΩΝΕ ΚΑΙ ΜΟΥ ΦΑΙΝΟΤΑΝ ΓΛΟΙΩΔΗΣ, ΕΝΩ ΔΕΝ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ). 
Η δουλειά για να μη τα πολυλογώ ήταν να πουλάς κάρτες, εφημερίδες και παραμυθάκια (ΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΓΟΡΙ, ΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ, ΦΥΣΙΚΑ, ΜΗ ΜΠΕΡΔΕΥΟΥΜΕ ΤΗ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ ΜΕ ΤΑ ΜΠΟΥΤΙΑ ΜΑΣ) για τα άπορα και άρρωστα παιδάκια που βοηθάει η οργάνωση ΑΠΟΔΕΔΕΙΓΜΕΝΑ, αφού στην εφημερίδα υπάρχουν οι φωτογραφίες των παιδιών, άρθρο που έγραψε εφημερίδα που έχει κλείσει για την οργάνωση, οι (καμιά τριανταριά) έπαινοι και φυσικά τα διαπιστευτήρια ότι πρόκειται για φιλανθρωπική οργάνωση και όχι αστεία. Μου είπαν ότι έχουν βοηθήσει τρία παιδάκια μέχρι στιγμής με κάτι μηχανήματα που χρειάστηκαν. Οι φωτογραφίες  ήταν με κρυμμένα τα πρόσωπα και τα στοιχεία των παιδιών ήταν μηδαμινά με αποτέλεσμα να φαίνονται σαν παρωδία (Ο ΜΙΚΡΟΣ ΚΩΣΤΑΚΗΣ ΠΑΣΧΕΙ ΑΠΟ ΤΗ ΣΠΑΝΙΑ ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΤΑΔΕ…). Η οικονομική φάση ήταν όμως και γαμώ –άξιο απορίας (ΟΧΙ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΑΚΙΑ ΤΑ ΑΡΡΩΣΤΑ, ΤΑ ΑΠΟΡΑ, ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΩΛΗΤΡΙΕΣ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ). Επειδή δεν έβρισκαν λέει εθελόντριες να το κάνουν τζάμπα, αποφάσισαν να δίνουν κάποιο ποσό στις πωλήτριες (ΕΝΤΑΞΕΙ, ΤΟ ΛΕΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΚΑΠΟΙΟ ΠΟΣΟ ΑΚΡΙΒΩΣ). Η φάση είναι ότι ως πωλήτρια πληρώνεσαι πενήντα τα εκατό των πωλήσεων και τα υπόλοιπα πηγαίνουν στην οργάνωση (ΜΩΡΕ ΤΑ ΕΛΕΓΕ Η ΜΑΦΙΟΖΑ ΚΡΥΦΟ ΑΣΤΕΡΙ, ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΜΕΝΑ). Θέλανε να με στείλουνε να πουλήσω έξω από την πόλη για να μάθω τη δουλειά. Τις είπα ότι δεν υπάρχει πρόβλημα, δεν είναι δύσκολο, θα πάρω μερικά φυλλάδια να το δοκιμάσω. Φοβήθηκα να πάω έξω από την πόλη με την άγνωστη έμπειρη πωλήτρια που θα μου μάθαινε τρόπους να μιλάω στους φιλάνθρωπους πελάτες που θα τα σκάγανε πεπεισμένοι ότι θα βοηθήσουν ένα παιδί, άρα και όλο τον κόσμο. Τις έπεισα ότι μπορώ να βγω και μόνη μου, χωρίς εκπαίδευση. Αλλά μου είπαν  πριν από αυτό ότι έξω από την πόλη τα λεφτά είναι πιο πολλά, ο κόσμος δίνει πιο εύκολα, για αυτό και το ποσοστό που παίρνει η πωλήτρια κατεβαίνει στα σαράντα τα εκατό. 
Δεν πείστηκα και πολύ, προσπάθησα να βρω παντού πληροφορίες για την οργάνωση και υπήρχαν απλώς κάποιες σελίδες στο ίντερνετ και στο φέισμπουκ. Ξανατραβήχτηκα ανατολικά άλλη μέρα, πήρα φυλλάδια, έδωσα στοιχεία μου και γύρισα σπίτι. Αλλά δεν πήγα ποτέ να πουλήσω φυλλάδια, τα κράτησα μία εβδομάδα, δεν τα έβγαλα καν από τη σακούλα. Δεν θα μπορούσα να πουλάω φιλανθρωπία στον κόσμο, σκεπτόμενη ότι στην απίθανη περίπτωση (ΑΦΟΥ ΤΟΣΑ ΔΙΑΠΙΣΤΕΥΤΗΡΙΑ ΕΙΧΑΝΕ) να μη βοηθάνε σοβαρά παιδάκια και να είναι μούφα, θα ήμουν μία πωλήτρια που βγάζει (ΚΑΠΩΣ ΚΑΛΑ) λεφτά στο όνομα της φιλανθρωπίας. Το σκέφτηκα κάποιες νύχτες και εντάξει, υπάρχουν χειρότερες δουλειές και επαγγέλματα, αλλά δεν θα μπορούσα να κοιμηθώ ήσυχη αν έκανα αυτή τη δουλειά. Οπότε, ξανατραβήχτηκα ως εκεί μέσα στο άγχος και στη ζέστη και περίμενα τις χριστιανές ντίβες με τις τουαλέτες που βοηθάνε παιδάκια να έρθουν και να μου ανοίξουν για να τις επιστρέψω τα φυλλάδια. Τα πήγα όλα πίσω, δεν βγήκα ποτέ να πουλήσω (ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΚΤΛ) και κάθισα στα αυγά μου. 

Συνέντευξη για τηλεφωνικές προωθήσεις

Με αυτά και με εκείνα, άκουσα ότι δίνουν παχυλούς μισθούς (ΔΗΛΑΔΗ, ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΕΤΡΑΚΟΣΙΑ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΒΑΣΙΚΟΣ) σε τηλεφωνικό κέντρο της τάδε γνωστής διαφημιστικής εταιρείας. Πήγα και σε αυτή τη συνέντευξη, με την γοητευτική όσο παράλογη ιδέα ότι μπορεί αυτή να είναι η δουλειά που θα μου πληρώνει μελλοντικά ενοίκια. 
 Επρόκειτο για διαφημιστική εταιρεία στην περιοχή του One Mall. Οι χώροι ήταν μεγάλοι, απλοί και κυριλέ και χτίζανε και τον από κάτω όροφο για να τον πάρουνε κι αυτόν οι κατσαρίδιοι. Η γραμματέας εξηγούσε σε έναν πελάτη ότι την πάτησε και πήρε το πακέτο και τώρα δεν γίνεται να κάνει κάτι, απλώς πρέπει να του πάρουν όλα τα λεφτά μέχρι να μην έχει άλλα για να παίρνει τηλέφωνο και να τους παραπονιέται, άντε γιατί έχουν και δουλειές. Του έκλεισε το τηλέφωνο και μου έδωσε να γράψω σε ένα χαρτί τα στοιχεία μου. Περίμενα σε έναν καναπέ, μαζί με μία ακόμα υποψήφια που ήρθε πιο μετά, φαινόταν καημένη και σε αναζήτηση (ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΞΕΡΩ ΠΩΣ ΦΑΙΝΟΜΟΥΝ ΕΓΩ, ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ ΗΣΥΧΗ). Η πρόσληψη μού φαινόταν σίγουρη πάντως, γιατί οι υπάλληλοι σε αυτές τις δουλειές είναι αναλώσιμοι. Κρατάνε δεν κρατάνε ένα μήνα, λιγότερο από χυμό διαρκείας. Φαντάζομαι ότι δεν την παλεύεις πολύ αν κάνεις αυτή τη δουλειά. Εδώ ως πωλήτρια  που είμαι τώρα και είδα στον ύπνο μου ότι εξυπηρετώ πελάτισσες και τους δίνω λάθος πράγματα, πόσο μάλλον όταν μιλάς τηλεφωνικά και είναι λες και μιλάς μόνος σου και λες το ποίημα, απευθυνόμενη σε κάποια οργισμένη- εύλογα- φωνή που τυγχάνει να μην είναι στο κεφάλι σου. Σκέφτηκα δύο μήνες ίσως και να μπορώ να την κάνω. Δύο μήνες και ίσως να μαζέψω λεφτά για το πολυπόθητο  σπίτι-νοίκι κ.τ.λ.. 
Ήρθε με πήρε ένας κύριος με μορφή γερακιού (Η ΚΛΑΣΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΜΠΙΖΝΕΣΜΑΝ ΠΟΥ ΝΟΜΙΖΕΙ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΙΟ ΚΑΤΑΦΕΡΤΖΗΣ, ΓΑΜΑΤΟΣ, ΕΞΥΠΝΑΔΟΥΡΑΣ ΚΑΙ ΒΓΑΖΕΙ ΦΡΑΓΚΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΑΓΧΩΝΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΩΣ ΘΑ ΒΓΑΛΕΙ ΚΙ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΡΙΒΕΙ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟ ΝΑ ΕΧΕΙ ΥΠΗΡΕΤΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΝΑ ΤΟΥ ΤΑ ΒΓΑΖΕΙ) και με ξενάγησε από διάδρομο σε διάδρομο. Άκουσα μουσική από έναν χώρο και ήταν αυτό που φανταζόμουν: μουσική για να ανεβαίνει το ηθικό και να πουλάς πιο εύκολα πακέτα τηλεφωνικώς. Ο κύριος με το πράσινο φωσφοριζέ μπλουζάκι μου παρουσίασε την εταιρεία σαν μία από τις καλύτερες και πιο έμπιστες και ότι η πασίγνωστη τηλεφωνική εμπιστεύτηκε τη δική του διαφημιστική, (ΠΟΥ ΤΥΧΑΙΝΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ) και καμία άλλη. Συνειδητοποίησα ότι μου πουλούσε τη δουλειά, όταν με πήρε για να μου δείξει την κουζινούλα που κάνουν καφέδες οι υπάλληλοι και την κόλαση στην οποία δουλεύουν και μιλάνε όλοι μαζί ταυτόχρονα σε τηλέφωνα πουλώντας πακέτα σε στρόγγυλα γραφεία ο ένας δίπλα στην άλλη, με ψεύτικα διαχωριστικά. Είχε άπειρη φασαρία, σε έπιανε πονοκέφαλος με το που έμπαινες μέσα, αλλά φυσικά υπήρχε και η δυνατότητα να κάνεις το τσιγάρο σου για διάλειμμα σε ένα μπαλκόνι που έβλεπε στον δρόμο και στα μπουρδέλα απέναντι ή να φτιάξεις καφέ και να φας το δεκατιανό σου στην κουζινούλα (ΟΧΙ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΓΛΥΚΟΥΛΙ). Ο χώρος ήταν υπερβολικά μικρός για τόσους τηλεφωνητές. 
Ο μισθός ήταν όντως πολύς, εξακόσια ευρώ συν τριακόσια μπόνους σε περίπτωση που πουλούσες τον αριθμό πακέτων που ήθελαν ανά μήνα. Ο γεράκης μου τόνισε ότι το ογδόντα τοις εκατό των ατόμων το κατάφερναν αυτό και τσέπωναν εννιακόσια ευρώ. Η αλήθεια είναι ότι μιλάμε περίπου για τρεις φορές τον μισθό μου τώρα, αλλά η δουλειά ήταν ακραίο πατίνι μούρλας (ΚΑΙ ΠΟΣΗ ΜΟΥΡΛΑ ΝΑ ΑΝΤΕΞΕΙ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΑΝ ΕΧΕΙ ΗΔΗ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ). Βγήκα με σκυμμένο το κεφάλι, ανίκανη να τη δεχθώ. Την ίδια μέρα με προσέλαβαν ως πωλήτρια την ώρα που συμπλήρωνα το χαρτί με τα στοιχεία μου από μία άλλη δουλειά. Όταν ο Γεράκης με ρώτησε αν δουλεύω, του είπα ότι με πήραν λίγο πιο πριν τηλέφωνο για να με προσλάβουν την ίδια ημέρα και όταν του είπα ότι στη δουλειά που με είχαν δεχθεί, ο μισθός θα ήταν τετρακόσια ευρώ για πωλήτρια ρούχων μου είπε ότι και φυσικά θα προτιμήσω να πάω εκεί (ΕΝΝΟΟΥΣΕ ΟΤΙ Η ΑΛΛΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΦΑΙΝΟΤΑΝ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΤΕΡΗ ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΚΑΙ ΜΟΥ ΕΚΑΝΕ ΕΝΤΥΠΩΣΗ Η ΕΥΘΥΤΗΤΑ ΤΟΥ, ΑΛΛΑ ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΚΑΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΥΟ ΔΕΝ ΕΚΑΝΕ ΓΙΑ ΜΕΝΑ). Με πήραν για δοκιμαστικό στο τηλεφωνικό κέντρο, αλλά προτίμησα να είμαι πιο ταπεινά, μία πωλήτρια του πεταματού και ας χάσω τα εξακόσια ευρώ και την κουζινούλα, γιατί τα εννιακόσια δεν ξέρω αν θα τα έφτανα και ποτέ, με την ίδια ευκολία που θα έφτανα την ψύχωση αν δεχόμουν αυτή τη δουλειά. Βγήκα συγχυσμένη από το κτίριο και την ίδια μέρα έκανα τρεις διαδρομές Κέντρο-Δυτικά για να υπογράψω τα έγγραφα στην άλλη δουλειά που πίστευα ότι είναι καλή και στα μέτρα αυτού που ψάχνω –πόσο γελιόμουν. 
Ένιωθα ικανοποιημένη που απέρριψα το εκλεκτό τηλεφωνικό κέντρο, αλλά τώρα που είμαι στις πωλήσεις και πάλι νιώθω ότι έκανα βλακεία, γιατί όλες οι πωλήσεις το ίδιο σκατά είναι και ας έβλεπα εφιάλτες με εξακόσια ευρώ κι όχι τετρακόσια τουλάχιστον τον μήνα (ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΤΑ ΠΑΡΩ ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΑ, ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΟΜΩΣ). 

Συνέντευξη σε κυριλέ εστιατόριο με θαλασσινά

Είχα σταματήσει να ψάχνω για δουλειά, αφού ξεκίνησα τη δεύτερη σχολή και είχα ήδη το μπέιμπι σίτινγκ και το ντιτζεϊλίκι. Είχα και μία απόγνωση για το μέλλον, αλλά την κράτησα παράμερα, κάπου εκεί να υπάρχει. Μέχρι που γνωστός του φίλου μου που δούλευε σεφ στο λεγάμενο κυριλέ εστιατόριο, είπε ότι ψάχνουν σερβιτόρα/ο για καλό μεροκάματο με χοντρά μπουρμπουάρ. Πήγα κι εγώ μία μέρα σερνάμενη κουνάμενη μπας και κάνω καμία προίκα για το καλοκαίρι να πάω και καμιά διακοπή. Ντυμένη όσο πιο κυριλούμπα μπορούσα, όχι κάτι υπερβολικό. Μπήκα στο πρώτο μαγαζί που είδα με αυτοπεποίθηση καγκουρό (ΤΟΥΒΛΟ ΚΑΘΩΣ ΗΜΑΝΕ, έκανα λάθος το μαγαζί, ΠΟΣΑ ΚΥΡΙΛΕ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΕΣΤΙΑΤΟΡΙΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΠΙΑ). Οι σερβιτόροι ήταν μόνο μεσήλικες άνδρες με παπιγιόν και λευκά πουκάμισα. Κατάλαβα ότι την έκανα την κοτσάνα. Αμέσως βγήκα και μπήκα στο άλλο δίπλα (ευτυχώς, δεν με είδε κανείς/καμία). Μπήκα λοιπόν στο σωστό εστιατόριο και μου είπαν να περιμένω. Δύο τραπέζια ήταν μόνο γεμάτα. Μαύρη μαυρίλα πλάκωσε, όλοι φορούσαν μαύρα έτσι κυριλέ και καθώς πρέπει. Η αρχισερβιτόρα ήταν βαμμένη γκόθικ πορσελάνινη κούκλα. Κάθισα στο μπαρ, δίπλα στο ένα τραπέζι.

(ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΗΜΕΙΩΣΩ ΟΤΙ ΕΓΩ ΕΧΩ ΑΛΛΕΡΓΙΑ ΣΤΑ ΘΑΛΑΣΣΙΝΑ ΚΙ ΕΧΩ ΚΑΝΕΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΠΑΝΩ ΣΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ –ΧΑ, ΕΙΡΩΝΕΙΑ ΠΑΝΤΟΥ, ΗΘΕΛΑ ΑΠΛΩΣ ΝΑ ΒΓΑΛΩ ΦΡΑΓΚΑ Η ΓΥΝΑΙΚΑ)

Δεν βρωμούσε ψάρι καθόλου, αντίθετα από ό,τι περίμενα και από ό,τι έμαθα από την ψαροφάγα μάνα μου, τα πολύ φρέσκα ψάρια δεν μυρίζουν. Στο μυαλό μου, οι πλούσιοι δικαιούνται φρέσκα ψάρια που δεν μυρίζουν. Ξεκοκάλιζαν η αρχισερβιτόρα και ο βοηθός της σε ένα τραπεζάκι ένα τεράστιο ψάρι (ΟΛΟΚΛΗΡΟ, ΜΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΑΚΟΜΑ ΤΟ ΚΑΗΜΕΝΟ) και το φιλέταραν σε πιάτα με σαλάτα από αυτές που έχει έτοιμη στις σακούλες στα σούπερ μάρκετ, απλώς και προφανώς μαγειρεμένη τέλεια. Περίμενα και περίμενα. Έβλεπα τους πελάτες, ήταν ένα τετράγωνο τραπέζι που σε κάθε του πλευρά κάθονταν δύο άτομα και κάπως αραιά. Όλα ήταν κάπως αραιά, όπως και οι μερίδες. Στο τραπέζι αυτό μιλούσαν μόνο οι άνδρες, είχαν κάποιο μπίζνες μίτινγκ. Είχαν καταπιαστεί να μιλάνε για κάτι οικονομικά ζητήματα και τις επιχειρήσεις τους με πολύ βαρετό τρόπο, ενώ πίνανε πανάκριβο ροζέ κρασί που το ζήλεψα λίγο. Οι γυναίκες τους είχαν έρθει σαν συνοδοί, ντυμένες σαν εντελώς κομψές πριγκίπισσες της Αγγλίας (ΞΕΡΩ ΓΩ), χωρίς να μιλάνε, πανέμορφες με έναν παγωμένο τρόπο και χωρίς καμία ρυτίδα (ΔΕΝ ΠΑΙΖΕΙ ΝΑ ΠΕΡΝΑΝΕ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΔΥΣΚΟΛΑ). Το φαΐ το τρώγανε με εγκράτεια (ΔΕΝ ΤΟ ΛΕΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΩΡΑΙΑ ΠΑΡΕΑ ΠΟΥ ΒΓΗΚΕ ΓΙΑ ΦΑΓΗΤΟ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ ΚΑΛΑ). Δεν μιλούσαν καθόλου, ούτε μεταξύ τους.

Επιτέλους, η αρχισερβιτόρα τελείωσε το φιλετάρισμα και ήρθε κάθισε δίπλα μου. Με κοίταξε με επιτιμητικό ύφος. Είχε προφορά αλλοδαπή, αλλά δεν περίμενα ότι θα έγραφε το όνομά μου τόσο ανορθόγραφα που λες το έκανε επίτηδες (ΑΝΔΙΓΩΝΗ). Μου έκανε μία ανάκριση στο πόδι, δεν το λες καθόλου συνέντευξη. Με ρωτούσε τι πήγα να κάνω εκεί, αφού δεν έχω την ακριβώς κατάλληλη προϋπηρεσία (ΠΑΡΟΤΙ ΕΙΠΑ ΚΑΙ ΚΑΝΑ ΔΥΟ ΨΕΜΑΤΑΚΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΑΥΤΟ, ΓΙΑ ΝΑ ΛΕΜΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ. ΜΑΛΛΟΝ Η ΠΡΟΫΠΗΡΕΣΙΑ ΠΟΥ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΝ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΕΧΕΙΣ ΔΟΥΛΕΨΕΙ ΣΕ ΑΥΤΟ ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ ΠΑΛΙΑ, ΠΕΡΥΣΙ ΞΕΡΩ ΓΩ ΚΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΧΕΣ ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΙ ΝΑ ΕΙΠΕΣ ΔΕΝ ΞΑΝΑΡΧΟΜΑΙ ΓΙΑ ΠΛΑΚΑ; Η΄ ΣΤΟ ΔΙΠΛΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΕΡΒΙΤΟΡΟΥΣ ΠΙΓΚΟΥΙΝΟΥΣ). Μου είπε το ημερομίσθιο, τριάντα ευρώ για δεκάωρο και όσο πάει, δύο δοκιμαστικά, πολλές υπερωρίες, εφτά μέρες στα εφτά και μπορεί να αυξηθεί ο μισθός δέκα ευρώ, αν γίνω έμπειρη (ΩΣ ΕΚ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΣ). Πέρα από το όνομά μου (ΠΟΥ ΜΕ ΤΥΦΛΩΣΕ ΤΟ ΠΩΣ ΤΟ ΕΓΡΑΨΕ) έγραψε λάθος τον αριθμό μου (ΤΕΡΜΑ ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ: ΔΕΝ ΘΑ ΣΕ ΠΑΡΟΥΜΕ ΠΟΤΕ ΤΗΛΕΦΩΝΟ). Και η βαμπ μου μίλησε λίγο υποτιμητικά ακόμα που τολμώ να σπουδάζω δεύτερη σχολή και πώς θα μπορέσω να τη συνδυάσω και τι έχω στο μυαλό μου ότι θα κάνω και αυτοί θέλουν ένα άτομο που να ξέρει τη δουλειά να το προσλάβουν για πάντα. Οπότε κι έπειτα έφυγα άρον-άρον. Είχε πολύ τουπέ η αρχισερβιτόρα (ΤΗΣ ΕΔΩΣΑ ΧΩΡΟ ΝΑ ΕΠΙΒΛΗΘΕΙ) και φαινόταν ότι θέλει να με φιλετάρει κι εμένα πέρα από το ψάρι, μπας και στρώσω και μάθω (ΤΩΡΑ ΤΙ, ΘΑ ΣΑΣ ΓΕΛΑΣΩ).

Δεν με πήραν φυσικά ποτέ τηλέφωνο. Από το παιδί που δουλεύει σεφ, μάθαμε ότι με βρήκανε πολύ μικρή και αυτή ήταν η μόνη δικαιολογία που βρήκαν. Τέλος. Δεν πήγα ποτέ να φιλετάρω νεκρά ψάρια (ΕΥΤΥΧΩΣ, ΜΑΛΛΟΝ, ΓΙΑΤΙ Η ΠΕΤΣΑ ΜΟΥ ΘΑ ΓΙΝΟΤΑΝ ΤΣΙΜΕΝΤΟ). 


Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2018

Συνέντευξη για μοντέλο ζωγραφικής σε γνωστό ζωγράφο

Μου προτείνει η ξαδέρφη μου έναν ζωγράφο που ψάχνει μοντέλα για το εργαστήριό του. Τη ρωτάω δύο-τρεις φορές αν είναι όντως σοβαρή δουλειά και αν είναι όντως σοβαρός ο τύπος αυτός. Μου λέει ναι. Τον ψάχνω στο ίντερνετ, έχει μπλογκ με τις εκθέσεις που έχει κάνει και τέτοια και φαίνεται κάπως ψιλοδιάσημος. Τον παίρνω τηλέφωνο, παρότι ψάχνει για γυμνό μοντέλο, του λέω ότι δεν ξέρω αν είμαι διαθέσιμη για αυτό. Μου λέει να περάσω από εκεί να το συζητήσουμε. Για είκοσι ευρώ το τρίωρο. 
Κανονίζουμε μέρα και ώρα. Πηγαίνω, λοιπόν, στην Ευζώνων στο εργαστήριό του, ένα πρωινό που δεν ήξερα ότι θα αντιμετωπίσω τον σύγχρονο ελληνικό σουρεαλισμό για μια ακόμα φορά. Η πολυκατοικία δεν λέει πουθενά ότι έχει εργαστήρι ζωγραφικής, οπότε μπαίνω κάπως επιφυλακτικά μέσα. Ανεβαίνω στον πρώτο όροφο, έχει δύο σπίτια με μεγάλες ταμπέλες και τα δύο δικά του. ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑΣ-ΖΩΓΡΑΦΟΣ και το όνομά του δίπλα. Ανοίγει τη μία πόρτα με καλησπερίζει έτσι με περισσή ευγένεια. Περίοπτος τύπος, ασπρομάλλης με γυαλάκια, ντυμένος έτσι με μαύρα ρούχα (ΨΑΓΜΕΝΟΣ, ΣΕ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΕΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ), όμως με ακριβά παπούτσια ολοκαίνουργια (ΓΝΩΣΤΗ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΜΑΡΚΑ). Μου λέει ότι μου πήρε καφέ και τον αρνούμαι ευγενικά, γιατί δεν πίνω. 
Μπαίνω μέσα και βλέπω ότι το εργαστήρι είναι πολύ κυριλέ. Γυαλιστερά όλα και πολύ περιποιημένα, αιθέρια πανιά να κρέμονται, στο βάθος παίζει μία μουσική compact disc club reflections και σε λίγο θα ανατείλει ο βούδας από κάπου και θα μας διακόψει. Όλα φαίνονται εντελώς ατμοσφαιρικά, κι όμως.
 (ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΗ;) 
Η πολλή τελειότητα δεν συνηθίζεται στα εργαστήρια τέτοιου τύπου. Δεν βλέπω πουθενά μπογιές, πινέλα, τίποτα που να δείχνει ενεργό ζωγράφο. Όλα στην εντέλεια, ένας χώρος με καβαλέτα και σκαμπό και χαλάκια ολοκαίνουργια. Πολλή ατμόσφαιρα για το τίποτα. Κάτι σχεδιάκια που είχε κρεμασμένα στους τοίχους ήταν κάπως ωραία, αλλά οι πίνακες με τις γυμνές γυναίκες ήταν χειρότεροι κι από τους δικούς μου. Μου είπε ότι όλα τα έργα γύρω είναι δικά του (οπότε εκεί αρχίζω και υποψιάζομαι ότι κάτι πάει κάπως στραβά). Ο τύπος ήταν λες και έπαιζε σε σίριαλ τον στερεοτυπικό ζωγράφο/καλλιτέχνη/ηδονοκανίβαλο των σωμάτων. Μιλούσε και με έναν τόνο τύπου «πασπατεύω τον αέρα και ελπίζω και κάτι παραπάνω σύντομα». 
Με πήγε σε ένα χώρο με κάτι προβολείς που έπεφταν πάνω μου και με τύφλωναν κι όσο μιλούσαμε εγώ τους έκλεινα κι αυτός τους ξανάνοιγε. Πολύ αστείο αυτό με τους προβολείς. Το πρώτο πράγμα που μου είπε είναι ότι τον πειράζει να έχει μοντέλα που πηγαίνουν εκεί για τη δόση τους ή για να πάρουν τα τσιγάρα τους (ΣΚΕΦΤΟΜΟΥΝ ΤΙ ΣΚΑΤΑ, ΠΑΛΙ ΚΑΛΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΠΑ ΝΑ ΚΑΝΩ ΤΣΙΓΑΡΟ ΚΑΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΡΑΓΕ ΟΝΤΩΣ ΧΡΗΣΤΡΙΕΣ/ΕΣ ΠΟΥ ΞΕΠΟΥΛΙΟΥΝΤΑΙ ΣΕ ΖΩΓΡΑΦΟΥΣ ΓΙΑ ΜΟΝΤΕΛΑ; ΠΩΣ ΚΑΘΟΝΤΑΙ ΤΡΕΙΣ ΩΡΕΣ ΑΚΙΝΗΤΟΙ/ΕΣ;). Μετά μου είπε ότι τον πειράζει να έρχονται άτομα μόνο για τα λεφτά (ΣΚΕΦΤΟΜΟΥΝ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΟΤΙ ΠΡΟΦΑΝΕΣΤΑΤΑ ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ ΓΙΑ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΓΙΑΤΙ ΠΙΣΤΕΥΑ ΟΤΙ ΗΜΟΥΝ Η ΓΚΑΛΑ, Η ΥΠΕΡΜΟΥΣΑ, ΚΑΙ ΟΤΙ ΕΙΧΑ ΠΑΕΙ ΣΤΟΝ ΝΤΑΛΙ, ΤΟΝ ΥΠΕΡΖΩΓΡΑΦΟ, ΝΑ ΜΕ ΚΑΝΕΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΠΙΟ). Μου είπε να κάτσω σε μία καρέκλα, κάθομαι, βγάζω παλτό και τα λοιπά. 
Του λέω πρώτο πράγμα κι εγώ, ότι δεν διατίθεμαι να ξεγυμνωθώ εντελώς. Μου είπε ότι μπορεί να με δει απλώς με εσώρουχα (ΟΥΤΕ ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΗΜΟΥΝ ΣΙΓΟΥΡΗ). Οπότε μου ζητάει να βγάλω τη φούστα, τη βγάζω μένω με το καλσόν. Μετά μου είπε να βγάλω και τη μπλούζα τη βγάζω μένω με φανελάκι κι ένα δαντελωτό μπουστάκι να φαίνεται από μέσα. Μου λέει δύο-τρεις φορές μεταξύ μπουρδολογίας του «καλλιτέχνη», όπως αυτοαναφερόταν, ότι το εσώρουχό μου είναι πολύ ωραίο, μα πάρα πολύ ωραίο, πόσο ωραίο. Με το που μου το λέει δεύτερη φορά, αρχίζω να ξαναντύνομαι και του εξηγώ ότι δεν το έχω, μάλλον. Άλλαξα γνώμη, ας το αφήσουμε. Του λέω ότι είμαι κάπως αμήχανη, όχι γιατί πιστεύω ότι είναι ανήθικο ή κάτι τέτοιο το γυμνό σώμα στη ζωγραφική ή στην τέχνη γενικότερα (ΓΙΑΤΙ ΜΕ ΡΩΤΗΣΕ), αλλά γιατί με ενοχλεί το ανδρικό βλέμμα. Με ρωτάει να του εξηγήσω τι εννοώ (ΕΚΕΙ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΣΗΚΩΘΩ ΝΑ ΦΥΓΩ, ΑΛΛΑ ΕΙΜΑΙ ΚΑΠΩΣ ΕΤΣΙ ΣΤΡΑΒΗ ΚΙ ΑΝΑΠΟΔΗ ΠΟΥ ΚΑΘΙΣΑ ΚΑΙ ΑΚΟΥΣΑ ΟΛΑ ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ). Προσπαθώ να του δώσω να καταλάβει ότι ο τρόπος με τον οποίο βλέπουν οι άνδρες –σύμφωνα με την πατριαρχία που είναι παντού στην πορνογραφία, στη βιομηχανία ομορφιάς, στις μόδες και στα πρότυπα- έχει καθορίσει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν οι γυναίκες το σώμα τους και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μη νιώθω άνετα να ξεγυμνωθώ μπροστά σε αυτόν, έτσι όπως με κοιτάει. Μου λέει ότι ο καλλιτέχνης τα βλέπει διαφορετικά τα πράγματα και ότι η τέχνη είναι έτσι και ότι είναι δικό μου το πρόβλημα που δεν μπορώ να δεχθώ το «βλέμμα λατρείας» (ΜΩΡΕ ΕΓΩ ΤΟ ΞΕΡΩ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ, ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΟΥ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟ ΒΛΕΠΕΙΣ Η΄ ΟΧΙ;). Του λέω δεν είναι καθόλου δικό μου το πρόβλημα, αν εγώ κυκλοφορώ και ντύνομαι όπως θέλω, υποτίθεται ελεύθερα, και οι άνδρες με κοιτάνε επιθετικά ή λάγνα ή μου λένε πράγματα που έχουν ως αποτέλεσμα να με κάνουν να νιώθω άσχημα, ενώ δεν τους έχω απευθυνθεί καθόλου. Ωστόσο, τον ρώτησα τι είναι αυτό ακριβώς το βλέμμα, στο οποίο αναφερόταν. 
Το «βλέμμα λατρείας», μου είπε, είναι το βλέμμα του άνδρα που βλέπει μία γυναίκα όμορφη και του αρέσει. Μου είπε ότι εγώ είμαι ευαισθητούλα και γλυκούλα και ότι θα ανοίξω, πού θα πάει (ΣΕ ΣΕΝΑ ΠΑΝΤΩΣ ΟΧΙ, ΣΙΧΑΜΕΡΟ ΑΠΟΒΡΑΣΜΑ) και ότι οι άνδρες είναι από τη φύση τους έτσι και όταν βλέπουν ωραία γυναίκα θα αντιδράσουν με αυτόν τον τρόπο και ότι θα την κοιτάξουν και θα τη θαυμάσουν. Επίσης, είπε ότι οι άνδρες είναι όντα μπρουτάλ από τη φύση τους πάλι και μπαίνουν ενεργητικά (ΕΤΣΙ ΑΚΡΙΒΩΣ, ΧΩΡΙΣ ΠΛΑΚΑ), ενώ οι γυναίκες θέλουν να αρέσουν και τις αρέσει να αρέσουν και αυτό είναι κοπλιμέντο για αυτές. Του εξήγησα ότι δεν συμφωνώ μαζί του, ότι δεν είναι έτσι όπως νομίζει όλες οι γυναίκες και όλοι οι άνδρες. Και ότι αυτό το «βλέμμα λατρείας» εμένα μου προκαλεί άγχος και εκνευρισμό και ότι δεν το θέλω καθόλου και ότι με ενοχλεί και με εμποδίζει να απελευθερωθώ. Μου είπε ότι δεν μπορεί να καταλάβει γιατί εμένα να με ενοχλεί να με κοιτάει με λατρευτικό βλέμμα ή να με βλέπουν οι άνδρες με λατρευτικό βλέμμα. Και του εξηγώ ότι αυτό περιορίζει την ελευθερία μου και με κάνει να νιώθω αμήχανα και (ΕΚΑΝΕ ΠΩΣ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕ Ο ΓΛΙΤΣΑΣ) του έφερα παράδειγμα: μία παραλία γυμνιστών που όλοι μπορούμε να περνάμε υπέροχα, μόνο που μπορεί να βρεθεί κάποιος και να αρχίζει να την παίζει και να μας κάνει όλους να θέλουμε να το βάλουμε στα πόδια (ΜΟΥ ΕΧΕΙ ΣΥΜΒΕΙ ΚΑΙ ΑΥΤΟ). 
Μου είπε ότι αυτός δεν είναι έτσι και ότι αυτό δεν το κάνουν όλοι και ότι το γυμνό γυναικείο σώμα είναι ό, τι πιο ωραίο υπάρχει, ότι είναι ιερό και άλλα τέτοια (ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ «ΤΕΧΝΗΣ»), και ότι δεν μπορεί να καταλάβει γιατί εγώ δεν μπορώ να δεχθώ το «βλέμμα λατρείας» (ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ Ο,ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΕΙΔΙΚΟΣ ΟΡΟΣ ΠΟΥ ΕΦΗΥΡΕ Ο «ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ» ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΕΙ ΤΑ ΓΟΥΣΤΑ ΤΟΥ). Οπότε προσπαθεί να το αιτιολογήσει μόνος του και ξεκινάει ένα παραλήρημα. Μου λέει ότι αν είμαι ομοφυλόφιλη αυτό δικαιολογείται, γιατί τότε γουστάρω τις γυναίκες, που μπορούν να κάτσουν και μία ώρα μετά το σεξ να μιλάνε περί ανέμων και υδάτων και είναι και πιο συναισθηματικές (ΚΑΙ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΤΟΥ ΦΕΡΩ ΚΑΠΩΣ ΜΙΑ ΚΑΡΕΚΛΑ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ, ΑΛΛΑ ΣΥΓΚΡΑΤΙΟΜΟΥΝ ΚΑΙ ΕΛΕΓΑ ΝΑΙ-ΝΑΙ, ΕΝΤΕΛΩΣ ΕΚΝΕΥΡΙΣΜΕΝΗ). Και μου είπε ότι μόνο σε τέτοια περίπτωση μπορεί να δεχθεί την άποψή μου. Του εξήγησα ότι μάλλον πρέπει να φύγω και ότι δεν χρειάζεται να δεχθεί καμία άποψή μου. Όταν του είπα να φύγω, κάπως ταράχθηκε και μου είπε ότι είμαι πολύ ωραία κοπέλα και ότι μπορεί να με δεχθεί και με εσώρουχα αυτός για την προσωπική του ζωγραφική στο εργαστήριο κάθε Δευτέρα 10:00-12:30, επί πληρωμή φυσικά (ΕΔΩ ΓΕΛΑΜΕ, ΓΕΛΑΜΕ ΠΟΛΥ). Του είπα ότι δεν ενδιαφέρομαι, ευχαριστώ. Μου είπε ότι θα μου φύγει το άγχος αυτό και ότι θα μου αρέσει και ότι στα μοντέλα που πάνε εκεί, φαίνεται ότι τις αρέσει να ξεντύνονται και να τις ζωγραφίζουν. Και ότι κάποτε τον κριτίκαραν και τον ρώτησαν αν όλες οι γυναίκες στη ζωή του είναι ωραίες, γιατί ζωγραφίζει μόνο ωραίες (ΦΥΣΙΚΑ, ΦΥΣΙΚΟΤΑΤΑ) και αυτός είπε ότι δεν του αρέσουν οι άσχημες, μισεί την ασχήμια (Ε ΡΕ ΤΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΑΡΑΣ, ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΕΧΕΙ). Συγκρατήθηκα να ανοίξω διάλογο για τη σχετικότητα του ωραίου και του άσχημου και για την τέχνη, γιατί στον τοίχο θα μιλούσα πάλι. 
Μου είπε ότι αυτό που κάνουν εκεί είναι σαν το σεξ στο τζάμι, θέλεις να σε δει και κάποιος απέναντι και αυτό είναι ωραίο (ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ ΕΔΙΝΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ). Τον ρώτησα γιατί ζωγραφίζει μόνο γυναίκες (ΚΑΠΩΣ ΣΕ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ Η΄ΘΑ ΤΟΝ ΕΒΡΙΖΑ Η΄ΘΑ ΡΩΤΟΥΣΑ ΑΥΤΟ). Και μου λέει ότι ζωγραφίζει γυναίκες, γιατί του αρέσει το γυναικείο γυμνό σώμα πάρα πολύ, όσο τίποτε άλλο και το ξέρει και η γυναίκα του που είναι διάσημη ηθοποιός του ΚΘΒΕ, μάλλον θα την ξέρω. Και μου είπε ότι είναι ζήτημα ομορφιάς, αφού του αρέσουν και οι σκύλοι πάρα πολύ –με ρώτησε αν ξέρω πόσο πολύ αγαπάει τους σκύλους (ΟΧΙ, ΔΕΝ ΗΞΕΡΑ, ΗΛΠΙΖΑ ΜΟΝΟ ΟΙ ΣΚΥΛΟΙ ΝΑ ΓΛΥΤΩΣΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ «ΤΕΧΝΗ» ΤΟΥ). Τους αγαπάει πάρα πολύ, είχε κολλήσει λίγο στους σκύλους (ΦΟΒΗΘΗΚΑ). Αλλά, του λέω, δεν βλέπω να έχετε ζωγραφίσει σκύλους με τα πόδια ανοιχτά. Μου είπε ότι του αρέσουν πολύ οι σκύλοι, τα σπίτια, τα ηλιοβασιλέματα (ΑΙΝΤΕΕΕ), αλλά ζωγραφίζει μόνο γυμνές γυναίκες και το εργαστήριο ουσιαστικά αυτό τον σκοπό έχει. Το γυμνό σώμα και τα απόκρυφα σημεία και την απεικόνιση του συναισθήματος (ΚΑΛΑ ΤΟ ΤΙ ΜΠΟΥΡΔΑ ΕΠΕΣΕ ΣΕ ΣΗΜΕΙΑ, ΠΟΥ ΤΟ ΠΗΓΑΙΝΕ ΕΤΣΙ ΚΑΠΩΣ ΑΜΠΕΛΟΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ, ΤΟΥ ΕΒΓΑΙΝΕ ΝΑ ΑΡΑΔΙΑΣΕΙ ΕΝΑ ΣΩΡΟ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΦΑΝΦΑΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ). 
Και του λέω άντρες γιατί δεν ζωγραφίζετε; (ΚΙ ΕΓΩ ΣΕ ΚΑΤΙ ΤΕΤΟΙΑ, ΔΕΝ ΣΥΓΚΡΑΤΙΕΜΑΙ ΝΑ ΜΗ ΜΙΛΗΣΩ, ΘΕΛΩ ΝΑ ΔΩ ΜΕΧΡΙ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΤΟ ΤΡΑΒΗΞΕΙ) 
Εκείνη την ώρα γελάει με ένα σάπιο, απαίσιο, γλοιώδες ύφος και μου λέει ότι κάποτε είχε ζωγραφίσει έναν άνδρα να εκσπερματώνει σε έναν βράχο και ότι τον είχαν κράξει για αυτό και ότι ο άνδρας αυτός απέτινε φόρο τιμής στις σειρήνες ας πούμε –και άρχισε να μου λέει για τις σειρήνες. Εγώ σηκώνομαι, του λέω ότι πρέπει να φύγω. Μου λέει ότι πρέπει να το ξανασκεφτώ και ότι θα ήταν πολύ καλό για μένα και ότι στο εργαστήριο έρχονται άτομα που δεν έχουν τις ίδιες απόψεις με μένα (ΤΙΣ ΚΑΚΕΣ ΑΥΤΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΟΝ ΑΦΗΝΟΥΝ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ ΧΩΡΙΣ ΚΡΙΤΙΚΗ ΟΤΑΝ ΞΕΝΤΥΝΕΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΠΡΟΦΑΣΗ ΤΗΝ «ΤΕΧΝΗ» ΚΑΙ ΤΟ «ΒΛΕΜΜΑ» ΚΑΙ ΤΟΝ «ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ» –ΑΝΤΕ ΠΑΡΑΤΑ ΜΑΣ ΒΡΕ ΟΥΓΚΑΝΓΚΟΝΓΚ, ΔΗΛΑΔΗ).  
Καθώς προχωράω για να φύγω και τον αποφεύγω για να μη με ακουμπήσει, με ακολουθάει κατά πόδας και προσπαθεί να με πείσει ότι είναι αξιοπρεπής (ΑΓΝΩΣΤΟ ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΜΕ ΠΕΙΣΕΙ, ΑΦΟΥ ΟΙ «ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΙΕΣ» ΚΑΙ «ΔΥΣΝΟΗΤΕΣ» ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΤΙΣ «ΑΝΟΙΧΤΟΜΥΑΛΕΣ» ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΣΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ), λέγοντας τη λέξη «αξιοπρεπές» συνεχώς. Τύπου: «Εμείς εδώ είμαστε αξιοπρεπέστατο εργαστήριο, έρχονται πολύ αξιοπρεπείς άνθρωποι και τα μοντέλα μας είναι αξιοπρεπή και έχουμε κάνει αξιοπρεπέστατη δουλειά και αξιοπρεπέστατα πρότζεκτ όπως βλέπεις. Μετά μου είπε, λίγο πριν ανοίξω την πόρτα ότι ζωγραφίζουν και γιαγιάδες και παππούδες και θείους και θείες και γέρους και γριές (ΕΝΩ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΛΙΓΑ ΛΕΠΤΑ ΕΛΕΓΕ ΠΩΣ ΑΥΤΟΣ ΖΩΓΡΑΦΙΖΕΙ ΜΟΝΟ ΓΥΜΝΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΤΙ ΛΑΤΡΕΥΕΙ ΤΙΣ ΝΕΕΣ ΟΜΟΡΦΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΟΤΙ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ. ΑΓΝΩΣΤΕ ΘΕΕ, ΠΩΣ ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΦΥΓΕΙ ΝΩΡΙΤΕΡΑ). 
Βγαίνοντας, ένιωσα πιο ανάλαφρη και συνειδητοποίησα ότι το βάρος από το οποίο ένιωσα ότι απαλλάχθηκα ήταν το «βλέμμα λατρείας» που αυτός προσπαθούσε να μου εξηγήσει τόση ώρα (ΝΑ ΤΟ ΚΑΙ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ, ΗΡΘΕ). 
Έφυγα από εκεί σχεδόν γελώντας, γιατί αυτά που ζω είναι τόσο μα τόσο σουρεάλ (ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΠΟΛΥΤΙΜΕΣ ΚΩΛΟΚΟΤΡΩΝΕΣ, ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΧΡΥΣΟΠΟΙΚΙΛΤΟΙ ΤΥΠΟΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΡΝΟΥΝ ΕΤΣΙ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΑΦΗΝΟΥΝ ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ ΤΟΥΣ). Μετά την απομάκρυνση από το ταμείο που δεν οδήγησε πουθενά, πραγματικά δεν καταλαβαίνω τίποτα. Και απορώ πώς πηγαίνουν εκεί νέες γυναίκες και ξεντύνονται μπροστά σε αυτόν τον γλοιώδη μπαρμπούτσαλο ψωνάρα τύπο που έχει γίνει και διάσημος (ΣΤΟΥΣ ΤΥΦΛΟΥΣ, Ο ΜΟΝΟΦΘΑΛΜΟΣ). Τι να πω. Άνεργη αιωνίως, και με τη βούλα. 

Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2018

Απραγματοποίητη συνέντευξη σε μπαρ οπισθίων

 Μέσα στην απελπισία μου, λόγω απόρριψης από την αεροπορική, έψαχνα και σήμερα για δουλειά. Βρήκα σε μία σελίδα για μπαρ/σέρβις/ντιτζέι, μία αγγελία για σέρβις κι έστειλα μήνυμα. «Ζητείται κοπέλα για μπαρ-σέρβις/περιοχή Εύοσμος.», έτσι έλεγε η αγγελία. Μιλάμε με τον αγγελιοδότη και του λέω ότι ενδιαφέρομαι για σέρβις. Μπαρ δεν ξέρω. Μου λέει, θα μου το μάθουν εκεί. Ζητάνε μια κοπέλα εύθυμη, χαρούμενη, κοινωνική με τους πελάτες. Ηλικίας 30-50 ετών. Του λέω ότι είμαι εικοσιπέντε και δεν δείχνει να τον πειράζει. Λέει ωραία (ΚΙ ΕΓΩ ΛΕΩ, ΤΕΛΕΙΑ). Μου λέει δεν σε πειράζει που θα δουλέψεις σε μαγαζί με άτομα μεγαλύτερων ηλικιών; Λέω όχι (ΚΑΝΕΝΑ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΟΤΙ ΘΑ ΕΙΝΑΙ). 
Το μαγαζί ήταν στον μαγευτικό Εύοσμο. Μπαίνω στη σελίδα του στο φέισμπουκ. Ήμουν ψυλλιασμένη, γιατί έχω δει κι άλλες αγγελίες κι όταν έψαξα τις σελίδες τους στο φέισμπουκ είδα περί τίνος πρόκειται και δεν μπήκα καν στον κόπο. Αυτό το μαγαζί είχε μόνο κάτι εικόνες από ένα μπαρ και κάτι ποτά. Απλά πράγματα, όχι τίποτα χάρντκορ αισθητικά. Κανένας κώλος, πουθενά γαρύφαλλα, καμία τύπισσα να χορεύει σε τραπέζια, κανένας νονός της νύχτας. Και να πήγαινε κάπου περίεργα το μυαλό μου, δεν ήθελα να πιστέψω ότι πρόκειται για ειδική συνθήκη. Οπότε ρωτάω για μισθό και ασφάλιση. Μου λέει σαράντα-πενήντα ευρώ τη βραδιά, ανάλογα και τέσσερα ένσημα. Ψάχνω στους χάρτες για να δω πού ακριβώς βρίσκεται και με βγάζουν σε μία πλατεία-αλάνα στη μέση του πουθενά και ένα μαγαζί με ψιλικά. Μυστήρια πράματα. Τέλος πάντων. Όταν ψάχνεις για δουλειά και σου λένε σαράντα-πενήντα ευρώ, λες θα πας κι ας σου βγει και σε κακό. Μπαίνω και στο προφίλ του τύπου, βλέπω έναν απλό τύπο και λέω οκέι. Κλείνουμε ώρα για να πάω από εκεί για δοκιμαστικό-συνέντευξη. 
(ΑΠΛΩΣ ΑΠΟΡΩ, ΑΥΤΟΣ ΔΕΝ ΕΙΔΕ ΚΑΘΟΛΟΥ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΠΡΟΦΙΛ; ΝΑ ΜΕ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙ, ΝΑ ΜΟΥ ΠΕΙ ΚΑΤΙ. ΝΑ ΜΕ ΡΩΤΗΣΕΙ, ΚΟΠΕΛΙΑ, ΕΙΣΑΙ ΣΙΓΟΥΡΗ ΟΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΔΟΥΛΕΨΕΙΣ ΕΔΩ; ΚΑΤΙ ΡΕ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ ΛΕΣ ΣΕ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ. ΣΥΡΜΑ! ΞΕΡΩ ΓΩ… ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΤΙΠΟΤΑ)
Παρά την παγωνιά και την περίοδό μου που με είχε κατάκοιτη, σηκώνομαι, ντύνομαι και πριν βγω από το σπίτι σκέφτομαι πως δεν θέλω καθόλου να πάω. Αλλά πάω. Παίρνω το λεωφορείο, με αφήνει σε μία διασταύρωση, παίρνω το άλλο λεωφορείο. Πάω στον Εύοσμο και ο οδηγός του λεωφορείου που τον ρωτάω για τη στάση μου λέει ότι εδώ είναι ερημιά και μπέρδεμα και θα μπερδευτώ. Του λέω δεν πειράζει. Φοράω ένα φόρεμα άνετο κάπως και μποτάκια. Κατεβαίνω και περπατάω στο σκοτάδι με το κινητό και τον χάρτη. Και στενό-στενό φτάνω και μπροστά στο μαγαζί. Για μια στιγμή στέκομαι. Είναι ένα μαγαζί μικρό, στη μέση του πουθενά κυριολεκτικά και έχει δύο τραπέζια από έξω. Μέσα θεοσκότεινο με μωβ λάμπες, σαν κιτς ενυδρείο. Μία τύπισσα μέσα στο μπαρ με μίνι δερμάτινη φούστα, ξανθό βαμμένο μαλλί μέχρι τον κώλο (ΝΑ ΚΙ Ο ΚΩΛΟΣ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΨΑΧΝΑ) και ψηλές μπότες με στιλέτο τακούνι. 
Αναρωτιέμαι τι κάνω στη μέση του πουθενά με το κασκολάκι μου και τα μποτάκια μου. Βλέπω έναν τύπο μπροστά μου να βγαίνει από το αμάξι του και να πηγαίνει φουριόζος προς τα μέσα. Μία οθόνη στο βάθος να παίζει πασαρέλα από ιταλικό κανάλι. Κι έναν ακόμα τύπο να κάθεται σε ένα τραπέζι μπροστά στο τζάμι και να κοιτάει έξω. Σκέφτομαι ότι μπορεί να είναι το αφεντικό και συνειδητοποιώ εκείνη την ώρα ότι με κοιτάει, οπότε τρέχω προς τα κάτω και κάνω πως δεν κοιτάω (ΜΗ ΜΕ ΦΩΝΑΞΕΙ, Ε ΚΟΠΕΛΙΑ! ΕΔΩ ΕΙΜΑΣΤΕ). Αν κι εμένα έτσι όπως είμαι, τι να με κάνουν εκεί. Μόνο κλόουν-διασκεδάστρια με φαντάζομαι. Το μαγαζί ήθελε περισσότερα πράγματα από σέρβις. Αλλά και να μη τα ήθελε από μένα, μου έριξα άκυρο από μόνη μου. 
Έφυγα άρον-άρον και πήγα να πάρω τα δυο μου λεωφορεία για το σπίτι. Στον δρόμο περπατούσα σαν χαμένη. Άλλοι άνθρωποι έχουν προορισμό. Κι εγώ για σαράντα ευρώ πείστηκα πως θα τον βρω στο κονσομασιόν μαγαζάκι της γειτονιάς. 
Μου λένε ότι ψάχνω ιστορίες για το μπλογκ μου και όχι δουλειά. Αν κάποιος/α έχει να μου προτείνει μία αξιοπρεπή δουλειά με μισθό, δεν θα πω όχι. Δεν είναι χόμπι αυτό το πράγμα, κατάντια είναι. Το μπλογκ λειτουργεί ως απέλπιδο μέσο επικοινωνίας του παραλογισμού της ανεργασίας που αντιμετωπίζουν μαζί με μένα πόσα ακόμα άτομα εκεί έξω. Όποιος/α ψάχνει για δουλειά στη Θεσσαλονίκη –από ό,τι μου είπαν οι υποψήφιες αεροσυνοδοί κι Αθήνα στην ίδια παραδεισένια φάση είναι– σίγουρα θα έχει πετύχει κάτι από όλα αυτά. Ζούμε σε αυτόν τον κόσμο, σε αυτή τη χώρα, σε αυτές τις πόλεις, με αυτές τις δουλειές, με αυτούς τους μισθούς, με αυτά τα αφεντικά. Παντού γύρω μας, αυτό είναι. Ωμά κι απλά. Κι εγώ δεν βρήκα δουλειά, για ακόμα μία φορά. 

Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018

Συνέντευξη σε αιγαιοπελαγίτικη αεροπορική εταιρεία

Για να είμαι ειλικρινής, δεν θα ήθελα να γράψω αυτό το κείμενο. Θα ήθελα να με είχαν προσλάβει σε αυτή τη δουλειά να βγάλω κανένα φράγκο να υπάρξω λίγο πιο ανθρώπινα. Είναι από τις λίγες δουλειές που έλεγα ότι αν με πάρουν, θα μπορώ να ζήσω με τα λεφτά που θα βγάζω, έστω για κάποιο χρονικό διάστημα. Αλλά δεν συνέβη αυτό. Δεν ήταν γραφτό μου μάλλον. 
Είναι κάποιον καιρό τώρα που ψάχνω πάλι για δουλειά. Τον Δεκέμβρη πέρασα με κατατακτήριες σε δεύτερη σχολή –στη σχολή των ονείρων μου, αν ζούσαμε σε άλλον κόσμο, όπου η λέξη όνειρο δεν έχει πάρει τη μορφή εφιάλτη. Αλλά δεν ξέρω αν θα έχω την πολυτέλεια να την παρακολουθήσω κανονικά ή να κάνω τουλάχιστον βήματα προς τους σκοπούς μου, στα τυφλά και χωρίς καθόλου εισοδήματα. Τα μπέιμπι σίτινγκς καλά κρατούν και είναι το ιδανικό μου να είμαι με παιδιά όλων των ηλικιών, αλλά δεν μπορώ να βιοποριστώ από αυτά, δυστυχώς. Οπότε, μπήκα στην διαδικασία να αρχίσω να ψάχνω πάλι δουλειά. Κάνω ό,τι να ‘ναι. Μέχρι και για μοντέλο για ζωγράφους μπορεί να πάω (ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΕΙΔΑ ΤΑ ΑΕΡΟΠΛΑΝΑ ΑΝΑΠΟΔΑ). Αγγελία στην αγγελία έπεσα πάνω στη ζήτηση αεροσυνοδών και τηλεφωνητριών/των για την ελληνική αυτή γνωστή αεροπορική εταιρεία. Σκέφτηκα ότι είναι στην Ελλάδα και σκέφτηκα ότι με είχαν πάρει και στην αραβική εταιρεία όπου έδωσα αντίστοιχη συνέντευξη και ο μόνος λόγος που δεν πήγα ήταν η τοποθεσία και η θρησκεία. Χωρίς πολλά-πολλά έστειλα βιογραφικό και στις δύο θέσεις που ζητούσαν. 
Μέσα σε πολύ λίγο χρόνο με πήραν τηλέφωνο ένα πρωί και μου είπαν πώς ήθελαν να είμαι ντυμένη. Φούστα στενή κάτω από το γόνατο, τιραντέ μπλουζάκι, μαζεμένο μαλλί πίσω σε χαμηλό κότσο, ελαφρύ βάψιμο, γόβες ή μπαλαρίνες. Με καλέσανε στην πρώτη συνέντευξη στην Αθήνα. Μου στείλανε και ένα μέιλ όπου περιγράφονταν αναλυτικά οι οδηγίες για την εμφάνισή μου, για τον χώρο της συνέντευξης και για τη διαδικασία. Μετά από αγχώδεις σκέψεις μίας εβδομάδας, αποφάσισα να πάω. Δουλειά είναι, λες. Δεν μπορείς να πεις όχι στο να δοκιμάσεις. Κι ας έχεις φάει τις απορρίψεις με τη  μεγάλη κουτάλα της σούπας. Λες, θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό, ας μου βγει και σε ξινό, ας μου βγει κι αυγό ποσέ. Οι γύρω σου σού λένε, πήγαινε, θα σε πάρουν, μια χαρά κοπέλα είσαι, έχεις και το ύψος και τις γλώσσες και τα πτυχία, γιατί να μη σε πάρουν (ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΚΑΤΙ ΜΟΥ ΕΛΕΓΕ, ΠΩΣ ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟ ΑΥΤΑ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΣΗΜΑΣΙΑ, ΓΙΑΤΙ ΖΟΥΜΕ ΣΤΗ ΜΑΓΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΕΨΙΜΑ ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΗ ΕΛΛΑΔΑ!). 
 Η συνέντευξη γινόταν σε ένα τεράστιο, υπερλούξ, πανάκριβο ξενοδοχείο απέναντι από τον διεθνή αερολιμένα Αθηνών. Κι ας μου φαινόταν μεγάλο έξοδο μία επίσκεψη στην Αθήνα κι ας ζορίστηκα λίγο, σκέφτηκα ότι μπορεί να με έπαιρναν και να είχα μία δουλειά για να βιοποριστώ λίγο πιο ανθρώπινα. Όπως είπαμε. Η σκέψη ήταν ο βιοπορισμός, η επαγγελματική αποκατάσταση, ας πούμε. 
Τι σημαίνει το να κατέβεις στην Αθήνα με αυτό τον σκοπό, για μένα και για οποιαδήποτε άλλη υποψήφια κατέβηκε από τον μακρινό Βορρά; Σημαίνει ότι έπρεπε να φιλοξενηθούμε από φίλο/η. Ευτυχώς έχω έναν καλό μου φίλο στην Αθήνα και μπόρεσα να φιλοξενηθώ. Έπρεπε να πάρω τρένο (ΟΣΕ) -έξι ώρες- από την προηγούμενη μέρα. Έχω την ευρωπαϊκή κάρτα νέων και το πήρα σε στάνταρ τιμή (δώδεκα ευρώ). Ο φίλος μου μένει Κάτω Πατήσια, οπότε έπρεπε να ξυπνήσω νωρίς το πρωί  και να πάρω το τρένο που έκανε μισή ώρα, για να πάω στη μπλε γραμμή του μετρό, ντυμένη έτσι όπως είπαμε. Ντύθηκα, βάφτηκα ελαφρώς (όπως σε όλες τις άλλες δουλειές), προσπάθησα να μαζέψω τις μπούκλες, αλλά θα φαινόμουν σαν παστωμένη μαφιόζα και δεν το έκανα. Τις άφησα έτσι, μικρές και κοντές και ακανόνιστες και είπα μέσα μου ότι δεν θα με απορρίψουν εξαιτίας των μαλλιών μου –μαλλιά είναι, φτιάχνονται. 
(ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ)
Λίγα πράγματα για τη μπλε γραμμή ενημερωτικά σε όσους/ες δεν γνωρίζουν (όπως ήμουν εγώ το ξέμπαρκο). Η μπλε γραμμή σταματάει στη στάση Δουκίσσης Πλακεντίας (ΑΛΛΟΥ ΔΕΝ ΒΡΗΚΑΝ ΝΑ ΤΗΝ ΤΙΜΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΚΑΗΜΕΝΗ ΤΗ ΔΟΥΚΙΣΣΑ, ΕΙΠΑΝ ΣΤΟ ΜΕΤΡΟ, ΕΚΕΙ ΣΤΗΝ ΑΛΛΑΓΗ ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΥ ΜΕΙΝΕΙ ΚΙΟΛΑΣ). Από εκεί κάνει δέκα με είκοσι λεπτά να έρθει η σύνδεση για αεροδρόμιο. Η μπλε γραμμή σημαίνει δέκα ευρώ εισιτήριο ή ελεγκτή και εξηνταπλάσιο πρόστιμο. Εγώ ανέβαινα με ένα ελαφρύ (ΝΑΙ, ΚΑΛΑ) άγχος, γιατί προτίμησα το ρίσκο του να διαχειριστώ έναν ελεγκτή με την απόδειξη της ανεργίας στην τσάντα μου (ΜΙΑ ΦΩΤΟΤΥΠΙΑ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΟΥ ΟΑΕΔ) και το γνωστό, σιχαμερά ευγενικό μπλα-μπλα μου. 
Κουβαλούσα μαζί και τις χαζές χαμηλές γόβες σε μία πλαστική σακούλα και φορούσα τα μποτάκια μου με το καλσόν στο ηλίθιο «χρώμα του δέρματος» και το παλτό μου από τα σέκοντ χαντ(ΑΝΤΙΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΟΛΕ). Έτρωγα μπάρες δημητριακών στη Δουκίσσης Πλακεντίας, γιατί δεν προλάβαινα να φάω τίποτε άλλο. Ήμουν εκεί δέκα λεπτά νωρίτερα. Βρήκα αμέσως που έπρεπε να πάω κι ας είχα τζετ λαγκ από τα τρένα. Το ξενοδοχείο ήταν τεράστιο, αδύνατο να μη το δεις, κατεβαίνοντας από το μετρό. Κατευθύνθηκα προς τα εκεί. Είχα ένα περίεργο θάρρος, επειδή είχα στο νου μου ότι δεν είναι το όνειρο της ζωής μου και θα είμαι άνετη και κουλ ό,τι και να γίνει. Αλλά έδινα στην εαυτή μου κίνητρο συνεχώς (ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΠΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΤΟ ΕΒΑΛΑ ΣΤΑ ΠΟΔΙΑ), καθώς καταλάβαινα πως χρειαζόμουν τη δουλειά και πως βρισκόμουν για αυτόν τον σοβαρότατο λόγο εκεί. 
Αυτή η σκέψη με βοηθούσε να δεχθώ διάφορα που μου συνέβαιναν, όπως το γεγονός ότι στην Αθήνα θα γινόταν χαμός σε δύο-τρεις μέρες κι εμείς εδώ δίναμε συνεντεύξεις σε λουξ ξενοδοχείο για να έχει η αεροπορική δούλες για το καλοκαίρι.
Αλλά μου κόπηκε γρήγορα ο οποιοσδήποτε καθαρός αέρας είχε μπει στα ρουθούνια μου. Ήδη από την είσοδο του ξενοδοχείου, κατάλαβα πόσο καημένη φαινόμουν με τη δανεική στενή φούστα, τα γοβάκια μου που τα άλλαξα δύο στάσεις πριν κατέβω, μέσα στο μετρό, την πλαστική μου σακούλα στο χέρι με τα μποτάκια και το μαλλί μου. Το μαλλί μου ήταν αυτό που με έκανε να ξεχωρίσω σαν τη μύγα μέσα στο γάλα. Όχι μόνο είναι πλέον τόσο κοντό που δεν μαζεύεται, αλλά είναι και σγουρό και πέρα-βρέχει από μόνο του (ΕΚΑΝΕ ΚΑΠΩΣ ΜΠΑΜ). Οι τύπισσες που περίμεναν στην είσοδο ήταν όλες πανέμορφες, πολύ καλοντυμένες και περιποιημένες (ΠΑΙΖΕΙ ΝΑ ΞΥΠΝΗΣΑΝ ΚΙ ΑΠΟ ΧΘΕΣ ΝΑ ΕΤΟΙΜΑΣΤΟΥΝ). Φορούσαν σακάκια κι έτσι πολύ ωραία και ακριβά ρούχα και πολύ ωραία πανύψηλα παπούτσια που τα περπατούσαν αργά και λίγο τρεμουλιαστά. Κάποιες από αυτές ήταν λες και είχαν γεννηθεί για αυτόν ακριβώς τον σκοπό και οι άλλες που δεν ήταν και τόσο, είχαν ετοιμαστεί για να είναι. Εγώ ούτε μισή ώρα έκανα για να ετοιμαστώ, οπότε λέω κάτι στραβά θα έκανα.  
Άφησα τα πράγματά μου σε ένα τραπεζάκι, γιατί στεκόμασταν όρθιες για πολλή ώρα και δεν ένιωσα πολύ ωραία με την κοπέλα που το μοιραζόμασταν (ΠΗΡΑ ΓΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΕΝΑ ΥΦΟΣ ΝΤΕΓΚΡΑΝΤΕ, ΟΠΩΣ ΤΑ ΜΑΛΛΑΚΙΑ ΜΟΥ ΤΑ ΑΝΑΚΑΤΩΜΕΝΑ). Κι όταν έβγαλα το βιβλίο μου και κάθισα στη σκάλα, επειδή μας είχαν για σαράντα λεπτά σε αναμονή και αγχωνόμουν και βαριόμουν, κατάλαβα πόσο άκυρη ήμουν. Και όταν βγήκα να κάνω ένα τσιγάρο  και καμία δεν κάπνιζε, το ίδιο ένιωσα. Αυτές που ήταν έξω κοιτούσαν κάθε μου τζούρα επιτιμητικά και ο μαιτρ του ξενοδοχείου ήθελε ξεκάθαρα να με ξαποστείλει με μία χλέπα και κοιτούσε κάθε μου κίνηση ανά δεύτερο για να δει που θα σαβουρώσω τη γόπα. Στην αναμονή ήταν απαίσια. Κάποιες κάνανε πηγαδάκια. Εκατό άτομα περίπου. Και αγόρια αεροσυνοδοί (ΠΡΑΓΜΑ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΚΟΥΛ). Τα αγόρια όμως είχαν την εντολή για να ντυθούν απλώς επίσημα με κοστούμι (ΗΡΘΑΝ ΜΕ Ο,ΤΙ ΚΟΣΤΟΥΜΙ ΗΘΕΛΑΝ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ, ΧΩΡΙΣ ΓΡΑΒΑΤΑ ΑΛΑ ΤΣΙΠΡΑ). Όλες κοιτούσαν τις άλλες σαν κοράκια έτοιμα να αλληλοσπαραχθούν (ΦΙΔΙΣΙΑ ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ). Ήμασταν εκεί ανταγωνιστικά. Ήταν ξεκάθαρο. Αλλά νιώθαμε το άγχος της άγνοιας για το μέλλον (ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΤΟ ΛΕΝΕ ΚΟΙΝΟ ΤΩΝ ΠΡΟΒΑΤΩΝ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ –ΑΓΝΟΙΑ ΛΕΓΕΤΑΙ).
Μετά από μία ώρα, άρχισαν να μας φωνάζουν δέκα-δέκα και ήμουν στην πρώτη ομάδα, για να μας ζυγίσουν, να μας μετρήσουν και να μας αριθμήσουν. Μας ρωτούσαν το ύψος μας, ενώ μας το μετρούσαν. Δεν ξέρω γιατί (TRUST ISSUES). Στη συνέχεια, μπήκαμε σε μία τεράστια αίθουσα του ξενοδοχείου όπου υπήρχε ένα μπλοκάκι, ένα ποτήρι νερό κι ένα στυλό με το όνομα της εταιρείας. Ζωγράφισα ένα σκιτσάκι στο μπλοκάκι, όσο περίμενα να αρχίσει η διαδικασία και άδειασα το νερό. Πιο πριν, είχα πιει μόνο ένα μπουκαλάκι, ενώ συνήθως πίνω και δυο λίτρα, γιατί δεν ήξερα τι θα μας κάνουν και για πόση ώρα. 
Ήρθε έκατσε μία κοπέλα δίπλα μου και χάρηκα λίγο. Ήταν σαν τις άλλες εξωτερικά: πανέμορφη και φτιαγμένη τέλεια. Σκέφτηκα ότι αυτή δεν με έκρινε τόσο από την εξωτερική εμφάνιση (ΟΠΩΣ, ΠΑΡΑΔΕΧΟΜΑΙ, ΕΚΑΝΑ ΚΙ ΕΓΩ ΛΙΓΑΚΙ ΙΣΩΣ ΜΕΣΑ ΜΟΥ, ΩΣΤΟΣΟ ΟΧΙ ΚΑΚΟΒΟΥΛΑ). Μου λέει «Ωραίο σκιτσάκι», ενώ εγώ ήδη το μάζευα και το έχωνα στην τσάντα μου, ταχύτατα. Και ξαναχάρηκα λίγο. Τη ρώτησα για αυτήν. Μου είπε ότι είναι από τον Βόλο, ότι τελείωσε τουριστικά, είναι εικοσιτριών και είναι το όνειρό της να γίνει αεροσυνοδός. Καλά μέχρι εδώ. Με ρώτησε με τι ασχολούμαι εγώ. Της είπα για τις σπουδές μου και όταν της είπα (ΕΠΕΙΔΗ ΜΕ ΡΩΤΟΥΣΕ ΚΑΙ ΔΕΝ ΣΤΑΜΑΤΟΥΣΕ) ότι έκανα διπλωματική για τα δικαιώματα των ζώων η απάντησή της ήταν «Σε αγάπησα τώρα! Κι εγώ είμαι φιλόζωη! Έχω δύο σκυλάκια.» Αν είχαμε μείνει σε αυτό μόνο, θα την έλεγα απλώς χαζογλυκούλα (ΑΛΛΑ ΟΧΙ, ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ). Της είπα ότι αφού είναι το όνειρό της να γίνει αεροσυνοδός (ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ, ΞΕΚΑΘΑΡΑ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΩΣ), θα μπορούσε να κάνει αίτηση και σε άλλες εταιρείες πιο ακριβοπληρωμένες, στην Αραβία (ΕΓΩ Η ΕΙΔΗΜΩΝ, ΕΧΟΝΤΑΣ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΦΟΒΕΡΕΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΙΑΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ) ή στην Ευρώπη. 
Η απάντησή της ήταν αφοπλιστική και με έκανε να σωπάσω για πάντα και να μετανιώσω την ώρα και τη στιγμή που έπιασα αυτό το ρημάδι άκυρο κουβεντολόι: «Είμαι περήφανη για την Ελλάδα. Είναι αλλιώς να είσαι σε ελληνική αεροπορική, να είσαι περήφανη για τη χώρα σου, να πετάς για την Ελλάδα. Αυτό εννοούσα είναι το όνειρό μου.» Και σκέφτηκα, κοίτα να δεις τι διαμάντια χάνει ο ελληνικός στρατός και κοίτα τι όνειρα έχουν οι άνθρωποι (ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩ ΚΙ ΕΓΩ Η ΚΑΗΜΕΝΗ ΜΙΚΡΟΑΣΤΗ, ΠΟΥ ΝΑ ΠΡΟΛΑΒΩ ΝΑ ΑΝΤΙΛΗΦΘΩ ΤΑ ΜΕΓΑΛΕΙΑ). Κατάλαβα τι θα πει σύγχυση εθνικής ταυτότητας, εκεί μπροστά μου, σε μία όχι και τόσο άκυρη διαδικασία συνέντευξης. 
Χάρηκα κι εγώ που για μία ακόμα φορά επιβεβαίωσα ότι είμαι η μύγα μέσα στο γάλα. Τόσο βαρέθηκα που με έβγαζα σέλφιζ και δεν ντρεπόμουν. Δεν ήξερα τι να κάνω. Το τεστ ήταν πολύ ενδιαφέρον. Ήταν ψυχομετρικό, τεστ προσωπικότητας, ευφυΐας και μετάφρασης. Τα πολύ βασικά. Μας δώσανε μισή ώρα και τόση χρειάστηκε όντως. Είχε ερωτήσεις για την πίστη στον θεό, για τα UFO, για το ύψος, για τους τρόπους μας, για τις επιθυμίες μας, ερωτήσεις με εικόνες και αριθμούς (ΠΕΡΙΕΡΓΟ ΤΕΣΤ, ΣΚΕΦΤΗΚΑ ΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΟ  ΠΟΥ ΤΟ ΕΦΤΙΑΞΕ ΚΑΙ ΜΑΛΛΟΝ ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΑΠΟ ΑΥΤΕΣ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΜΑΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΙΑΖΑΝ, ΠΟΣΟ ΘΑ ΧΑΙΡΟΤΑΝ ΠΟΥ ΘΑ ΕΙΧΕ ΜΠΡΟΣΤΑ ΤΗΣ ΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΖΩΑΚΙΑ ΤΗΣ). Τελειώσαμε, παραδώσαμε, μας τόνισαν να φοράμε μόνο τιράντα λεπτή και όχι οτιδήποτε άλλο εκτός από λεπτή αν μας περάσουν στη δεύτερη φάση. 
Όταν ήταν να φύγω, πήγα να περάσω από το σημείο που κόβουν τα εισιτήρια για να κατέβουν στο μετρό για να φύγω από το αεροδρόμιο και ήθελα να ρωτήσω προς τα πού θα πάω και κατά λάθος ρώτησα έναν αντερκόβερ ελεγκτή, ο οποίος ευτυχώς δεν με έλεγξε, ενώ έλεγχε όποιον/α περνούσε και μου έδειξε από πού απλώς να περάσω. Δεν ήξερα και ακόμη δεν έχω καταλάβει αν ήμουν νόμιμα ή παράνομα στο μετρό για αεροδρόμιο (ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ). 
Στη δεύτερη φάση πήραν ελάχιστα άτομα. Δεν ξέρω πόσα ακριβώς αλλά ήταν σίγουρα κάτω από είκοσι. Μας είχαν πει ότι θα μας έπαιρναν τηλέφωνο στις πέντε. Στις τρεις ήδη χτύπησε το τηλέφωνό μου για να πάω και στη δεύτερη φάση. Το κακό είναι ότι χάρηκα. Μου είπαν ότι πέρασα το τεστ και ένιωσα μία περίεργη ανακούφιση (ΤΑ ΑΠΟΚΑΪΔΙΑ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ). Παρότι ήξερα ότι έπρεπε να κάνω δύο ώρες για να ξαναπάω στο αεροδρόμιο την επομένη και άλλη μισή για να με πάει λεωφορείο από το αεροδρόμιο στα γραφεία της εταιρείας. Πίστεψα ότι δεν είχα κατέβει χωρίς λόγο στην Αθήνα. Ότι όλα απέκτησαν σκοπό. Χρόνο να έχουμε να ξοδεύουμε, γενικώς. Πήγα στο σούπερ μάρκετ και πλήρωσα για να πάρω ένα μπλουζάκι με απόλυτα λεπτή τιράντα.
Ξανά η ίδια διαδρομή και η προετοιμασία από την αρχή. Περίμενα σαν το καημένο εκεί στο μαγαζί με τους καφέδες μέσα στα γραφεία. Αφήσαμε ταυτότητες κάτω. Οι άλλες σιγά-σιγά μαζεύτηκαν στο δικό μου τραπέζι. Κάθε πρόταση που ξεστόμιζαν είχε μέσα σίγουρα κάτι για είδη βαψίματος –μεικάπ, αιλάινερ, κρέμα για σπυριά (ΕΙΧΑΝ ΟΛΕΣ ΑΚΜΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΙΧΑΝ ΘΕΡΑΠΕΥΣΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΤΑΔΕ ΚΡΕΜΑ, ΑΝ ΕΧΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ/Α ΑΘΕΡΑΠΕΥΤΗ ΑΚΜΗ, ΝΑ ΣΑΣ ΣΥΝΔΕΣΩ) κρέμα για ρυτίδες (ΗΤΑΝ ΟΛΕΣ ΕΙΚΟΣΙ ΚΑΤΙ, ΑΛΛΑ Η ΛΑΙΚΗ ΠΑΡΟΙΜΙΑ ΛΕΕΙ ΚΑΤΙ ΓΙΑ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΕΧΕΙ, ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΤΩΡΡΑ), το καλύτερο βιντεάκι που δείχνει πώς να κάνεις τον κότσο και άλλα τέτοια υπέροχα ΜΗ ενδιαφέροντα για μένα πράγματα. Έπιασα την κουβέντα σε όλες τους λίγο-πολύ για να δω τι κάνουνε. Διοίκηση επιχειρήσεων, οικονομικά, τουριστικά, ιστορικό/αρχαιολογικό. Η μόρφωση πάνω από όλα και τα πτυχία καδραρισμένα να τα έχουμε. Μία ήταν μόνο ανειδίκευτη και απλώς είχε γονείς στη Γαλλία και είχε βαρεθεί να περιφέρεται από εδώ κι από εκεί και να περνάει ανέμελα τη ζωή, οπότε είπε να ψάξει τρόπο να πληρώνεται για τα ταξίδια που έκανε (ΤΥΧΕΡΗ ΑΥΤΗ, ΗΤΑΝ Η ΜΟΝΗ ΚΑΛΟΖΩΙΣΜΕΝΗ ΚΑΙ ΚΟΥΛ, ΑΦΟΥ ΕΙΧΕ ΠΕΡΑΣΕΙ ΤΕΣΣΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΕ ΑΓΡΟΚΤΗΜΑ ΣΕ ΝΗΣΙ. ΑΡΥΤΙΔΩΤΗ ΚΑΙ ΤΕΛΕΙΟ ΔΕΡΜΑ!). Το κοινό μας δεν ήταν ούτε η μόρφωση ούτε τα ρούχα ούτε το μακιγιάζ, όμως. Το κοινό όλων αυτών των νέων γυναικών που ήμασταν εκεί σε αναμμένα κάρβουνα, ήταν ότι ψάχναμε δουλειά πολύ καιρό και δεν βρίσκαμε ούτε για τηλεφωνήτριες (ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΑΥΔΙΩΤΙΣΣΑ). Κάποιες ήταν και λίγο πιο μεγάλες από μένα και μένανε και στην Αθήνα που υποτίθεται λόγω έκτασης έχει περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες, αλλά δεν είχαν βρει τίποτα. 
Μετά από λίγο μου υπενθύμισαν για μια ακόμα φορά ότι είμαι παράταιρη κι εκτός τόπου-χρόνου. Τονίζω ότι αυτές άρχισαν να έρχονται στο τραπέζι μου, ενώ εγώ έτρωγα ήσυχη τη μπάρα δημητριακών μου και είχα απλώσει τα πράγματά μου παντού και ενώ ο χώρος είχε ακόμα πέντε-έξι άδεια τραπέζια. Συνέβη το εξής αστείο: με περάσανε για πράκτορα της εταιρείας. Ναι, μου συνέβη κι αυτό στη ζωή μου (ΕΓΩ, ΕΤΣΙ ΟΠΩΣ ΜΕ ΒΛΕΠΕΤΕ ΣΑΝ ΤΡΙΣΧΑΡΙΤΩΜΕΝΟ ΥΠΑΡΞΙΑΚΑ ΑΝΗΣΥΧΟ ΧΑΜΕΜΗΛΟ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ, ΝΑ ΠΕΡΝΙΕΜΑΙ ΓΙΑ ΠΡΑΚΤΟΡΑΣ). Ενώ μιλούσα με μία από αυτές, με ρωτήσανε αν η εταιρεία με έχει προσλάβει για να τις κατασκοπεύσω, γιατί είπε ότι φαίνεται να ξέρω πολλά, ότι μιλάω πολύ περίεργα και ότι ρωτάω πολλά πράγματα (ΣΟΒΑΡΑ ΤΩΡΑ, ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΗΜΟΥΝ ΠΡΑΚΤΟΡΑΣ, ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΕΙΣΑΙ ΤΖΙΜΑΝΙ ΚΑΙ ΜΕ ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ. ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ-ΜΙΑ ΦΡΙΤΕΖΑ ΝΤΕΛΟΝΓΚΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΠΕΛΑ. ΤΙ ΣΕ ΚΑΝΕΙ ΝΑ ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ ΟΤΙ ΕΓΩ ΘΑ ΠΩ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΥΤΟ: ΠΑΙΔΙΑ, ΑΥΤΗ ΝΑ ΠΡΟΣΛΑΒΕΤΕ, ΜΑΣ ΚΑΤΑΛΑΒΕ; ΜΕ ΠΟΙΑ ΛΟΓΙΚΗ;). 
Μες στα σουρεάλ της μέρας, ήρθε και μία από τις τύπισσες που μας παίρνανε συνέντευξη μετά, έκατσε εκεί δίπλα και γκρίνιαζε γιατί δεν της βγήκε καλό το βυσσινί της το κραγιόν. Αυτή στη συνέντευξη έπαιζε την αέρινη αιθέρια εικόνα-ύπαρξη της εταιρείας. Ψηλή, αδύνατη, πανέμορφη. Στη συνέντευξη μας παίρνανε τρεις-τρεις (ΞΕΠΕΤΑ ΚΙ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΜΟΝΟ). Μας εξετάζανε ένα λεπτό την καθεμία. Μας κάνανε ερωτήσεις, εναλλάσσοντας τις διαφορετικές γλώσσες που είχαμε δηλώσει και αλλάζανε τη γλώσσα που έπρεπε να την ακολουθούμε κι εμείς πολύ γρήγορα, χωρίς προειδοποίηση φυσικά. Μπέρδευαν τα βιογραφικά μας, τα ονόματά μας και μας ρωτούσαν ό,τι να ‘ναι, χωρίς να μας κοιτάνε καν. Δεν ξέρω τι ήθελαν να δούνε και τι είδανε, τελικά. 
Έκανα το λάθος να πω για τις σπουδές μου (ΑΓΧΟΣ ΚΑΙ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΟ), δεν ήξερα τι άλλο να πω και με ρώτησαν για αυτό περισσότερα. Όταν άρχισα να λέω για τη διπλωματική μου και για τις εταιρείες που  κακομεταχειρίζονται τα έμβια όντα, μου ξέφυγε κι ένα «corrupted corporations» και σκέφτηκα ότι απευθύνομαι σε εταιρεία κι εκεί κάπου λάγκαρα (ΑΝΕΞΕΛΕΓΚΤΗ ΓΑΡ, ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΓΙΑΤΙ ΕΛΕΓΑ ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΟΡΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΜΟΥ ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΟ ΣΕ ΑΚΥΡΑ ΑΤΟΜΑ –ΑΓΧΟΣ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΑΓΧΟΣ). Αλλά και οι ερωτήσεις τους ήταν ηλίθιες. Μία από αυτές με ρώτησε πώς θα νοικιάσω σπίτι αν κατέβω Αθήνα, με τι λεφτά, αφού και τα ενοίκια είναι ακριβά (ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΠΗΓΑ ΕΚΕΙ ΓΙΑ ΔΟΥΛΕΙΑ ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΝΑ ΠΑΙΡΝΩ ΚΙ ΕΝΑ ΜΙΣΘΟ, ΑΝ ΕΧΟΥΝ ΤΗΝ ΚΑΛΗ ΤΗ ΘΕΛΗΣΗ ΝΑ ΜΟΥ ΤΟΝ ΔΙΝΟΥΝ –Ο ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΚΦΑΝΣΕΙΣ ΤΟΥ). Της απάντησε μία από τις τέσσερις που μας έπαιρναν συνέντευξη αντί για μένα και της είπε «Η κοπέλα έχει έρθει εδώ, στην εταιρεία για να ζητήσει δουλειά σου λέει.» και η άλλη απλώς έγνεψε μέσα στη φούρια της. 
(ΤΙ ΝΑ ΠΩ, ΑΒΥΣΣΟΣ Η ΨΥΧΗ ΤΩΝ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ. ΣΤΗΝ ΑΡΑΒΙΚΗ ΜΑΣ ΠΟΥΛΟΥΣΑΝ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΤΖΑΚΟΥΖΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΑΓΟΡΑΣΟΥΝ ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΜΑΣ ΜΕΤΑ. ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΣ ΖΗΤΟΥΣΑΝ ΠΟΥ ΘΑ ΒΡΟΥΜΕ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΝΑ ΝΟΙΚΙΑΣΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ ΓΙΑ ΝΑ ΑΓΟΡΑΣΟΥΝ ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΜΑΣ ΜΕΤΑ.) 
Έφυγα από το δωμάτιο απογοητευμένη. Εντάξει, τους τα είχα απαντήσει όλα καλά κι οργανωμένα, αλλά εκεί στο αγγλικό με τις εταιρείες και τα δικαιώματα, κάπου σίγουρα είπα πράματα που ίσως δεν έπρεπε. Έπρεπε απλώς να πω «ΑΓΑΠΑΩ ΤΑ ΖΩΑ! ΕΧΩ ΔΥΟ ΣΚΥΛΙΑ». Και τέλος. 
Ωραία εμπειρία! Γίναμε και διαδικτυακές φίλες με τα κορίτσια να ξέρουμε τι θα μας κάνουν. Τελικά, πήραν δύο ή τρεις από τις δέκα του γκρουπ. Οι άλλες λάβαμε μετά από δύο εβδομάδες σε αναμμένα κάρβουνα, το γλυκύτατο μέιλ που λέει ότι θα κρατήσουν το βιογραφικό μας για τον χρόνο αυτό και για μελλοντικές προσλήψεις σε αντίστοιχα πόστα (ΔΕΝ ΜΑΣ ΕΙΠΑΝ ΟΤΙ ΔΕΝ ΜΑΣ ΔΕΧΟΝΤΑΙ). Κοπέλες που ήταν στο γκρουπ μας, τις είχαν αρνηθεί παλιότερα και τις ξανακάλεσαν και μία από αυτές την πήραν (ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΧΑΝΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΛΠΙΔΕΣ ΜΑΣ, ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΑΠΟΡΡΙΦΘΕΙΣΕΣ). 
Καλές πτήσεις να ευχηθώ στο νέο πλήρωμα. Από ό,τι έμαθα μετά (ΟΧΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΟΥ ΦΡΟΝΤΙΣΕ ΝΑ ΜΗ ΜΑΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΕΙ), η εκπαίδευση διαρκεί σαράντα απλήρωτες μέρες στην Αθήνα και λίγο στη Γερμανία, χωρίς μεταφορά στο αεροδρόμιο. Οι υποψήφιες μπορεί να προσληφθούν με τρίμηνη σύμβαση για μισθό κάπου στα εφτακόσια ευρώ και υπερωρίες που δεν ξέρω πόσο πληρώνονται. Το καλοκαίρι η εταιρεία κάνει χρυσές δουλειές πράγμα που για τις αεροσυνοδούς σημαίνει πάτημα και υπερκόπωση. Αλλά δεν με πήραν, οπότε όλα αυτά, λόγος να γίνεται για τις νέες κοπέλες που επιστρατεύτηκαν. Δεν θα θαυμάσω άμεσα το αιγαίο πέλαγος από ψηλά. Αλλά αυτά έχει η ζωή. Φέξε μου και γλίστρησα.