Τετάρτη 29 Μαρτίου 2017

Συνέντευξη στα πορτοκαλί πολυκαταστήματα: Μέρος ΙΙ

Όταν πάω σε αυτές τις συνεντεύξεις, αν υπάρχει εκεί κάπου έξω κάποια μεγαλόσχημη οντότητα, κλαίει σίγουρα από τα γέλια και με δείχνει με το γιγάντιο της δείκτη (ΝΑ ΦΑΕΙ ΣΚΑΤΑ, ΕΧΩ ΝΑ ΤΗΣ ΠΩ ΚΙ ΑΥΤΗΝΗΣ. ΑΜΑ ΠΧΙΑ). 
Με παίρνουν για δεύτερη συνέντευξη, την επόμενη ακριβώς μέρα. Είχα δουλειές στο κέντρο, οπότε κατεβαίνω αμέριμνη και χαρούμενη που πήγε τόσο καλά η πρώτη και με θέλουν και για δεύτερη (ΚΟΙΤΑ ΝΑ ΔΕΙΣ, ΤΑΧΥΤΗΤΑ. ΠΟΣΟ ΓΡΗΓΟΡΑ ΓΙΝΕΤΑΙ Η ΣΕΙΡΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΩΝ!). Πάω είκοσι λεπτά πριν στο κατάστημα και βρίσκω έναν τριανταπεντάρη υπεύθυνο με άσπρα μαλλιά και ακμή ενηλίκων από το άγχος και το στρες (ΤΟ ΞΕΡΩ, ΓΙΑΤΙ ΚΙ ΕΓΩ ΕΙΧΑ). Του μιλάω, μου λέει να περιμένω και θα με πάρει μέσα σε λίγο στον διευθυντή. Κάνω πέντε γύρους, βλέπω τα βιβλία που έχουν προβεβλημένα και στημένα στην πρώτη γραμμή. Έχει κάποια ωραία, κάποια όχι και τόσο. 
Με παίρνει ο υπεύθυνος μισή ώρα μετά και με πάει στον μυστικό διάδρομο με τα παρατημένα κουτιά προϊόντων, όπου βρίσκονται τα γραφεία του μαγαζιού. Με πάει στο γραφείο που είχαμε πάει και την προηγούμενη φορά (ΜΑΛΛΟΝ ΕΙΝΑΙ Η ΒΙΤΡΙΝΑ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ) και εκεί είναι ο διευθυντής των πολυκαταστημάτων. Ένας τύπος τρεντοκάγκουρας από το Πανόραμα που άντε να είναι τριανταπέντε, αλλά φαίνεται το πολύ τριάντα. Έτσι εμφανίσιμος κάπως και σπαστικός. Δεν έχει ιδέα από βιβλία για αυτό τη συνέντευξη μου την παίρνει μαζί με τον προϊστάμενο του τμήματος των βιβλίων. Κάθε φορά που απαντάω σε μία ερώτηση κοιτάει τον προϊστάμενο με βλέμμα βλαμμένου για να επιβεβαιώσει την ορθότητα των λεγόμενών μου. Ο προϊστάμενος κολλημένος δίπλα στον διευθυντή γνέφει συνεχώς καταφατικά και με ευνοϊκό τρόπο και ρωτάει κι αυτός πράγματα. Αλλά γλείφει και τον διευθυντή κι ο διευθυντής τον προϊστάμενο (ΙΧ! ΠΟΣΟ ΑΠΑΙΣΧΙΟΙ). 
Το αγαπημένο μου ήταν ένα παιχνίδι που μάλλον έχουν διδαχθεί σε σεμινάρια εκμάθησης συνεντεύξεων για πρόσληψη σε ΕΚΝΕΥΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΓΛΟΙΩΔΗ ΠΟΛΥΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ. Ο διευθυντής κάνει τον πελάτη κι εγώ την πωλήτρια. Και ζητάει ένα βιβλίο (ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΝΑΙ. ΣΕ ΕΝΑ ΤΜΗΜΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΠΕΝΤΕ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΕΙΔΗ ΒΙΒΛΙΩΝ, ΚΗΠΟΥΡΙΚΗ, ΜΑΓΕΙΡΙΚΗ, ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ, ΑΥΤΟΒΟΗΘΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΚΙ ΕΓΩ ΤΙ ΑΛΛΟ. ΤΙ ΒΙΒΛΙΟ;). Μετά πάμε στο ΕΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ (Α ΟΚΕΙ, ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΑΙ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑ, ΤΩΡΑ ΤΟ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΕ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΑΒΑ). Πάλι με ρωτάνε για κάποιον λόγο για το ιστορικό μυθιστόρημα (ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΓΙΑΤΙ ΕΧΟΥΝ ΚΟΛΛΗΣΕΙ). Το λύνω γρήγορα με αυτά που μου έμαθε ο άλλος στην προηγούμενη συνέντευξη (ΓΙΑΤΙ ΝΑΙ, ΜΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΩ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΑ, ΑΥΤΑ ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΠΟΥ ΔΙΑΦΗΜΙΖΕΙ ΚΙ ΕΧΕΙ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ). Μετά με ρωτάνε για τη μουσική και ο διευθυντής πάλι κάνει τον ΥΠΕΡΑΣΧΕΤΟ πελάτη. Θέλει έναν δίσκο, μετά αποφασίζει πως εννοεί CD, μετά θέλει ροκ, μάλλον ξένη και ποια ροκ δεν ξέρει, ας του δώσω εγώ κλασσική ροκ και βλέπουμε. Του προτείνω διάφορες μπάντες και νόμιζα ότι θα κολλήσω, όπως και στο ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά δεν μασάω και τα βρίσκουμε. Καταλήγει να μου λέει ότι του πούλησα όλο το μαγαζί, εντάξει καλά θα τα πάμε. 
Ακολουθεί ένας τεράστιος μονόλογός του, όπου εκθειάζει το κατάστημα και λέει ότι είναι το μεγαλύτερο και το καλύτερο. Υποστηρίζει ότι έχουν τον καλύτερο χώρο του βιβλίου, ότι είναι και οι πρώτοι και ότι με τη δυναμική παρουσία τους, έχουν κλείσει όλα τα υπόλοιπα σημαντικά βιβλιοπωλεία του χώρου. Έχουν μείνει αυτοί ουσιαστικά και τα πράσινα βιβλιοπωλεία να κυριαρχούν (ΔΗΛΑΔΗ, ΔΥΟ ΑΠΟ ΤΙΣ ΧΕΙΡΟΤΕΡΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΦΕΡΟΝΤΑΙ ΕΝΤΕΛΩΣ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΑ ΣΤΙΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΕΣ). 
Με ρωτάει γιατί με απέλυσαν από το άλλο μεγαλοβιβλιοπωλείο που δούλευα. Τους περιγράφω ότι μας είχαν στο κατάστημα που θα έκλεινε, εποχιακά για να το μαζέψουμε, γιατί δεν έβγαινε οικονομικά (ΒΛΕΠΩ ΤΗ ΧΑΡΑ ΣΤΙΣ ΦΑΤΣΕΣ ΤΟΥΣ). Λέω ότι τα πήγαινα πολύ καλά όσο δούλευα και έβγαζα αρκετή δουλειά. Δεν είπα ότι λειτουργούσε σαν βιβλιομπαζάρ, ό,τι συμφέρει τον πανάθλιο επιχειρηματία και ότι απέλυσε δεκάδες εργαζομένους, ακόμα και τύπισσες που ήταν δέκα χρόνια με παιδιά και δεν ξέρουν τι να κάνουν (ΕΙΔΑ ΜΙΑ ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΠΟΥ ΣΚΕΦΤΕΤΑΙ ΝΑ ΚΑΤΕΒΕΙ ΚΥΠΡΟ ΤΩΡΑ, ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ).
Με αυτά και με εκείνα, με ρωτάνε πώς φαντάζομαι τις πωλήσεις (ΟΝΕΙΡΟ ΤΙ ΝΑ ΠΩ). Λέω ότι είναι εξυπηρέτηση του πελάτη, των καταναλωτικών αναγκών του και η προώθηση των προϊόντων (ΜΠΟΥΡΔΕΣ). Ενθουσιάζονται αυτοί. Μετά μου λένε πόσο σοβαρή είναι η δουλειά και ότι πρέπει να τη βλέπω σαν ΔΟΥΛΕΙΑ. Ότι είναι σοβαρά τα πράγματα. Με ρωτάνε αν υπάρχει κάποιο σχέδιό μου (ΑΧΑΧΑΧΑ, ΠΟΥ ΝΑ ΗΞΕΡΑΝ) που θα πρέπει να τους αποκαλύψω ή θα πρέπει να ξέρουν για το μέλλον, γιατί θέλουν μακροπρόθεσμους υπαλλήλους (Η ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΧΕΙ ΡΕΚΟΡ ΑΠΟΛΥΣΕΩΝ).  Μου λένε πως αυτή η θέση είναι πολύ σημαντική για το μέλλον μου,  αφού έχει περιθώρια εξέλιξης. Ο διευθυντής δείχνει τον προϊστάμενο που είναι μεγαλύτερός του και λέει, να από εδώ ο κύριος Τάδε ήταν κάποτε απλός πωλητής κι όμως κατέληξε προϊστάμενος του τμήματος με σκληρή δουλειά κι εκπαίδευση. Ο προϊστάμενος κοιτάει κάτω και κοκκινίζει (ΑΧ ΠΙΣΤΟ ΤΣΙΡΑΚΙ ΤΩΝ ΑΦΕΝΤΙΚΩΝ, ΠΟΣΟ ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΕ ΤΑΡΑΚΟΥΝΗΣΩ). Χαμογελάω και γνέφω καταφατικά σε ό,τι λένε και προσπαθώ να δείχνω όσο πιο ικανοποιημένη μπορώ. 
Φρόντισαν να με διαβεβαιώσουν και να με ενημερώσουν ότι η θέση που θα έπαιρνα και καλά, ήταν μίας κοπέλας που αποχώρησε εθελοντικά για δικούς της προσωπικούς λόγους (ΟΙ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΕΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΓΙΝΕΙ ΑΠΟ ΠΡΩΗΝ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ ΠΟΥ ΑΠΟΛΥΘΗΚΑΝ ΜΑΖΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΕΝΑΡΗ ΕΩΣ ΤΟΝ ΜΑΡΤΗ ΤΟΥ 2017, ΔΗΛΑΔΗ, ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΟΥ). Μου είπαν ότι θα υπογράψω στην αρχή σύμβαση αορίστου χρόνου και βλέπουμε. 
Μου λένε ότι θα με ενημερώσουν όσο πιο σύντομα γίνεται. Με ευχαριστούν πάρα πολύ για τον χρόνο μου. Κι εγώ για τον δικό τους, ναι σίγουρα. Σκέφτομαι πώς γίνεται να είναι τόσο άσκημη η κοινωνία μας που ένας μεγαλοβουτυρομπεμπές διοικεί και αποφασίζει για τη μοίρα εκατοντάδων τουλάχιστον ανθρώπων. Και νομίζει κιόλας ότι είναι ο Βασιλιάς του υπερκαταναλωτικού βιτσιόζικου πορτοκαλί Προτεκτοράτου. Πολύ κακό. Κάτι έχει πάει πάρα πολύ λάθος (ΕΛΛΗΝΟΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ, ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΟΠΟΥ Ο ΔΥΝΑΤΟΤΕΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ο πάλαι πότε ΔΑΠΙΤΗΣ). Βγαίνω από τον διάδρομο, αφού μου δίνουν κάτι χειραψίες που σπάνε κόκκαλα (ΣΤΑ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΕΚΜΑΘΗΣΗΣ ΧΕΙΡΑΨΙΩΝ ΤΟΥΣ ΤΟ ΔΕΙΞΑΝΕ). Περπατάω και αποχαιρετώ τα άδεια κουτιά με τα προϊόντα. Βγαίνω και είμαι σίγουρη ότι θα με πάρουν.
Και με παίρνουν! Κι εδώ αρχίζει ο υπερρεαλισμός. Μέσα στην εβδομάδα μου ζητάνε πεντακόσια χαρτιά, μαζί και αντίγραφο ποινικού μητρώου, φωτογραφίες, λογαριασμούς και τέτοια.  Να τα πάω στο κατάστημα σε μία υπεύθυνη να μου βρει και ταιριαστό νούμερο μπλουζάκι. Μαζεύω τη χαρτούρα σιγά-σιγά και περιμένω  να βγει το αντίγραφο ποινικού. Δεν έχω πάει ακόμα ΙΚΑ για τα ένσημα. Ευτυχώς, το αποφεύγω συνειδητά. Είμαστε στις δύο μέρες κι αυτή μου είπε να της πάω τα χαρτιά μέχρι το τέλος της εβδομάδας και το αντίγραφο ποινικού όποτε βγει, δεν πειράζει αν αργήσει. Σήμερα το πρωί με την αυγή με παίρνουν τρία τηλέφωνα. Κοιμόμουν και δεν το σήκωνα, οπότε με παίρνουν στο σταθερό και ξυπνάω. Το σηκώνω και μου μιλάει η τύπισσσα, μάλλον η λογίστρια που ζήτησε τα χαρτιά. Μου λέει ότι για κάποιον λόγο πάγωσαν οι προσλήψεις (Ε ΟΧΙ, ΚΑΠΟΙΑ ΜΟΥ ΚΑΝΕΙ ΣΟΒΑΡΗ ΠΛΑΚΑ) και ότι μου ζητάνε χίλια συγγνώμη για την αναστάτωση και για τον κόπο (ΠΗΓΑ ΣΕ ΔΥΟ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΚΑΙ ΜΑΖΕΨΑ ΔΕΚΑ ΧΑΡΤΙΑ ΜΕΣΑ ΣΕ ΜΙΑ ΕΒΔΟΜΑΔΑ, ΓΙΑ ΠΛΑΚΑ. ΑΧΑ.). Δεν είναι προσωπικό μού λέει είναι εταιρικό το ζήτημα και ότι το βιογραφικό μου παραμένει πρώτο στην επιλογή τους και ότι αν ξεπαγώσουν και αλλάξει κάτι, σε περίπτωση που δεν έχω βρει άλλη δουλειά μέχρι τότε, θα με πάρουν. Δεν ξέρω τι να πω, πραγματικά. 
Έκλεισα το τηλέφωνο, γιατί αυτή μου έλεγε συγγνώμη και γελούσα. Τη χαιρέτησα ευγενικά, γιατί δεν φταίει κι αυτή σε τίποτα. Μπορεί σύντομα να την απολύσουν, σύμφωνα με τα δεδομένα ως τώρα. Γελούσα γιατί δεν μπορούσα να πιστέψω πόσο ΤΡΟΛΛ είναι αυτή η εταιρία. Είναι τόσο απρόσωπη και τόσο βάναυση και τόσο σκηνοθετημένα ευγενική και απαράδεκτη. Τη μισώ. Και όχι δεν ήμουν ποτέ σταθερή πελάτισσά της (ΕΧΩ ΠΑΡΕΙ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΚΙ ΕΝΑ CD ΑΓΓΛΙΚΩΝ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΑ ΒΡΗΚΑ ΑΛΛΟΥ). Ούτε μου αρέσει ο χώρος του βιβλίου που έχει, θεωρώ ότι είναι ηλίθιο να διαβάζεις μέσα σε πολυκατάστημα (ΑΚΟΜΑ ΚΙ ΕΓΩ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΖΩ ΚΑΙ ΣΕ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ). Ελπίζω οι υπάλληλοι σύντομα να βρούνε λύσεις στην πνευματική και ψυχολογική δυσκοιλιότητά τους και να καταφέρουν να ξεπεράσουν το πορτοκαλί βουνό που έχει βάλει σε ανακοπή τις ζωές τους. Δεν έχω κάτι άλλο να πω. Με έχουν καλύψει οι απολυμένες εργαζόμενες των πορτοκαλί πολυκαταστημάτων που έχουν βγει να καταγγείλουν τις συνθήκες της μαζοποιημένης, εκμεταλλευτικής και σκληρής εργασίας τους, καιρό τώρα. 
Και όχι! Δεν βρήκα δουλειά! Το καλό είναι ότι μπορώ να γελάσω με την ειρωνεία του πράγματος. Γιατί δεν θα ήθελα να ήμουν στο δίκτυο επισφαλώς εργαζομένων ως απολυμένη αυτή τη στιγμή. Είμαι στο δίκτυο των επισφαλώς παγωμένων, προς το παρόν. Και δεν μπορώ να πω. Έχει κι αυτό τη χάρη του. 

Συνέντευξη στα πορτοκαλί πολυκαταστήματα: Μέρος Ι


Κάθομαι και τρώω ένα μεσημέρι αμέριμνη και με παίρνουν τηλέφωνο από τα γραφεία της Αθήνας. Μία προϊσταμένη κάτι, ξεχώρισε το βιογραφικό μου ανάμεσα σε πολλά άλλα για τη θέση πωλήτριας στο τμήμα του βιβλίου εδώ, καθώς όπως υποστήριξε είμαι πολύ κατάλληλη και δείχνω να έχω τις προοπτικές. Χαίρομαι κι εγώ μόλις ακούω τμήμα βιβλίου και παίρνω τα πάνω μου. Μού λέει σε ποιο κατάστημα είναι και ανασκουμπώνομαι. Απέλυσαν πολύ πρόσφατα από αυτό άπειρους εργαζομένους. Τι γίνεται; Μου λέει θα με πάρουν τηλέφωνο οι συνάδερφοί της από εδώ στους οποίους θα παραπέμψει το βιογραφικό μου. 
Περνάει μία εβδομάδα και με παίρνουν τηλέφωνο. Πάω για συνέντευξη με τον υποδιευθυντή. Περιμένω στην ουρά σε έναν πολύ ωραίο (ΑΛΛΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ, ΧΑΛΙΑ), χώρο για να διαβάζεις. Βγαίνει ένας ψηλός, αδύνατος τύπος γύρω στα πενήντα και με καλεί μέσα. Φαίνεται ευγενικός και πολύ νεοφιλελεύθερος. Μιλάμε και σύντομα καταλαβαίνω ότι οι γνώσεις του είναι βασισμένες στα βιβλία της βιτρίνας του μαγαζιού ή ανάποδα. Τα βιβλία βιτρίνας είναι ό,τι έχει προλάβει να διαβάσει κι αυτός ο δύσμοιρος, για αυτό και μπήκαν βιτρίνα (ΟΛΟΙ ΕΚΕΙ ΜΕΣΑ ΦΑΙΝΟΝΤΑΙ ΝΑ ΚΡΑΤΙΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΠΑΝΕ ΤΟΥΑΛΕΤΑ ΓΙΑ ΠΟΛΛΗ ΩΡΑ, ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΟ ΠΕΡΙΓΡΑΨΩ ΑΛΛΙΩΣ). Με ρωτάει για το τι έχω διαβάσει εγώ. Κάποιες εκδόσεις. Κάποια είδη. Τα ξέρω όλα. Εκτός από το ιστορικό μυθιστόρημα που έχω διαβάσει μόνο τα δυστοπικά του Αλεξάνδρου και του Φραγκιά και εκεί πάλι το σώζω με το Έγκλημα στην Αρχαία Αγορά και τη Διδώ Σωτηρίου κι αυτός χαίρεται. Του απαντάω σε όσα πρέπει, αναλυτικά ή και όχι και μιλάμε για σαρανταπέντε λεπτά. Δεν θα πω ψέματα, αυτή η κουβέντα είχε και κάποιο ενδιαφέρον. Δεν ήταν ακριβώς μόνο συνέντευξη, ήταν συζήτηση και για τα βιβλία, γενικότερα, που καλώς ή κακώς το έχω πολύ και καίγομαι να μιλάω. Ο τύπος ήξερε πέντε πράγματα (ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΠΟΛΛΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝ ΔΕΙΣ ΤΟΥΣ ΥΠΟΛΟΙΠΟΥΣ ΣΕ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ) και από ό,τι έψαξα εργάζεται χρόνια στον χώρο ως μάνατζερ. Είχε κάποιο ελάχιστο ενδιαφέρον και πήγε σχετικά καλά για το κόνσεπτ (ΟΙ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΔΕΣ ΕΛΛΗΝΟΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΕΣ ΤΟ ΠΑΙΖΟΥΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΕΝΟΙ). 
Το βιογραφικό που είχε μπροστά του παίζει να το είχα στείλει από το 2015. Δεν ήταν καθόλου ανανεωμένο, δεν έλεγε καν την προϋπηρεσία μου στα άλλα μεγαλοβιβλιοπωλεία της πλάκας και δεν έλεγε καν για το μεταπτυχιακό μου. Κάτι πήγαινε στραβά από την αρχή, για να μου λένε ότι ταιριάζω τόσο πολύ στην εταιρία και ότι είμαι αυτό που ψάχνουνε με τόσα λίγα προσόντα για την αγορά εργασίας (ΣΙΓΟΥΡΑ, ΘΑ ΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΑΡΚΕΤΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ, ΚΑΘΕ ΩΡΑ ΚΑΙ ΣΤΙΓΜΗ, ΤΟΥΣ ΕΧΩ ΞΑΝΑΣΤΕΙΛΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΑΝΕΩΜΕΝΟ, ΑΛΛΑ ΠΑΡΟΤΙ 2017, ΕΙΧΑΝΕ ΜΠΡΟΣΤΑ ΤΟΥΣ ΑΥΤΟ ΤΟΥ 2015). Ο υποδιευθυντής μου είπε ότι έχω σοβαρές πιθανότητες για τη δουλειά, αλλά θα περάσουν κι άλλες υποψήφιες και υποψήφιοι για συνέντευξη. Κι αφού τελειώσει η σειρά των συνεντεύξεων θα με ενημερώσουν. Μου δίνει μία συμβουλή, πριν φύγω για το βιογραφικό του 2015 –να μην είναι τόσο μεγάλο, γιατί κανείς δεν το διαβάζει, άσχετα που αυτός το διάβασε αναλυτικά και μου έπιασε και κουβεντούλα.  
Με ρωτάει αν έχω καμιά ερώτηση. Του λέω ναι και καταλήγουμε να μου εξηγεί και τα ωράρια (ΤΟ ΒΑΣΙΚΟΤΕΡΟ). Οχτώ ώρες, έξι μέρες την εβδομάδα, κυλιόμενο και σπαστό, ανάλογα με τις ανάγκες του μαγαζιού. Δύο Κυριακές τον μήνα το κατάστημα ανοίγει (ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ). Θα παρακολουθήσω σεμινάρια προσαρμογής και εκμάθησης ηλεκτρονικού υλικού, ανάμεικτα με τις ώρες εργασίας από δύο εταιρίες που συνεργάζονται με τα πορτοκαλί παλιοκαταστήματα. Θα φοράω μπλουζάκι και θα είμαι στο τμήμα λογοτεχνίας (ΕΓΩ ΤΟ ΔΙΑΛΕΞΑ, ΜΕ ΡΩΤΗΣΕ ΣΕ ΠΟΙΟ ΤΜΗΜΑ ΘΕΛΩ ΝΑ ΕΙΜΑΙ!). Οι εργαζόμενοι ανά βάρδια είναι δώδεκα. 
Εντάξει, ουφ τι καλύτερο έχω να κάνω. Αρχίζω να ψιλοχαίρομαι, αλλά κρατάω και μικρό καλάθι (ΟΧΙ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ). Αυτή ήταν η πρώτη φάση της συνέντευξης. Και πήγε καλά. Ο τύπος ήταν πολύ αισιόδοξος και φαινόταν ότι θα με ξανακαλέσουν.
Εγώ πάλι σκεφτόμουν τα τετρακόσια κάτι ευρώ που είναι ο βασικός για κάτω των εικοσιπέντε και τις διακόσιες οχτώ (ΠΛΑΣ ΥΠΕΡΩΡΙΟΥΛΕΣ, ΠΛΑΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΜΕ ΤΑ ΛΕΩΦΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΣΠΑΣΤΑ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑΤΑΚΙΑ) ώρες τον μήνα που θα σπαταλάω από τη ζωή μου μέσα σε έναν χώρο που το βασικό του χρώμα είναι πορτοκαλί, όπου οι υπάλληλοι είναι σε στρεσαρισμένη εγρήγορση και στα πρόθυρα υπερκόπωσης (ΕΝΩ ΤΟ ΜΑΓΑΖΙ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΕΙΚΟΝΑ ΚΟΥΛΛΝΕΣ) και τα βιβλία είναι νεκρά εμπορεύματα που σε κοιτάνε από τα ράφια, με τα ακριβά τους καρτελάκια και τις φανφαρώδεις εκδόσεις τους, λυπημένα. Αλλά αν με έπαιρναν, θα πήγαινα. Στη φάση που είμαι, δεν είχα τα περιθώρια να πω όχι. Οπότε με το εσείς και με το εσάς, μπήκα σε μία τέτοια λούπα. 

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2017

Συνέντευξη στην BECOOL πόρτα: Μέρος ΙΙ



Με ξαναπήρε τηλέφωνο ο πανάγαθος αφεντικός από τον προσωπικό του αριθμό (ΝΑΙ, ΜΑΛΙΣΤΑ). Για τις κρέπες. Μιλούσαμε κανένα δίλεπτο. Η ατάκα που με συνεπήρε είναι ότι ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΕΙ και δεν έχει ξεχάσει τι μου είχε πει και πραγματικά ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΕΙ (ΒΡΕ ΚΟΙΤΑ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΙ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΕΡΙΚΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΕΣ, ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΑΣ  ΠΕΦΤΕΙ Ο ΦΠΑ ΓΙΑ ΑΥΤΟΥΣ). Μου είπε να πάω σήμερα στις πέντε και μετά το έκανε έξι (ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΠΑΙΞΕΙ ΚΑΙ ΛΙΓΟ ΜΠΙΖΙ -ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΦΟΡΑ- ΕΙΝΑΙ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΤΑΚΤΙΚΗ ΜΠΙΖΝΕΣΣΜΑΝ). 
Μπαίνω τρέχοντας στο γραφείο του, γιατί είχα φτάσει παρά δύο λεπτά. Ήταν μόνος του. Μου προτείνει καφέ, μου δίνει χειραψία. Με ρωτάει αν είμαι καλά και μου λέει να βγάλω αν θέλω την τσάντα και τον μπουφάν μου (ΛΕΩ ΟΧΙ ΕΝΤΑΞΕΙ, ΒΓΑΖΩ ΜΠΟΥΦΑΝ, ΓΙΑΤΙ ΕΧΩ ΣΚΑΣΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΤΡΕΞΙΜΟ). Μην αγχώνεσαι μου λέει (ΕΝΤΑΞΕΙ, ΔΕΝ ΑΓΧΩΝΟΜΑΙ, ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΜΟΥ ΤΟ ΕΙΠΕ). Με τα πολλά και τα λίγα, αρχίζει να μου εξηγεί πόσο τον δυσκόλεψα και αν θυμάμαι τι μου είχε πει. Ναι, θυμάμαι. Αλλά μου τα ξαναείπε για να είμαστε σίγουρες ότι δεν θα τα ξεχάσω. 
«Θα σε πάρω γιατί θέλω να σε βοηθήσω. Να ξέρεις πως είσαι ιδιαίτερο ατομάκι. Όμως με έχεις δυσκολέψει πολύ με το βιογραφικό σου (ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ, ΔΕΝ ΤΟ ΗΘΕΛΑ). Δεν το χρειάζομαι, αλλά έκατσε τώρα και το πήρα (ΡΩΣΙΚΗ ΡΟΥΛΕΤΑ). Αλλά να ξέρεις εγώ στα καφέ μου, παίρνω μόνο κοντινούς μου ανθρώπους. Αν εσύ καταφέρεις να γίνεις ένας από αυτούς τότε, μπράβο σου (HUNGER GAMES ΦΑΣΗ). Αυτό είναι ξεκάθαρα στο δικό σου χέρι και μόνο εσύ με τις δικές σου δυνάμεις μπορείς να το παλέψεις (ΝΑ ΚΙ Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥΛΗΣ ΜΑΣ). Στο περιβάλλον αυτό θα εκπαιδευτείς ιδιαίτερα και θα μάθεις αρκετά πράγματα (ΣΕ ΑΥΤΟ ΣΥΜΦΩΝΩ).» 
Τελικά όμως, η δουλειά που θα μου δώσει δεν θα είναι στο υποκατάστημα της Φιλίππου, γιατί εκεί έχει λέει κάτι αρχαία και δεν του δίνουν την άδεια (ΚΟΙΤΑ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΧΡΕΙΟΥΣ, ΔΕΝ ΤΟΝ ΑΦΗΝΟΥΝ ΝΑ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΚΑΦΕ ΓΙΑ ΚΑΤΙ ΠΕΤΡΕΣ ΠΟΥ ΒΡΗΚΑΝ). Οπότε θα με πάρει στο κατάστημα στο λιμάνι. Μετά άρχισε τις συμβουλές επαγγελματικής μόδας.
«Και ποια θα είναι η δουλειά που θα κάνω;»
«Μισό λεπτό, πρέπει να σου πω πρώτα κάποια πράγματα (ΣΤΙΓΜΕΣ ΑΓΩΝΙΑΣ. ΘΑ ΚΑΝΩ ΚΡΕΠΕΣ; ΘΑ ΣΕΡΒΙΡΩ ΚΑΦΕΔΕΣ; ΘΑ ΚΟΙΤΑΩ ΤΟ ΤΑΒΑΝΙ;). Θα φοράς στολή, μπλουζάκι μαύρο. Από κάτω ένα τζιν και κολάν –όχι από αυτά τα διάφανα (Ε ΝΑΙ, ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ, ΜΗΝ ΜΑΣ ΠΕΡΑΣΟΥΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΙΠΟΤΕ ΑΛΛΟ ΕΔΩ ΜΕΣΑ, ΠΡΩΙΝΑΔΙΚΟ ΕΙΠΑΜΕ). Σε θέλω κυρία. Σωστά πράματα. Να μαζέψεις και τα μαλλιά, γιατί είμαστε σε κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος. Δεν θέλουμε να πέσει καμιά τρίχα και να τρέχουμε. Να προσέξεις το άτιτιουντ σου ρε παιδί μου. Να είσαι άνετη και ευγενική. Θα είσαι βαμμένη ελαφριά (ΕΧΟΥΜΕ ΚΑΙ ΜΑΚΙΓΙΕΖ;), δεν θα έχεις βαμμένα τα νύχια σου, αλλά περιποιημένα (ΤΙ ΕΝΝΟΕΙ, ΑΣ ΜΟΥ ΠΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ). Να χαμογελάς, έτσι πρέπει. Να είσαι χαρούμενη (ΘΑ ΜΟΥ ΔΙΝΕΤΕ ΚΑΠΟΙΟ ΝΑΡΚΩΤΙΚΟ;). Να είσαι εύθυμο τυπάκι, για να χαίρεται κι ο κόσμος (ΦΥΣΙΚΑ, ΣΙΓΟΥΡΑ). Θα δουλεύεις από τις εφτά το πρωί μέχρι τις τέσσερις. Σε βολεύει αυτό;»
«Ναι, αλλά τι δουλειά θα είναι;» 
«Θα σου πω τώρα και για τη δουλειά (ΜΑΛΛΟΝ, ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΜΟΔΑΣ, ΑΤΙΤΙΟΥΝΤ ΚΑΙ ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ). Η δουλειά είναι να σερβίρεις καφέδες στα γύρω μαγαζιά. Δηλαδή, να πηγαίνεις παραγγελίες με δίσκο (ΑΧΑ, ΣΑΝ ΚΛΗΤΗΡΑΣ ΓΙΑ ΚΑΦΕ ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ-ΙΣΩΣ ΤΟ ΜΟΝΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ, ΑΝ ΚΑΙ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ ΠΑΤΗΜΑ). Πώς σου φαίνεται αυτό;»
«Εντάξει μου ακούγεται. Ούτως ή άλλως ψάχνω ακόμα δουλειά, όπως σας είπα και στο τηλέφωνο. Μπορείτε όμως να μου πείτε ποιος είναι ο μισθός; Είπατε θα δουλεύω από τις εφτά μέχρι τις τέσσερις.»
«Ναι, ναι. Αυτές είναι οι ώρες. Το μαγαζί είναι πρωινάδικο. Ξέρεις από αυτά με τα κρύα σάντουιτς, κρέπα, καφέ και χυμό. Θα παίρνεις λίγο πιο κάτω από τον βασικό. Δηλαδή, τετρακόσια μείον (ΠΟΣΟ ΜΕΙΟΝ; ΔΗΛΑΔΗ, ΕΝΝΙΑΩΡΟ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟ ΜΕ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΡΙΑ ΕΥΡΩ ΤΗΝ ΩΡΑ ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΝΩ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΕΡΑΤΖΑΔΕΣ ΜΟΥ ΑΠΟ ΤΑ ΓΥΡΩ ΓΡΑΦΕΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟ ΠΑΙΖΟΥΜΕ ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ ΜΙΑ ΩΡΑΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ;).» 
«Αχα.» 
«Ναι, νομίζω ότι θα τα πας καλά. Αν είσαι έτσι όπως είσαι και δεν υποκρίνεσαι.»
«Ναι, όχι τι να υποκρίνομαι (ΞΕΡΟΚΑΤΑΠΙΝΩ και αμφισβητώ την εαυτή μου εκείνη τη στιγμή, γιατί τέτοια είμαι). Δεν θα μπορούσα να υποκριθώ, δεν είναι του στυλ μου. Έτσι όπως με βλέπετε είμαι (ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΚΑΤΙ ΔΕΥΤΕΡΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΟΥ ΚΑΝΩ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΓΙΝΕΙ ΑΚΟΜΑ ΚΟΝΤΙΝΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ, ΑΥΤΟ ΦΤΑΙΕΙ).»
«Το ξέρεις ότι με δυσκόλεψες πολύ; Τι να πω, ελπίζω να πάει καλά.»
«Ναι, μάλλον καλά θα πάει. Θα προσαρμοστώ γρήγορα (ΑΝ ΕΡΘΩ ΝΑ ΜΕ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΤΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ).»
«Ναι, αυτό εσύ θα το δεις. Εγώ δεν ξέρω. Να σε βοηθήσω ήθελα. Έτσι; Το ξεκαθαρίζω. Ό,τι ερωτήσεις έχεις πάνω στη δουλειά, θα ρωτάς τον προϊστάμενό σου (ΝΑ ΤΗ ΚΑΙ Η ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΠΟΥ ΛΕΓΑΜΕ ΠΡΙΝ). Θα κάνεις τη δουλίτσα σου κανονικά και μην αγχώνεσαι. Για όλους έχει. Κανένας που δουλεύει δίπλα μου, κοντινός μου (Ε ΜΑ ΠΙΑ, ΦΑΓΩΘΗΚΕ Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ), δεν έχει πρόβλημα και δεν ψάχνει δουλειά. Αν είσαι έξυπνη, θα εξελιχθείς και θα πας μπροστά και θα ανέβουν και τα λεφτά STEP BY STEP (χρησιμοποιούσε τέτοιες ίνγκλις μαγευτικές ατάκες, αλλά δεν τις συγκράτησα όλες). Είσαι έξυπνη;»
«Ε δεν ξέρω, είμαι; (ΠΡΟΦΑΝΩΣ ΟΧΙ ΠΟΛΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΕΔΩ ΚΑΙ ΝΑ ΜΙΛΑΩ ΜΑΖΙ ΣΟΥ)»
«Εγώ δεν ξέρω, εσύ ξέρεις. Φαίνεσαι έξυπνη. Στο βιβλιοπωλείο που δούλευες πόσα λεφτά έπαιρνες;»
«Τον ίδιο μισθό που θα μου δώσετε εσείς.»
«Εμ βλέπεις; Άρα δεν είσαι έξυπνη (ΤΟ ‘ΞΕΡΑ)! Δεν το χειρίστηκες σωστά, γιατί εκεί δεν είχε εξέλιξη (ΕΝΩ ΕΔΩ, ΜΠΟΡΕΙ ΣΕ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΝΑ ΦΤΑΣΩ ΝΑ ΓΙΝΩ ΣΕΡΒΙΤΟΡΑ Η΄ ΝΑ ΣΤΙΒΩ ΧΥΜΟΥΣ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ ΚΑΙ ΝΑ ΦΤΙΑΧΝΩ ΚΡΕΠΕΣ). Αυτά προς το παρόν. Θα με παίρνεις για ό,τι χρειάζεσαι στον προσωπικό μου αριθμό. Θα σε πάρω κι εγώ για ό,τι χρειαστώ. Τα ένσημα θα σου τα κολλάμε, αλλά μπορεί να αργούν λίγο (Α ΟΚΕΙ, ΚΑΤΑΛΑΒΑ). Θα πληρώνεσαι πέντε μέρες μετά το τέλος κάθε μήνα. Αλλά εσένα δεν σε πειράζει αυτό; Έτσι (ΜΕ ΚΟΙΤΑΕΙ ΜΕ ΒΛΕΜΜΑ, ΑΣ ΤΟΛΜΗΣΩ ΝΑ ΠΩ ΚΑΙ ΟΧΙ). Έχεις να με ρωτήσεις κάτι;»
«Όχι (ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΡΗΜΑΔΑ Η ΕΞΟΔΟΣ ΤΟ ΚΕΡΑΤΟ ΜΟΥ ΜΕΣΑ). Σας ευχαριστώ πολύ.» 
«Ναι, όχι μη με ευχαριστείς. Απλώς, βοηθάμε. Εδώ έτσι είμαστε, γιατί δεν γίνεται αλλιώς (Ε ΝΑΙ ΚΙ ΕΣΕΙΣ, ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΕΤΕ ΟΙ ΚΑΗΜΕΝΟΙ).»
Πήγα με το αυτοκίνητο ως τη Γιαννιτσών που είναι τα γραφεία της εταιρίας, μόνη μου. Στον γυρισμό χάθηκα και νευρίασα και σταμάτησα σε ένα βενζινάδικο να ρωτήσω πού είναι η περιοχή που μένω, γιατί έχει εκατό γέφυρες και εκατό τεράστιους δρόμους που οδηγάνε όλες σαν τρελοί. Τζάμπα. Σκέφτηκα πώς θα του πω στο τηλέφωνο ότι δεν θέλω τη δουλειά. Δεν θέλω να με εκμεταλλεύονται, να ξεπατικώνομαι εννιά ώρες, βάλε και μία τη μετακίνηση για κάτω από τετρακόσια ευρώ τον μήνα. Ούτε θέλω να φοράω μπλουζάκι-στολή πάλι, να είμαι βαμμένη κάπως, να φοράω κολάν-όχι-τα-διάφανα-τα πρόστυχα- ή τζιν (ΝΑ ΑΝΑΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ Ο ΚΩΛΟΣ, ΔΗΛΑΔΗ, ΟΧΙ ΠΟΛΥ) να προσέχω το άτιτιουντ μου (ΑΝΤΕ ΠΑΡΑΤΑ ΜΑΣ, ΚΟΥΚΛΙΤΣΕ ΜΟΥ) και να χαίρεται άκυρος κόσμος μαζί μου (ΝΑΙ. ΖΗΤΩ. ΠΑΡΤΙ.). Ούτε να γίνω η κοντινή του γλοιώδη φιλάνθρωπου τύπου θέλω. Επειδή όπως έχω ξαναπεί, είμαι σιχαμερά ευγενικιά, δεν θα πω πολλά. Μόνο να πάνε να χτυπηθούν σε κοφτερό μπλέντερ ή να βουλιάξουν σε κινούμενη λάσπη ή να τραβηχτούν με το καζανάκι. Κι ο βασικός μισθός και οι αγγελίες εργασίας και το σύστημα εργασίας και πιο πολύ τα αφεντικά που είναι ενεργά υποκείμενα με ελεύθερη βούληση και παρόλα αυτά λειτουργούν έτσι όπως λειτουργούν. Δεν θέλω τίποτα. Δεν βρήκα δουλειά, ούτε αυτή τη φορά, ουσιαστικά. 

Σάββατο 18 Μαρτίου 2017

Συνέντευξη σε αλυσίδα φούρνων

Είναι όνειρο να δουλεύεις σε φούρνο (Η' ΚΑΙ ΟΧΙ, ΜΑΛΛΟΝ ΟΧΙ). Πριν τρία χρόνια, είχα αφήσει βιογραφικά σε όλους τους φούρνους και τα ζαχαροπλαστεία της γειτονιάς μου και του κέντρου (φέτος ξανάφησα, η ιστορία επαναλαμβάνεται). Έψαχνα μανιωδώς στο ίντερνετ μήπως ζητάνε υπαλλήλους να πουλάνε αφράτα ψωμιά και κουλούρια και πάστες. Τι άλλο να θέλει καμία από αυτή τη ζωή; Το πιο ωραίο θα ήταν να μπορώ και να τρώω, ωστόσο η ιδέα και μόνο ότι θα δουλεύω σε έναν τέτοιο χώρο με εξίταρε για κάποιον λόγο (ΘΑ ΤΡΩΩ ΔΩΡΕΑΝ Ο,ΤΙ ΘΕΛΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΟΥΡΝΟ; ΘΑ ΜΑΣ ΔΙΝΟΥΝ ΔΩΡΟ ΜΙΑ ΚΑΡΙΟΚΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ; ΠΟΣΑ ΚΟΥΛΟΥΡΙΑ ΘΑ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΦΑΩ ΕΤΣΙ;).
Περνούσαν οι ώρες, οι μέρες και οι μήνες (ΟΧΙ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΕΥΤΥΧΩΣ) και τον Ιούνιο του 2016, με πήραν τηλέφωνο για συνέντευξη σε έναν φούρνο στο Ωραιόκαστρο. Από εκεί που μένω πρέπει να αλλάξω δύο λεωφορεία. Πήγα με αυτοκίνητο τελικά και έφτασα σε ένα εικοσάλεπτο. Η συνέντευξη γινόταν μέσα στον φούρνο-καφετέρια-εστιατόριο-μάρκετ προϊόντων από όλα τα σιτάρια που παίζουν εκεί έξω. Ενθουσιάστηκα, γιατί θα αποκτούσα εμπειρία και προϋπηρεσία σε όλα αυτά αν με παίρνανε και θα ήταν πολύ πιο εύκολο να βρω άλλη δουλειά μετά (ΕΙΝΑΙ ΑΞΙΟ ΜΕΛΕΤΗΣ ΜΕ ΤΙ ΕΝΘΟΥΣΙΑΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ). Ρωτάω την πωλήτρια που έβγαζε τα ψωμιά πού είναι ο υπεύθυνος. Μου λέει ότι λείπει. Της εξηγώ ότι έχω έρθει για τη δουλειά κι όχι για να πάρω ψωμιά ή φασολάκια ή πάστες ή σοκολάτα με άρωμα φουντουκιού και καραμέλας ή μπάρες δημητριακών. Πάει μέσα, μιλάει με μία συνάδελφό της, έρχεται η συνάδελφος και μου κάνει κάποιες ερωτήσεις. 
Οι γυναίκες αυτές φαίνονταν πολύ σίγουρες για τον εαυτό τους και σκέφτηκα ότι θα ήταν καλές οι συνθήκες δουλειάς. Ήταν ντυμένες με στολές και υπήρχαν πολλά άτομα σε διάφορα πόστα. Η τύπισσα που ήρθε από μέσα,  με ρωτάει αν σπουδάζω, αν θα μπορώ να πηγαίνω στο Ωραιόκαστρο, αν μπορώ να ακολουθώ τα οχτάωρα ωράρια με υπερωρίες και άλλα τέτοια ωραία πράγματα. Της απαντάω σε όλα ναι, γιατί δεν έβλεπα τα περιθώρια να πω και όχι. Της λέω ότι είμαι εργατική και ότι θα ανταπεξέλθω πλήρως στις ανάγκες της δουλειάς. Και μου λέει σε εμπιστεύομαι (ΕΓΩ ΠΑΛΙ ΟΧΙ). Θα έρθεις ξανά λέει, αφού συμπληρώσεις όλα αυτά τα απαραίτητα δικαιολογητικά (ΜΟΥ ΔΙΝΕΙ ΜΙΑ ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΛΙΣΤΑ ΑΠΟ ΧΑΡΤΟΥΡΑ). Μετά μου λέει: «Χαμογέλα!» με συνωμοτικό τρόπο και δείχνει προς τις πάστες. «Εκείνος ο κύριος είναι το αφεντικό, έλα να στον γνωρίσω.» Με τραβάει προς τα εκεί κι εγώ ανασύρω το καλύτερο χαμόγελο που έχω στην χαμογελοθήκη. 
«Ναι, γεια σας, για τη δουλειά, ναι ναι. Πήρα μόλις το πτυχίο μου, ναι.»
«Η κοπέλα από εδώ θέλει να δουλέψει μαζί μας, κύριε Τάκη. Ναι, να την πάρουμε. Είναι καλή κοπέλα.»
 «Αχ, εσείς οι νέοι. Τι περνάτε και δεν φταίτε; (ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΗΛΙΕ ΝΟΗΤΕ) Εγώ, κορίτσι μου, καταλαβαίνω την ανεργία των νέων, για αυτό θέλω να τους βοηθήσω όσο μπορώ. Αυτοί οι μπαγάσες σας τα πήραν όλα (ΜΙΑ ΑΟΡΙΣΤΗ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ, ΑΠΟ ΑΥΤΕΣ ΠΟΥ ΣΥΝΗΘΙΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΣΣΟ ΣΤΟΜΦΟ). Έχω δύο ανηψιές κοντά στην ηλικία σου. Κι αυτές σπουδάζουν, να δούμε τι θα κάνουν (ΘΑ ΓΙΝΟΥΝ ΦΟΥΡΝΑΡΙΣΣΕΣ ΜΗΠΩΣ; ΚΑΚΟ ΕΙΝΑΙ;). Εσύ τώρα. Θα έρθεις να δουλέψεις εδώ. Ξεκινάς να μάθεις το επάγγελμα. Η δουλειά είναι σταθερή και ο μισθός ο βασικός. Θα τα πας περίφημα πιστεύω (ΠΙΣΤΕΥΕ ΚΑΙ ΜΗ). Η δουλειά είναι απαιτητική και δύσκολη (ΝΑ ΒΡΕΘΕΙ ΕΝΑΣ ΝΑ ΜΟΥ ΠΕΙ ΟΤΙ Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΥΚΟΛΗ ΚΑΙ ΘΑ ΜΕ ΠΙΑΣΕΙ ΣΠΑΣΤΙΚΟ ΓΕΛΙΟ). Θα προσαρμοστείς γρήγορα στο περιβάλλον μας. Η Δώρα θα σου μάθει τα ψωμιά. Θα δουλεύεις σε όλα τα πόστα, θα τα μάθεις σιγά-σιγά. Όπου χρειάζεται. Σου έδωσε η Δώρα και τη λίστα για τα απαραίτητα δικαιολογητικά. Μόλις τα έχεις όλα ξαναέλα.» 
«Ευχαριστώ πολύ, να είστε καλά.» 
«Τι δύσκολες μέρες που περνάτε βρε παιδιά μου (ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΜΠΟΝΟΙΑ). Βέβαια, από την άλλη καλό είναι για να σκληραγωγηθείτε. Όταν ήμασταν εμείς νέοι δεν είχαμε ένα πιάτο φαί, αλλά όπως και να έχει. Όταν κάποιος εργάζεται και φέρεται σωστά τη βρίσκει την άκρη του. Αυτά είναι μαθήματα ζωής κοπέλα μου, καλά κάνεις και τα ακούς (ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΚΑΝΩ ΚΙ ΑΛΛΙΩΣ;)»
Το λογίδριο για το μέλλον και τη σκληρή δουλειά συνεχιζόταν για ένα πεντάλεπτο. Μετά χαιρετηθήκαμε κι έφυγα. Την πήρα τη δουλειά, θεωρητικά. Τα έγγραφα που χρειαζόταν να έχω βγήκαν μέσα σε δύο μήνες. Και το έτρεξα πολύ για να τα πάρω όλα. Άδειες, βιβλιάρια, αστυνομικά τμήματα, γιατρούς, ραντεβού, ιστορίες. Στον μισό πρώτο μήνα, έχω την ελπίδα ότι με περιμένουν ακόμα για τη δουλειά. Τους πήρα τηλέφωνο, ζήτησα τη Δώρα. Της εξηγώ ποια είμαι και κάνει ΧΜΜ ΚΑΙ ΓΡΜΦ, κάτι περίεργους ήχους, δεν ξέρει αν θυμάται. Μου λέει να περιμένω μισό λεπτό, μιλάει με το αφεντικό και λέει ότι ναι, με θυμούνται και θα περιμένουν. Δεν πειράζει που άργησαν τα χαρτιά. 
Περνάει ο καιρός, οι διακοπές και περιμένω τα χαρτιά. Κάνανε έναν αιώνα, καθώς ήταν καλοκαίρι και το δημόσιο ήταν στη Χαλκιδική. Στο μεταξύ έχω πάει και σε άλλες συνεντεύξεις, όμως τζίφος. Μόλις παίρνω και την τελευταία σφραγίδα, δεν χάνω χρόνο. Έτοιμη να δουλέψω στον φούρνο. Έχω προετοιμαστεί και ψυχολογικά.  Παίρνω τηλέφωνο ανακουφισμένη, κάπου τον Αύγουστο. Και μου λένε άμεσα στο τηλέφωνο ότι δεν έχουν ανάγκη για κάποιο άτομο. Ίσως από Σεπτέμβρη, να ξαναπάρω τηλέφωνο και να γίνει κάτι. Τον Νοέμβρη μπήκα στο μεταπτυχιακό και τον παράτησα τον γλυκούλη (ΤΟ ΠΑΣΟΚ ΝΑ ΤΟΝ ΚΑΝΕΙ) φούρνο. Τέλος πάντων, την πήρα τη δουλειά θεωρητικά, δεν μπορώ να πω. Κι όταν μιλάμε για μένα, όλα μπορούν να συμβούν. Θεωρητικά πάντα. Γιατί πρακτικά, δεν βρήκα δουλειά ούτε τότε.  

Τρίτη 14 Μαρτίου 2017

Εργασία και χαρά με φυλλάδια στην ψησταριά



Αυτή η συνέντευξη θα μπορούσε να μετονομαστεί και ως εξής: «Ένας από τους λόγους που μετατράπηκα σε χορτοφάγα και ακαδημαϊκιά υπερασπίστρια των δικαιωμάτων των ζώων». Αλλά όχι, εντάξει. Δεν αποτέλεσε σοβαρό λόγο μετάλλαξής μου. Ωστόσο, μέχρι και σήμερα το χρησιμοποιώ σαν επιχείρημα για να πω ότι ποτέ δεν είναι αργά να αλλάξει καμία ό,τι και να έχει κάνει (ΚΑΠΟΤΕ ΔΟΥΛΕΨΑ ΚΙ ΕΓΩ ΦΥΛΛΑΔΙΑ ΣΕ ΨΗΣΤΑΡΙΑ, ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΣ ΠΟΣΟ ΑΧΡΕΙΑ ΕΙΜΑΙ). 
Ήταν 2011, ένας όμορφος Απρίλης, ανέμελος και ήμουν μικρή ακόμα (ΕΝΑ ΑΝΘΟΣ ΑΝΕΠΕΞΕΡΓΑΣΤΟ ΤΟΥ ΛΙΒΑΔΙΟΥ ΤΟΥ ΑΠΑΤΗΤΟΥ). Έψαχνα καλή ώρα, ό,τι να ‘ναι δουλειά, γιατί δεν είχα αρχίσει να παίρνω παραμάζωμα τις υποτροφίες του απιθήτα (ή αλλιώς αναπτυσσόμενος πιθηκοειδής πλανήτης) και γιατί ήμουν πρώτο έτος και όλα ήταν ακόμα τόσο όμορφα σε αυτή τη ζωή (ΝΑΙ, ΚΑΛΑ, ΣΙΓΟΥΡΑ). Μαζευτήκαμε ένα γκρουπ φίλες μου και πήγαμε όλες μαζί να βρούμε δουλειά σε κάτι αόριστο που φερόταν ως φυλλάδια (ΓΙΑ ΕΝΑ ΜΑΓΑΖΙ, ΔΕΝ ΞΕΡΑΜΕ ΠΟΛΛΑ). Η μία το είχε βρει κάπου, μέσω γνωστών-τρέχα γύρευε- και το διέδιδε στην άλλη (ΠΟΛΥ ΚΑΛΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗΣ, ΟΜΟΛΟΓΩ). Το μαγαζί μάς ήθελε για Promotion (ΟΦ ΚΟΡΣ ΓΟΥΙ ΝΟΟΥ ΙΝΓΚΛΙΣ, ΓΟΥΑΤ ΑΡ ΓΟΥΙ; ΚΑΡΑΒΛΑΧΙ;), δηλαδή, προχωρημένη προώθηση για τα πιο εκλεκτά των εκλεκτών εδέσματά του. Ήταν στην Άθωνος (μάλλον, ακόμα είναι) και δεν είχε την απαίσια τακτική με τους κράχτες. Αυτό το μαγαζί που ήθελε Promotion ήταν κάπως διαφορετικό. Είχε μόλις ανοίξει, φαινόταν κι αυτό σαν ακόμα μία νέα πνοή βρωμερής τσίκνας και πολιτισμικής γλεντοπαρακμής. Είχε (μπορεί να έχει ακόμα) και φάνκι όνομα (αλλά δεν σας το λέω που να σκάσετε). Και επέλεγε τα κορίτσια βάσει της εμφάνισής τους, πάνω-κάτω χαμογελαστές, αρτιμελείς και πάει λέγοντας. 
Ο τύπος μας πέρασε από εξονυχιστικό τσεκ νύχια-μαλλιά-μαλλιά-νύχια και πάλι πίσω. Μας βγάζει λοιπόν στο κουρμπέτι, με όχι πολλά-πολλά. Μας πήρε όλες, για όσο θέλουμε (ΟΣΟ ΑΝΤΕΞΟΥΜΕ, ΓΙΑ ΝΑ ΛΕΜΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ). Στεκόμασταν σε διάφορα σημεία και δεν χρειάζεται να σας πω ότι πρέπει να παίρνετε τα φυλλάδια από τις εργαζόμενες φυλλαδιομοιράστριες κι ας τα πετάξετε στο επόμενο στενό. Με έβαλε στην Εγνατία, ακριβώς επάνω από το στενό του μαγαζιού. Περνούσε εκτάκτως και χωρίς ενημέρωση, για να πάρει φυλλάδιο και να δει αν δίνουμε ένα (και όχι πέντε-πέντε μαζί). Τρία ευρώ την ώρα για να βλέπεις άπειρα πρόσωπα το λεπτό να σε προσπερνάνε. Να μην το πιστεύεις αλλά να παρακαλάς μέσα σου να πάρουν ένα φυλλάδιο (ΚΙ ΑΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟ ΚΑΛΟ, ΚΑΛΟΙ ΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΒΟΗΘΗΣΤΕ). Όρθια με το χέρι απλωμένο επί ώρες. Χωρίς διάλειμμα, γιατί κάναμε τρίωρα και τετράωρα. Το μυαλό σου γίνεται πολτός μετά από την πρώτη ώρα περίπου. Είναι σαν να βλέπεις στο ριπίτ διαφημίσεις ή την ίδια σκηνή μιας ταινίας ξανά και ξανά με διαφορετικές λεπτομέρειες. Πολλοί άνθρωποι. Γίνεσαι ρομπότ. Μαθαίνεις από τις πιο αγενείς έως τις πιο ευγενικές αντιδράσεις πόσο σκληρός είναι ο κόσμος. Βλέπεις συμπεριφορές των περαστικών στον δρόμο που μοιάζουν να μη ζούνε τις στιγμές που περπατάνε (σαν να είναι σε κάποιο αόριστο διάλειμμα). Στο σημείο που στεκόμουν, στην Εγνατία, περνούσανε χιλιάδες άνθρωποι, γιατί μοίρασα σε ένα τετράωρο τέσσερις χιλιάδες φυλλάδια (εκτός αν υπήρχαν καλοθελητές που περνούσαν για να ξαναπάρουν). 
Εντάξει, δεν μπορώ να πω. Αυτή η δουλειά είχε και τα καλά της. Το αφεντικό μου ανανέωνε τα φυλλάδια από μόνος του (ΗΜΟΥΝ ΚΑΙ ΔΙΠΛΑ). Μου έκανε και κοπλιμέντα και με ενθάρρυνε. Μας έδινε και φαγητό μετά από το εκλεπτυσμένο του (ΤΗΝ ΥΠΕΡΟΧΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΦΥΛΛΑΔΙΟΥ). Τρία σουβλάκια (ΣΤΑ ΔΥΟ ΣΥΝ ΕΝΑ ΔΩΡΟ ΚΑΙ ΠΑΕΙ ΛΕΓΟΝΤΑΣ) με καμιά πατάτα, έτσι για να μη κατέβει σκέτο. Είχα κι ένα ερωτικό ειδύλλιο με ένα παιδί της εργατιάς, έναν γεωργιανό μπογιατζή του δίπλα μαγαζιού. Μου πήρε ένα φυλλάδιο και έγραψε τον αριθμό του κινητού του επάνω. Μετά ξαναπερνούσε συνέχεια και μου έπαιρνε φυλλάδια (εντάξει, φτάνει) κι εγώ παραφυλούσα μην έρθει το αφεντικό και γίνουμε ελληνικός παλιός κινηματογράφος. Μου χαμογελούσε κι από το μπογιατζοφορτηγό με τα γαλανά του μάτια να λαμπιρίζουν σε στυλ σκλάβος σε σκλάβα (ΠΟΙΑ ΣΤΗ ΧΑΡΗ ΜΟΥ, ΟΧΙ, ΠΕΙΤΕ ΜΟΥ). 
Το ειδύλλιο δεν ευόδωσε, φυσικά (ΗΜΑΣΤΑΝ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΠΟΛΥ ΛΟΥΜΠΕΝ ΚΙ ΕΓΩ ΗΜΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΚΟΜΑ ΧΕΙΡΟΤΕΡΗ ΦΑΣΗ ΛΟΥΜΠΕΝ ΙΔΙΟΤΡΟΠΟ ΑΝΘΟΣ -από την οποία δεν έχω σίγουρα ξεφύγει, το ψάχνω). Τα φυλλάδια παραμένουν ίσως η χειρότερη δουλειά που έχω κάνει στη ζωή μου (ΧΩΡΙΣ ΥΠΕΡΒΟΛΗ, ΕΧΩ ΚΑΝΕΙ ΚΑΙ ΤΡΕΙΣ-ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΔΟΥΛΕΙΕΣ, ΟΧΙ ΑΣΤΕΙΑ). Κάθε σκέψη σου μία σιχαμερή σάλτσα και τελείωσε. Αυτό. Γιατί είσαι σαν fast forward εκδοχή της εαυτής σου σου. Είσαι ένα αλλοιωμένο, στατικό σημείο στον δρόμο (ΔΕΝ ΘΑ ΣΕ ΘΥΜΑΤΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΔΥΟ ΒΗΜΑΤΑ). Και στέκεσαι σαν κούκλα με το χέρι παρατεταμένο σαν αγκυλωμένο κι ένα άθλιο φυλλάδιο, μία άθλια διαφήμιση μέσα του. Θέλεις απλώς να τελειώνει και δεν τελειώνει ποτέ.
Γενικά, δεν έτρωγα πολύ σουβλάκια και γύρους και τέτοια απαίσια από έξω, οπότε δεν ήταν ότι έτρωγα και κάτι από το μαγαζί μετά. Ακόμα και τότε που ήμουν παμφάγα (ΜΟΥ ΦΑΙΝΟΝΤΑΝ ΕΞΙΣΟΥ ΑΗΔΙΑΣΤΙΚΑ) κι έκανα παραλληλισμούς με το ανθρώπινο κρέας (ΕΧΩ ΚΑΜΠΟΣΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ). Επίσης, το να μου κάνει και κοπλιμέντα το αφεντικό για τις αυξημένες πωλήσεις κι όχι μόνο, δεν βοήθησε ούτε στο ελάχιστο (Γιατί, ακόμα και τότε που δεν ήμουν συνειδητά νεοφεμινίστρια, καταλάβαινα πότε κάποιος χρησιμοποιούσε τη θέση εξουσίας του για να παρεμβαίνει στην προσωπική μου κατάσταση. Ήξερα ότι θα απολυθώ άμεσα και με συνοπτικές διαδικασίες, αν δεν γελάσω με τα αστειάκια του και δεν πω κι ευχαριστώ στα γλοιώδη σχόλιά του). Έφυγα μία ώρα αρχύτερα, πριν καν μπει στον κόπο να με απολύσει κι έχασα τα φοβερά και τρομερά δώδεκα ευρώ τη μέρα (ΜΙΛΑΜΕ ΓΙΑ ΠΟΣΟ! ΘΑ ΚΑΝΕΙΣ ΜΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ, ΑΝ ΜΟΙΡΑΖΕΙΣ ΦΥΛΛΑΔΙΑ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΤΑΦΟ-Η΄ΓΙΑ ΤΑΦΟΥΣ Η΄ΓΙΑ ΝΕΚΡΑ ΖΩΑΚΙΑ, ΕΞΑΡΤΑΤΑΙ). Βρήκα δουλειά για μία εβδομάδα, μπορεί λιγότερο και την έχασα.  

Κυριακή 12 Μαρτίου 2017

Σειρά ανεξέλεγκτης ανεργίας

Για διάλειμμα ανάμεσα στις συνεντεύξεις που παραθέτω, είπα να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα (ΠΡΑΓΜΑ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΜΑΛΛΟΝ ΔΕΝ ΕΧΩ ΚΑΠΟΙΟ ΤΑΛΕΝΤΟ), με ένα πολύ ωραίο έτσι κάπως ιδιαίτερο κείμενο (ΣΧΕΔΟΝ ΠΟΙΗΜΑ) για αυτή τη φορά. Ακολουθούν τα βιογραφικά που έστειλα, χωρίς να λάβω καμία απάντηση και χωρίς να με καλέσουν ποτέ για συνέντευξη (μα τι ευσυνείδητοι εργοδότες!):

Για γραμματειακή υποστήριξη (έχω στείλει τα περισσότερα βιογραφικά)
για φροντιστήρια (ως φιλόλογος)
για θέση-σέρβις
για θέση-μπαρίστα
για τον αστερόκοσμο
για καφέ στα κάστρα
για έπιπλα στον Αλέξανδρο 
για καθηγήτρια σε ιδιωτικό ΙΕΚ
για μάρκετινγκ (ούτε που ξέρω τι μπορεί να σημαίνει)
για τέσσερις φούρνους
για τρία σούπερ μάρκετ
για τρία αρτοζαχαροπλαστεία
για θέση πωλήτριας ενδυμάτων στο Καπάνι
για εργασία στη Χαλκιδική και στη Σαμοθράκη
για συντάκτρια κριτικής βιβλίων (καλά, ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα)
για επιμελήτρια σε τέσσερις εκδοτικούς


Και το μόνο που πήρα; Άκυρες συνεντεύξεις και μία θέση στο 50 % της ανεργίας που μαστίζει τις νέες και τους νέους της Ελλάδας (ΟΛΗ ΔΙΚΗ ΜΟΥ, ΝΑ ΤΗ ΧΑΡΩ, ΠΟΥΛΑΚΙ ΜΟΥ). Επίσης, κάνω τακτικές επισκέψεις στον ΟΑΕΔ για να ανανεώνω την κάρτα ανεργίας μου (ΚΑΙ ΠΕΙΤΕ ΜΟΥ ΠΟΙΑ ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟΥΠΑΛΛΗΛΙΚΙ ΤΟΥ ΡΕΤΙΡΕ ΣΕ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΜΕ ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΕΣ ΗΘΟΠΟΙΟΥΣ Η΄ ΝΑ ΠΑΘΕΙ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΔΙΠΛΑ ΣΕ ΚΟΥΤΕΣ ΓΕΜΑΤΕΣ ΕΓΓΡΑΦΑ ΚΑΙ ΚΑΡΕΚΛΕΣ ΓΕΜΑΤΕΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΧΩΡΙΣ ΔΟΥΛΕΙΑ). 

Παρασκευή 10 Μαρτίου 2017

Συνέντευξη για διαφημιστική εταιρία


Φθινόπωρο 2016. Η αγγελία έλεγε ότι ζητάνε νέους/νέες χωρίς απαραίτητη προϋπηρεσία με διάθεση για δουλειά, με όρεξη και νέες ιδέες για να εργαστούν στον χώρο της διαφήμισης (ΔΗΛΑΔΗ, ΦΥΛΛΑΔΙΑ;). Δεν υπήρχε κάποια λεπτομέρεια που να υποδεικνύει το είδος της δουλειάς. To site είχε φωτογραφίες με χαμογελαστά εικοσάχρονα (ΕΓΩ Η ΜΕΓΑΛΗ, ΛΕΜΕ ΤΩΡΑ) να κοιτάνε με αισιοδοξία στο κενό ή να μιλάνε μεταξύ τους σε μεγάλα τραπέζια μίτινγκ (ΤΙ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ ΔΩΣΑΝ ΣΤΑ ΜΟΝΤΕΛΑ ΤΩΝ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ). Με πήραν σχεδόν κατευθείαν τηλέφωνο. Η συνέντευξη γινόταν στο τέρμα της Δωδεκανήσου, πρωί στις έντεκα.
Πήγα. Τα γραφεία ήταν μοντέρνα με υπερφωτεινά χρώματα και θέα στο λιμάνι. Στον διάδρομο αναμονής περίμεναν, μπροστά σε τρεις γυαλιστερούς και μοδάτους υπαλλήλους, γύρω στα τριάντα άτομα τρέντι και μοδάτα (ΓΙΑ ΑΚΟΜΑ ΜΙΑ ΦΟΡΑ, ΜΑΝΤΕΨΤΕ ΠΟΙΑ ΗΤΑΝ Η ΜΥΓΑ, ΠΟΙΑ ΗΤΑΝ ΤΟ ΓΑΛΑ). Στην αρχή στεκόμουν όρθια, μετά κάθισα. Οι υπάλληλοι με ρώτησαν το ονοματάκι μου και με ποια κυρία έχω ραντεβού για συνέντευξη. Οι συνεντεύξεις διενεργούνταν σε τρία δωμάτια παράλληλα. Ρωτούσαν σε όλους τα ίδια. Ευτυχώς, εγώ έδειχνα κάπως ακοινώνητη και γλύτωσα ερωτήσεις-μίνι κουβεντούλα για τις προηγούμενες δουλειές μου, για τις σπουδές μου κ.τ.λ.. 
Συμπληρώσαμε ένα φυλλάδιο όπου αξιολογούσαμε τις εαυτές μας και λέγαμε πόσο καλά χαρακτηριστικά έχουμε και γιατί θα έπρεπε να μας πάρουν στη δουλειά (ΕΓΡΑΨΑ Ο,ΤΙ ΝΑ ‘ΝΑΙ, ΟΥΤΕ ΠΟΥ ΘΥΜΑΜΑΙ). Ρώτησα ποια είναι η δουλειά στην τρίτη γραμματέα που φαινόταν συμπαθής, αλλά δεν μού απάντησε. Έκπληξη λέει, θα μάθουμε στη συνέντευξη. Δεν ήξερα τι να συμπληρώσω και έδωσα ημιτελές πίσω το βλακώδες τεστ αυτοαξιολόγησης.
Κάποια στιγμή, μας βάλανε δύο-δύο για συνέντευξη. Εγώ μπήκα με μία πάρα πολύ ανταγωνιστική τύπισσα (τσάντα, μαλλί, νύχια, γουναρικό στην εντέλεια) που ήθελε να με βγάλει από το πεδίο (ΓΙΑ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΥΠΕΡΟΧΗ ΔΟΥΛΕΙΑ, ΠΟΥ ΔΕΝ ΞΕΡΑΜΕ ΚΑΝ ΠΟΙΑ ΗΤΑΝ ΑΚΟΜΑ). Οπότε καθόμαστε αντικριστά και μία άλλη τύπισσα μας παίρνει συνέντευξη. Και οι δύο είναι υπερτρέντισσες, ντυμένες με έναν συγκεκριμένα ομοιωμένο τρόπο κι έτσι πολύ φινετσάτα (ΕΜΕΝΑ ΠΑΛΙ ΔΕΝ ΜΕ ΛΕΣ ΚΑΙ ΣΟΠΙ ΣΤΑΡ). Φαίνονται αγχωμένες και υπερφτιαγμένες. Μού είναι απόλυτα ξεκάθαρο ότι δεν θέλω να δουλέψω σε αυτό το περιβάλλον, ακόμα κι αν η δουλειά εκεί είναι υπεργαμάτη (ΠΟΥ ΕΝΤΑΞΕΙ ΠΟΣΕΣ ΟΙ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΕΣ, ΟΛΑ ΜΠΑΖΑΝΕ ΕΞ ΑΡΧΗΣ ΚΙ ΑΠΟ ΠΑΝΤΟΥ).
Η τύπισσα μας ρωτάει διάφορα. Και είχε πολλή πλάκα γιατί η άλλη υποψήφια με έβαλε να απαντάω πρώτη και κάθε φορά που έλεγα κάτι, το έπαιρνε και το κατέρριπτε και το έκανε θρύψαλα λες και ήμασταν σε διαγωνισμό MISS ELLAS. Για παράδειγμα:
Υποψήφια Αφεντικίνα: «Τι θεωρείτε σημαντικότερο στον χώρο της εργασίας σας;»
Εγώ η Άκυρη: «Το σημαντικότερο είναι να επικοινωνώ καλά με τους συνεργάτες και τις συνεργάτιδές μου και αν είναι δυνατόν να κάνω κάτι δημιουργικό.»
Ετοιμοπόλεμη Συνυποψήφια: «Εγώ πιστεύω ότι δεν είναι και τόσο σημαντική η επικοινωνία όσο τα κίνητρα και η εξέλιξη μέσα στο περιβάλλον και τον χώρο εργασίας μου και ΜΠΛΑ ΜΠΛΑ ΜΠΛΑ.»
Ήταν πολύ αστείο. Μού ήρθε να αρχίσω να παραληρώ ακατάσχετα και να κάνω το ίδιο με αυτήν για να καταλάβει τι έκανε (ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΠΟΛΥ ΚΑΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕ). Αλλά γελούσα με κάθετι που έλεγε η ετοιμοπόλεμη συνυποψήφια. Δεν μιλούσα πολύ, ήθελα να με κρίνουν άχρηστη για τη δουλειά, η κοπέλα δίπλα μου σίγουρα ταίριαζε πιο πολύ για τη θέση. Απαντούσα εντελώς χαλαρά και σχεδόν ειλικρινά σε όλα.
Η συνέντευξη διήρκησε πέντε λεπτά (ΑΙΩΝΑΣ). Στο τέλος η αφεντικίνα μας λέει ότι είμαστε εντελώς διαφορετικά άτομα (ΠΩ ΤΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ), ωστόσο βρίσκει και στις δύο μας χαρακτηριστικά που μας κάνουν να ταιριάζουμε με τη δουλειά (Η ΤΥΠΙΣΣΑ ΔΙΠΛΑ ΜΟΥ ΕΜΕΙΝΕ ΚΑΓΚΕΛΟ, ΓΙΑΤΙ ΣΟΥ ΛΕΕΙ ΤΟΣΗ ΩΡΑ ΠΑΛΕΥΑ ΝΑ ΤΑΪΣΩ ΤΗ ΣΚΟΝΗ ΜΟΥ ΤΖΑΜΠΑ). Το καλύτερο από όλα ήταν η δουλειά (ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ, ΓΙΑ ΝΑ ΕΧΕΙ ΑΓΩΝΙΑ). Διαφήμιση τηλεφωνικής εταιρίας και γνωστής οικολογικής οργάνωσης ΜΑΖΙ (ΓΙΑΤΙ ΝΟΙΑΖΟΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΟΛΙΚΕΣ ΑΡΚΟΥΔΕΣ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΣΑΣ ΠΑΡΟΥΜΕ ΦΡΑΓΚΑ ΑΠΟ ΤΑ ΤΗΛΕΦΩΝΑ ΣΑΣ). Ωραία, λέω. Η δουλειά είναι να χτυπάς κουδούνια, να πουλάς πακέτα και ανάλογα με τα πακέτα που θα πουλήσεις να παίρνεις ένα ποσό και οι ανώτεροί σου παίρνουν ποσοστά από τις πωλήσεις σου. Αν δεν πουλήσεις κάτι, δεν παίρνεις τίποτα. Η φίλη μου που δούλεψε για δύο εβδομάδες στον ίδιο χώρο, τρεις μήνες αφού πήγα εγώ, έχει να περιγράψει απίστευτες στιγμές έξαρσης. Εννιά η ώρα το πρωί να γίνονται ομαδικές συνευρέσεις με Rammstein στη διαπασών (ΕΙΝΑΙ Η ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΕΜΨΥΧΩΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΤΣΙΜΠΛΩΣΗ ΤΩΝ ΑΠΛΗΡΩΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΠΩΛΗΤΩΝ ΚΑΙ ΠΩΛΗΤΡΙΩΝ). Η φίλη μου παραιτήθηκε φυσικά, έχοντας πουλήσει τρία πακέτα σε έναν μήνα.
Πήρα κι εγώ τη δουλειά (ΠΟΙΑ ΣΤΗ ΧΑΡΗ ΜΟΥ, ΝΑ ΔΟΥΛΕΥΩ ΑΠΛΗΡΩΤΗ ΜΕ ΜΠΟΝΟΥΣ ΚΑΙ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΑΝΕΛΙΞΗΣ ΣΕ ΕΝΑ ΤΕΤΟΙΟ ΥΠΕΡΣΥΓΧΡΟΝΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΜΕ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΓΚΡΟΥΠ ΣΤΟ ΦΕΙΣΜΠΟΥΚ ΜΕ ΣΕΛΦΙΖ ΚΙ ΑΛΛΑ ΤΕΤΧΟΙΑ ΩΡΑΙΑ ΓΟΥΤΣΟΥ ΓΟΥΤΣΟΥ), αλλά  δεν πήγα ποτέ. Την ίδια μέρα ακριβώς (ΕΥΤΥΧΩΣ ΜΑΛΛΟΝ), με πήραν για συνέντευξη στο μεγαλοβιβλιοπωλείο που δούλεψα δύο μήνες (ΑΛΛΗ ΩΡΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ).  Δεν δούλεψα ποτέ στη διαφημιστική. 

Τετάρτη 8 Μαρτίου 2017

Συνέντευξη στην BE COOL πόρτα: Μέρος Ι

Όταν κάνεις μπλογκς ανεργίας, ο κάθε γραμματέας-σόσιαλ μάνατζερ εκεί έξω γελάει καλύτερα, γιατί γελάει τελευταίος. Σαδιστικός Μάρτιος 2017. Με πήραν τηλέφωνο από άγνωστο αριθμό δύο φορές. Τη δεύτερη το σηκώνω μισοκοιμισμένη και μου λένε: «Γεια σας, για τη δουλειά παίρνουμε. Είστε η κ. Τάδε;» Λέω ναι. Αλλά ποια δουλειά ακριβώς; Γιατί έχω αφήσει βιογραφικά σε πάρα πολλά μαγαζιά και έχω στείλει πληθώρα από μέιλς. Σκέφτομαι ότι μπορεί κάποια να μου κάνει πλάκα.
«Είμαστε από ένα κατάστημα καφέ-κρεπερί στο κέντρο. Θα θέλατε να έρθετε για μία συνέντευξη; Έχουμε το βιογραφικό σας, μας το έχετε στείλει σε μέιλ.»
«Α, ναι! Το έχω στείλει σε κάτι τέτοιο. (ΜΑΛΛΟΝ, ΠΟΥ ΝΑ ΘΥΜΑΜΑΙ ΤΩΡΑ. ΔΕΝ ΠΕΙΡΑΖΕΙ, ΘΑ ΤΡΩΩ ΚΡΕΠΕΣ)  Θα ήθελα (το όνειρό μου). Ευχαριστώ. Πότε είναι  η συνέντευξη;»
«Μπορείτε να έρθετε αύριο στα γραφεία μας; Είναι μία πόρτα στον τάδε όροφο που λέει BECOOL από έξω. Στις δυόμισι σας βολεύει;»
«Α, ναι! Σας ευχαριστώ πολύ. Γεια σας!»
Από την πόρτα BECOOL και μόνο, καταλαβαίνω πως είναι πολύ χλωμά τα πράγματα. Αλλά από την άλλη δεν έχω και τίποτα να χάσω. Λέω ευχαριστώ, θα έρθω στις δυόμισι και πάω να το κλείσω. Η χαζή. Η εντελώς uncool.
«Ναι, συγγνώμη, αλλά να σας πω και πού είναι τα γραφεία μας;» Ρωτάει η κυρία λίγο αγχωμένη, λίγο απορημένη.
«Ναι, φυσικά. Και δεν μου λέτε; Πώς θα έρθω αλλιώς;» (Ήταν τεσσεράμισι, μισοκοιμόμουν.)
Καλά, ήταν τόσο μεγάλη η επιθυμία μου να δουλέψω σε κρεπερί που θα μύριζα και τα λογιστικά συγχωροχάρτια για να φτάσω στα γραφεία τους. Το κτίριο που στεγάζονται οι υπεύθυνοι και οι προϊστάμενοι της αλυσίδας κρεπερί-πρωινού καφέ (ΚΟΙΤΑ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΙ ΚΡΥΒΕΤΑΙ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΜΙΑ ΚΡΕΠΑ) είναι σε ένα περιθωριακό εντελώς μέρος γεμάτο παρακμιακά στοιχεία. Ωστόσο, ως κτίριο είναι εξαιρετικά επιβλητικό και ξεχωρίζει. Κυριλέ ουρανοξύστης με φιμέ τζάμια, τελείως εκτός θέματος με τη γειτονιά του.
Κατεβαίνω κέντρο νωρίς και μου αλλάζουν δέκα λεπτά πριν τις δυόμισι το ραντεβού  (ΤΟ ΤΟΝΙΖΩ ΟΤΙ ΜΕ ΠΑΙΡΝΟΥΝ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΟΥ ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΤΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ-ΠΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, ΘΑ ΔΕΙΤΕ) και μού λέει η κυρία να πάω τρεις και μισή. Μικρό το κακό (ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΚΑΝΩ ΚΡΕΠΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΚΑΝΩ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΤΟ ΗΞΕΡΑ ΤΟΤΕ).
Φτάνω δεκαπέντε λεπτά νωρίτερα, ανεβαίνω με το ασανσέρ. Η εταιρία είναι λίγο συγχυσμένη, προφανώς. Η ταμπέλα που έχει στο κουδούνι και στον όροφο αναγράφει κλιματιστικά, συστήματα θέρμανσης και AIRCONDITION IN GREECE, αλλά έχει και κρεπερί (ΕΝΤΑΞΕΙ, ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΖΟΥΜΕ). Μπαίνω στο γραφείο. Χαιρετάω μία συνεσταλμένη συμπαθητική κυρία –τη γραμματέα και με στέλνει ακριβώς δίπλα (χωρίς πόρτα), στον αφεντικό της.
Λέω γεια σας, καλησπέρα, τι κάνετε. Ο τύπος σηκώνεται από την καρέκλα του -συμπαθητική φυσιογνωμία- και είναι τρομερά ευγενικός σε σημείο που με ταράζει. Μού δείχνει την καρέκλα να κάτσω και από την αρχή μέχρι το τέλος της συνέντευξης (ΑΣ ΤΟ ΚΑΝΟΥΝ ΟΙ ΠΛΑΚΑΤΖΗΔΕΣ ΘΕΟΙ/ΕΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑ), με ρωτάει τακτικά, καθ’όλη τη διάρκεια της διαμονής μου στο γραφείο του, αν θέλω να πιω κάτι. Καφέ ή χυμό ή ένα νερό. Ή να καπνίσω αν θέλω. Λέω σε όλα φυσικά, όχι-ευχαριστώ, γιατί δεν σκοπεύω να τον βοηθήσω να κάνει οικείο το κλίμα. Θέλω να ξέρουν όταν επισκέπτομαι τα γραφεία τους ότι απλώς θέλω δουλειά, δεν είμαστε φίλοι, ούτε πρόκειται να γίνουμε.
Τον κοιτάω, με κοιτάει. Έχει το βιογραφικό μου μπροστά, αυτό που σκέφτομαι τόσο καιρό να κάψω. Το περιεργάζεται. Μία αυτό, μία εμένα. Βγάζει ήχους δυσαρέσκειας και απογοήτευσης. Το βλέμμα του είναι τέρμα λυπημένο και στενοχωρημένο. Σκέφτομαι διάφορα από μέσα μου. (ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕ ΚΑΠΟΙΟΣ ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΝΑ ΑΝΕΒΑΛΕ ΤΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΜΑΣ ΜΙΑ ΩΡΑ ΜΕΤΑ, ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΧΩ ΠΑΛΙ ΚΑΤΙ ΣΤΗΝ ΜΠΛΟΥΖΑ ΜΟΥ, ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΗ ΒΓΑΖΩ ΦΑΤΣΑ ΚΡΕΠΟΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΡΙΑΣ, Κ.Τ.Λ. Κ.Τ.Λ.) Και μού λέει το πιο απίστευτο πράγμα που έχω ακούσει μέχρι στιγμής από εργοδότη/τρια σε όσες συνεντεύξεις έχω πάει στη μικρή ζωή μου. Το πιο απίστευτο. Δεν υπάρχει. Δηλαδή, μπορούσε να με πάρει τηλέφωνο πιο πριν και αντί να αλλάξει το ραντεβού μία ώρα μετά να μου το πει τηλεφωνικώς. Ή να μου πει ότι βρήκαν άλλο άτομο, δεν πειράζει. Το πιο ανόητο πράγμα που έχω ακούσει.
«Θα ήθελα να σου ζητήσω συγγνώμη. Δεν ξέρω πώς να στο πω (ΓΕΛΑΕΙ ΝΕΥΡΙΚΑ ΑΥΤΟΣ, ΓΕΛΑΩ ΚΙ ΕΓΩ) Έχει συμβεί κάτι κακό (ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΖΟΜΑΙ ΝΑ ΜΟΥ ΠΕΙ ΟΤΙ ΕΠΕΣΕ Ο ΝΤΑΟΥΝΤΖΟΟΥΝΣ, ΠΤΩΧΕΥΣΕ Η ΕΤΑΙΡΙΑ, ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΡΕΠΕΣ Ή ΑΠΛΩΣ ΟΤΙ ΠΕΘΑΝΕ ΚΑΠΟΙΟΣ). Θα ήθελα να είμαι όσο πιο ειλικρινής μαζί σου. Γενικά, θέλω να είμαι ειλικρινής και είμαι ειλικρινής. Προσπαθώ να λέω τα πράγματα με το όνομά τους. Με όλη μου την ειλικρίνεια, δηλαδή (ΤΟ ΕΙΠΕ ΚΑΜΙΑ ΤΕΤΡΑΚΟΣΙΕΣ ΦΟΡΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΕΜΠΕΔΩΣΩ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΑ ΠΙΑΝΩ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ-ΕΙΛΙΚΡΙΝΑ!). Έχει συμβεί ένα τρομερό λάθος.»
«Ναι, όχι μην αγχώνεστε. Σας πιστεύω (ΛΕΜΕ ΤΩΡΑ). Τι λάθος συνέβη; Με εμένα εννοείτε;» Λέω πραγματικά απορημένη.
«Ναι, με εσένα. Με το βιογραφικό σου, δηλαδή. Κατεβάσαμε διάφορα βιογραφικά για τη θέση στην κρεπερί. Αλλά το δικό σου κατέβηκε κατά λάθος (ΝΑΙ ΚΑΤΑ ΛΑΘΟΣ. ΠΟΣΟ ΔΥΣΚΟΛΟ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΕΝΑ ΣΩΣΤΟ ΝΤΑΟΥΝΛΟΟΥΝΤ; ΠΟΛΥ ΑΠΟ Ο,ΤΙ ΦΑΙΝΕΤΑΙ, ΑΝ ΕΧΕΙΣ ΚΑΛΟΜΑΘΕΙ ΜΕ ΤΙΣ ΚΡΕΠΕΣ). Το κράτησα μαζί με τα άλλα βιογραφικά και σου κλείσαμε ραντεβού για τις κρέπες. Κατά λάθος όλα αυτά. Δεν είμαι συχνά τόσο εύθυμος και χαμογελαστός (ΣΙΓΑ ΤΗΝ ΤΡΕΛΗ ΧΑΡΑ), ούτε συναντιέμαι προσωπικά με όλους. Αλλά έγινε αυτό το λάθος και ήθελα να σου ζητήσω συγγνώμη. Πραγματικά.»
«Εντάξει. Δεν πειράζει. Μπορούσατε να με πάρετε τηλέφωνο, για να το ακυρώσουμε. Δεν πειράζει. Αν δεν σας κάνω για τη θέση, φεύγω.»
«Εσύ ξέρεις να κάνεις κρέπες;»
«Ναι, όχι επαγγελματικά, αλλά ξέρω. Επίσης, η αδερφή μου δουλεύει σε καφέ και είμαι εξοικειωμένη με το περιβάλλον.»
«Ναι, αλλά δεν ξέρεις από μηχανή και τέτοια;»
«Όχι, αλλά όπως θα δείτε από το βιογραφικό μου, μαθαίνω γρήγορα. Χρειάζομαι κάποια καθοδήγηση, αλλά αυτό θα διαρκέσει μία μέρα.»
«Ναι, εμείς θέλουμε, δυστυχώς κάποιο άτομο που έχει εμπειρία και δεν χρειάζεται καθοδήγηση.»
«Άρα; Τι να κάνω; Να φύγω;»
Δεν το πίστευα, αλλά έφτασα σχεδόν να παρακαλάω να με πάρουν για κρέπες και καφέ. Από την άλλη, ένιωθα παρείσακτη και με έκανε να νιώθω ότι είχα προκαλέσει ένα τεράστιο πρόβλημα που θα του στοίχιζε δύο-τρεις κρέπες. Έβλεπα την κυρία να απλώνει τα ρούχα της στην απέναντι πολυκατοικία, πλαστικές καρέκλες στα φτωχικά μπαλκόνια και ανοιχτές κουρτίνες σε μικρά διαμερίσματα. Ήθελα απλώς να φύγω από την γιγάντια τερατώδη εταιρική πολυκατοικία (Ας τελειώσουν πια αυτά τα αστεία, είμαι ΕΙΛΙΚΡΙΝΑ κουρασμένη και δεν έχω το κουράγιο να πηγαίνω σε άλλες συνεντεύξεις ΓΙΑ ΠΛΑΚΑ).
«Όχι, όχι, δεν θέλω να φύγεις  (ΤΟ ΓΥΡΝΑΕΙ ΚΑΠΟΥ ΕΚΕΙ ΣΕ ΕΝΑ ΕΝΤΟΝΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟ ΥΦΟΣ ΚΙ ΑΓΧΩΝΟΜΑΙ). Εντάξει, εγώ βλέπω το βιογραφικό σου, είναι πολύ ιδιαίτερο, και λέω, αυτό δεν κατέβηκε στην τύχη. Κάποιος λόγος θα υπάρχει.»
«Ναι, μπορεί να είναι μοιραία σύμπτωση. (ΕΛΕΟΣ)»
«Εγώ, ρώτα και τη γραμματέα μου αν θες, δεν φέρομαι σε όλους έτσι. Αλλά είδα κάτι αξιόλογο εδώ που δεν ταιριάζει στη θέση κρέπας που ζητάμε. Πώς να στο πω. Φαίνεται ότι είσαι ωραίο ατομάκι. Είπα να το κρατήσω, μήπως προκύψει κάτι στο μέλλον για σένα. Γιατί εγώ φροντίζω τα άτομα που μου φαίνονται αξιόλογα να τα βοηθάω.  Θα σου πει και η γραμματέας (ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΝΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΛΕΕΙ ΚΑΛΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ;) Και κατά λάθος σε καλέσαμε για τη θέση της κρέπας. Πρώτη φορά συμβαίνει αυτό. Λέω, πώς είναι δυνατόν να συνέβη; (ΕΛΑ ΝΤΕ. ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΡΩΤΑΣ ΤΗΝ ΚΟΠΛΙΜΕΝΤΑΡ ΣΟΥΠΕΡΒΑϊΖΟΡ;) Μάλλον, μπερδεύτηκαν τα έγγραφα. Εντάξει, συμβαίνουν αυτά. Αλλά και πάλι, ήρθες εδώ τζάμπα. Ρωτάω τη Μαρία τι έχουμε σήμερα; Λέει να δείτε αυτή την κοπέλα για την κρεπερί. Και βλέπω το βιογραφικό και όντως, το είχα βάλει στην άκρη για να το έχω υπόψη μου, αλλά όχι για αυτή τη θέση.  Δεν πειράζει, συγγνώμη που είσαι εδώ τώρα.»
«Σας επαναλαμβάνω ότι δεν υπάρχει πρόβλημα. Μπορώ και να φύγω και να κάνουμε πως δεν συνέβη τίποτα. Μην αγχώνεστε, δηλαδή (ΚΟΙΤΑ ΠΟΥ ΦΤΑΣΑΜΕ, ΝΑ ΤΟΝ ΠΑΡΗΓΟΡΩ ΚΙΟΛΑΣ). Δεν θα είναι η πρώτη φορά, άλλωστε.»
«Όχι, όχι. Έχω μία ιδέα έτσι όπως σε βλέπω για το τι θα μπορούσαμε να κάνουμε με την πρίπτωσή σου (ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΠΟΥ ΕΙΧΑ ΑΡΧΙΣΕΙ ΝΑ ΑΝΗΣΥΧΩ) Εγώ κατ’ αρχήν ξεκίνησα από το μηδέν. Για αυτό καταλαβαίνω τα νέα παιδιά που προσπαθούνε σαν εσένα. Άλλωστε, κι εγώ έτσι ήμουν (ΞΕΡΩ, ΕΧΕΙΣ ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΜΕΣΑ ΣΟΥ. ΕΙΣΑΙ Ο ΜΑΧΑΤΜΑ ΓΚΑΝΤΙ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΩΝ, ΑΛΛΑ ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ, ΜΗ ΜΑΣ ΒΑΖΕΙΣ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ). Θα ήθελα να σε βάλω σε μία διαφορετική θέση. Χυμό, καφέ είπαμε δεν θες; Να πιεις κάτι;»
Πολύ άγχος για τη φιλοξενία μου. Έγνεψα απλώς αρνητικά, γιατί είχα χάσει και τα λόγια μου. Γελούσα και σίγουρα καθρεφτιζόταν ειρωνεία στο γέλιο μου, γιατί δεν μπορώ να κρύψω με τη φάτσα μου αυτό που σκέφτομαι. Παρά ταύτα, ο τύπος συνέχισε κανονικά να μου περιγράφει τις καλές του πράξεις για την ανθρωπότητα.
«Τώρα ανοίγουμε ένα καινούργιο κατάστημα σε κεντρική οδό. Εγώ βασικά είμαι πολιτικός μηχανικός και έχω την αλυσίδα αυτή με τα πρωινά καφέ-μαγαζιά. Σκοπεύω, λοιπόν, επειδή σε βλέπω ότι είσαι έμπιστο άτομο και πιστεύω ότι θα τα πας καλά, να σε βάλω ταμείο ή βοηθό κουζίνας ή σε κάποιο άλλο πόστο σε αυτό το παράρτημα. Θα σερβίρεις και τα γύρω μαγαζιά της περιοχής που παραγγέλνουν καφέ, αλλά δεν θα είσαι ντελίβερι. Εμείς δεν θέλουμε ντελιβερούδες, είμαστε κατά αυτών (ΕΝΤΑΞΕΙ, ΕΓΩ ΘΑ ΣΤΕΛΝΩ ΤΟΥΣ ΚΑΦΕΔΕΣ ΜΕ ΚΑΠΟΙΟ ΝΤΡΟΟΥΝ ΑΣ ΠΟΥΜΕ;) Θα φτιάχνεις κανένα σαντουιτσάκι κρύο και θα δούμε. Ξέχασα να σου πω ότι τα δικά μας σάντουιτς είναι από αγνά υλικά και οι κρέπες μας δεν έχουν σόδα.»
«Α, αυτό είναι πρωτοπορία, γιατί δείχνει ότι ενδιαφέρεστε για το συμφέρον των καταναλωτών.» (ΕΙΧΑ ΧΑΣΕΙ ΤΑ ΛΟΓΙΚΑ ΜΟΥ, ΔΕΝ ΗΞΕΡΑ ΤΙ ΝΑ ΠΩ, ΕΝΩ ΑΥΤΟΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕ ΚΟΥΛ ΜΕ ΤΟ ΣΤΡΙΦΤΟ ΤΣΙΓΑΡΟ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΥΛΟΣΥΝΗ ΤΟΥ ΜΕΣΑ ΝΑ ΜΕ ΚΟΙΤΑΕΙ ΠΛΑΓΙΑΣΤΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΕΚΛΑΡΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΜΙΛΑΕΙ)
«Πιστεύω επειδή είσαι τέτοιο τυπάκι, με τέτοιο υφάκι και τέτοιο στυλάκι (ΕΔΩ ΝΑ ΠΩ, ΟΤΙ ΑΦΗΣΑ ΤΗΝ ΤΣΑΝΤΑ ΜΟΥ ΣΤΗ ΔΙΠΛΑΝΗ ΚΑΡΕΚΛΑ, ΓΙΑΤΙ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕ ΝΑ ΤΗ ΦΑΕΙ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ), που θα ταίριαζε σε αυτή τη γειτονιά και πιστεύω θα πήγαινε πολύ καλά. Θα σου ταίριαζε κάπως το περιβάλλον. Κάπνισε άμα θες (ΛΕΕΙ ΚΑΙ ΣΤΡΙΒΕΙ ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΣΙΓΑΡΟ Ο ΜΠΙΚΟΥΛ. ΑΣΕ ΜΑΣ ΡΕ ΦΙΛΕ). Τι λες για αυτό; Θα ήθελες να δουλέψεις σε κάτι τέτοιο; Αλλά να ξέρεις θα γίνει σε είκοσι μέρες.»
«Δέχομαι, φυσικά. Δεν με πειράζει να περιμένω είκοσι μέρες. Απολύθηκα πρόσφατα όπως βλέπετε στο βιογραφικό μου και είμαι σε διαρκή αναζήτηση για δουλειά.»
«Εντάξει. Αλλά και πάλι συγγνώμη, για αυτό το λάθος που συνέβη. Δηλαδή, τι κάνεις εσύ εδώ τώρα; Με τέτοιο βιογραφικό.»
«Τι να σας πω, είναι δύσκολα τα πράγματα, το ξέρετε κι εσείς (ΥΠΕΠΕΣΑ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΣΜΟ ΤΗΣ ΤΥΠΙΚΗΣ ΜΙΝΙ ΚΟΥΒΕΝΤΟΥΛΑΣ ΤΗΣ ΠΑΡΗΓΟΡΙΑΣ, ΦΑΙΝΟΤΑΝ ειλικρινά ΣΤΕΝΟΧΩΡΗΜΕΝΟΣ). Αλλά δεν πειράζει και να μην μπορείτε να με απορροφήσετε (ΠΟΛΥ ΚΑΚΗ ΛΕΞΗ, ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΣΥΧΝΑ-ΠΥΚΝΑ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΤΗΣ μη-ΕΡΓΑΣΙΑΣ), δεν πειράζει. Ειλικρινά, δεν υπάρχει πρόβλημα, δηλαδή. Θα συνεχίσω το ψάξιμο και θα δούμε.»
«Εντάξει, όχι. Επειδή, σε βλέπω, είσαι καλό παιδί. Σε συμπαθώ. Θα μπεις σε αυτό το κατάστημα. Στο μεταξύ, αν σε πάρουν κάπου αλλού και είναι καλύτερα, εννοείται πως απλώς μπορείς να με καλέσεις και να πας. Θα σου γράψω εδώ τον αριθμό μου, τον προσωπικό, γιατί αυτός πάνω στην κάρτα σε παραπέμπει σε τηλεφωνητές. Να ξέρεις δεν τον δίνω σε όλους (ΑΜΑΝ ΠΙΑ, ΠΟΣΟ ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΜΑΙ;)»
«Σας ευχαριστώ, εντάξει, θα σας πάρω.»
Πάνω που πήγε να μου φανεί λίγο καλός και φιλικός, χτυπάει το κινητό του. Δυσανασχετεί, αλλά το σηκώνει.
«Τι; Ποιος είναι πάλι; Έλα ρε Μήτσο, πάλι λεφτά θες; Ναι, θα στα δώσω τα λεφτά». Η γραμματέας από δίπλα ακούει Μήτσο και τρελαίνεται στο γέλιο. Μιλάει κάποια ώρα με τον Μήτσο. Εγώ χαζεύω στο παράθυρο. Κλείνει το τηλέφωνο και με κοιτάει.
«Αυτός ξέρεις ποιος ήταν;» Ρωτάει και τον κοιτάω. Σε μένα απευθύνεται (Ο,ΤΙ ΝΑ ‘ΝΑΙ).
«Όχι, ποιος ήταν;»
«Ο Μήτσος, ένας υπάλληλός μου.»
«Έχετε προσωπική σχέση;» (Λέω γελώντας φανερά αμήχανα με την παράξενη τροπή των πραγμάτων.)
«Εγώ να ξέρεις, δεν μιλάω έτσι σε όλο τον κόσμο. Ευγενικά και χαχαχού. Αλλά ο Μήτσος είναι άλλο πράγμα. Τον Μήτσο τον έχω υιοθετήσει, όπως θα κάνω και με σένα, δηλαδή. Τον συμπαθώ πολύ και του αγόρασα το πλυντήριο, του πληρώνω τα υδραυλικά και διάφορα άλλα.  (ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑ ΤΙΠΟΤΑ. ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΕ ΥΙΟΘΕΤΗΣΕΙ ΣΙΓΟΥΡΑ ΚΑΙ ΠΛΥΝΤΗΡΙΟ ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΙ, ΑΛΛΑ ΑΣΕ ΜΑΣ ΑΝΘΡΩΠΕ). Θα σε βάλω κάπου. Μην αγχώνεσαι. Αυτό το λάθος έγινε μάλλον για καλό. Δεν το πιστεύω ότι έγινε. Αλλά εντάξει. Χίλια συγγνώμη.»
Δεν το πίστευα ότι βρισκόμουν για συνέντευξη σε μία άσχετη πολυκατοικία, όπου με καλέσανε κατά λάθος και ο εργοδότης ήταν ένας ακόμα γλίτσας σαν όλους τους άλλους που ήθελε μάλιστα να με υιοθετήσει στα σαράντα του. Και μού έλεγε συγγνώμη και του έλεγα δεν πειράζει και τον παρηγορούσα, ΕΠΕΙΔΗ ΑΥΤΟΙ ΜΕ ΠΗΡΑΝΕ ΚΑΤΑ ΛΑΘΟΣ.
«Εντάξει, ευχαριστώ πολύ (ΕΙΧΑ ΞΕΜΕΙΝΕΙ ΑΠΟ ΛΕΞΕΙΣ). Αλλά μην αγχώνεστε, θα βρω κάτι άλλο, θα με καλέσουν κι αλλού. Δεν πειράζει, αν δεν με χρειάζεστε (Η ΠΡΩΤΗ Ή Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ ΘΑ ΕΙΝΑΙ;)»
«Όχι, μα τι λες; Τέτοιο ταλαντούχο άτομο.»
«Εντάξει, σας ευχαριστώ.» Λέω και πάω να του δώσω το χέρι, αλλά μού λέει να φέρει καφέ για τριακοστή φορά. Και λέω, όχι, ευχαριστώ δεν πίνω. Και πάω να σηκωθώ. Ξαναλέω καλή συνέχεια κι ευχαριστώ και φεύγω.
Κατεβαίνω τους πέντε ορόφους. Σκέφτομαι τι έζησα πάλι, τον σουρεαλισμό της κατάστασης. Το πιο γελοίο είναι ότι ο πολιτικός μηχανικός-αφεντικός με πήρε τηλέφωνο μετά από δύο-τρεις ώρες. Από τον προσωπικό του αριθμό. Δεν έγινε κάτι πρωτότυπο, μου ξαναζητούσε συγγνώμη κι εγώ του έλεγα, πάλι, δεν πειράζει (ΒΑΡΕΘΗΚΑ ΝΑ ΤΟΝ ΠΑΡΗΓΟΡΩ). Αυτός στην κοσμάρα του. Δεν ήταν και τόσο κουλ μάλλον. Γελούσε τσαχπίνικα και μου ζητούσε συγγνώμη που ζητούσε συγγνώμη και με ρωτούσε αν πρέπει να ζητάει συγγνώμη κι εγώ του πέταξα ένα: «Εντάξει, ας μην είμαστε τόσο ευγενικιοί και οι δύο πια. Δεν πειράζει. Καλή συνέχεια.» Και το έκλεισα, αφού μου είπε να τον πάρω οτιδήποτε κι αν χρειαστώ (ΣΙΓΟΥΡΑ ΑΥΤΟΝ ΘΑ ΠΑΡΩ).  

Το αποτέλεσμα; Δεν θα τρώω δωρεάν κρέπες και χωρίς σόδα μάλιστα, υγιεινές-ποια-στη-χάρη-μου. Και είχα χαρεί λιγουλάκι γιατί λατρεύω τόσο πολύ να κάνω κρέπες, που στα δεκαπέντε μου είχα δικιά μου κρεπομηχανή επαγγελματική (ΑΠΟ ΤΑ ΛΙΝΤΛ ΤΡΙΑΝΤΑ ΕΥΡΩ, ΒΕΒΑΙΑ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΒΑΡΙΕΣΑΙ). Περιττό να πω, ότι δεν βρήκα δουλειά.

Τρίτη 7 Μαρτίου 2017

Συνέντευξη στην επιτομή της ζαχαροπλαστικής


Εκεί όπου η γαλλική ζαχαροπλαστική έρχεται να συναντήσει την Ιταλική. Έτσι λέει στην περιγραφή του site, δεν κάνω πλάκα. Βεβαίως, γιατί αποφάσισα να πάω και διαβασμένη, όχι αστεία. Κάθε φορά που τελειώνω ένα πτυχίο και μένω στον άσσο, πρέπει να κάνω την ίδια δουλειά (ΟΧΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΜΕ ΜΙΣΘΟ ΚΑΙ ΕΝΣΗΜΑ, ΧΑΧΑΧΑΧΑ ΓΕΛΑΣΑΜΕ). Εννοώ να πηγαίνω σε διάφορες συνεντεύξεις και να με φτύνουν για να νιώσω καλύτερα τη θέση μου (ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ, ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΧΟΥΜΕ ΓΙΝΕΙ ΠΟΛΥ ΜΑΤΑΙΟΔΟΞΟΙ ΚΑΙ ΑΤΟΜΙΚΙΣΤΙΚΑ ΕΓΩΙΣΤΙΚΑ ΚΑΘΙΚΙΑ ΚΑΙ Η ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΡΧΕΤΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΣ ΒΕΛΤΙΩΣΕΙ). Έτσι, λοιπόν, πήγα και στο παράρτημα του γνωστού σερραϊκού ζαχαροπλαστείου (αχ Σέρρες πατρίδα κι έτσι Η΄ ΚΑΙ ΟΧΙ). Το κίνητρό μου ήταν ότι αν με προσλάβουν θα τρώω γλυκά και παγωτά. Φεβρουάριος 2017. Επιτέλους μεγάλωσα κι εγώ.
Η συνέντευξη ήταν αυστηρά στις 20:00 με 21:00, χωρίς άλλο περιθώριο. Πάω στο ζαχαροπλαστείο με τα βιογραφικά, αναλυτικά και συνοπτικά, στο χέρι. Μπαίνω φουριόζα στο μαγαζί και αυτή τη φορά φοράω φούστα-μπλούζα. Όμως, μπροστά μου εκτυλίσσεται το ειδύλλιο του παραλόγου. Τύπος-τύπισσα σε γλιτσερές καταστάσεις. Ο τύπος μέσα από την μπάρα έχει κατέβει απευθείας από το χωριό του [1].
Ο κύριος κλαρινογαμπρός, λοιπόν, φοράει σένιο παντελόνι με τσάκιση, πουκαμισάκι ριγέ σε διακριτικό μπλε ελεκτρίκ και βραχιολάκια, κομποσκοίνια. Στον λαιμό χρυσό σταυρό να λαμποκοπά ανάμεσα στις τρίχες (ΒΑΡΥ ΚΙ ΑΣΗΚΩΤΟ για δυνατές χριστοπαναγίες). Το μαλλί πίσω κολλημένο με ζελέ σαν να το έχει γλείψει αγελάδα μόλις. Μπροστά του μία νεαρή πολύ όμορφη και περιποιημένη κοπέλα, ντυμένη λες και δουλεύει σε γραφείο μεγάλης εταιρίας και γυαλιστερή (αυτή δεν χρειαζόταν σταυρό, λαμποκοπούσε από μόνη της). Φαινόταν καλή κοπέλα από σπίτι, ώριμη και με προδιαγραφές. Έτσι ωραία μιλούσαν αυτοί οι δύο και νόμιζα ότι έβλεπα γυρίσματα για ελληνική ρομαντική κομεντί. Να λέει τις μπαρούφες του ο μπουρτζόβλαχος και να απαντάει αυτή με ένα κελαρυστό, τσιριχτό, ψεύτικο-πιο-πολύ-δεν-γίνεται ΧΑΧΑΧΑΧΑ, λες και άκουσε το καλύτερο ανέκδοτο για πάστες στη ζωή της. 
Κάποια στιγμή με παίρνει πρέφα ο τύπος, αφήνει τα σαχλορομάντσα και μου  λέει, «Γεια σας, μπορώ να βοηθήσω;». Του απαντάω, «Όχι, κι εγώ για βιογραφικό ήρθα.» Και μου λέει με τόνο προσποιητής ευγένειας να ξεχειλίζει από τα μανικετόκουμπα τα χρυσά τα σερραϊκά «Μάλιστα, θα περιμένετε στην άκρη, κυρία μου.» Μεγάλωσα ναι, αλλά όχι και κυρία μου, κύριος! (ΓΙΑΤΙ ΜΕ ΠΕΡΑΣΕΣ, ΟΙ ΑΛΛΟΙ στο πασίγνωστο κατάστημα ηλεκτρικών κτλ ειδών ΓΕΛΟΥΣΑΝ ΜΑΖΙ ΜΟΥ) 
Τέλος πάντων, λέει στο άλλο του μισό, «Μέσα στην εβδομάδα, θα έχεις τηλέφωνο, θα σε πάρω εγώ ο ίδιος.» και αυτή φεύγει σερνάμενη κουνάμενη και με ένα χαμόγελο, «ΤΗΝ ΠΗΡΑ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ! ΖΗΤΩ, ΦΑΕ ΤΗ ΣΚΟΝΗ ΜΟΥ». Της το ανταποδίδω με ένα χαμόγελο, «ΔΕΝ ΘΑ ΒΡΩ ΠΟΤΕ ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΩ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ, ΑΣΕ ΜΕ ΗΣΥΧΗ». Τη βλέπω να χάνεται χαρούμενη στη νύχτα και με βαριά καρδιά γυρνάω προς το μαγαζί. 
«Κυρία μου; Ελάτε μπροστά, ελάτε.» φωνάζει ο τύπος. Κι ακολουθεί ο εξής διάλογος:
«Ορίστε το βιογραφικό μου. Είδα την αγγελία σας στο ίντερνετ και ψάχνω δουλειά και νομίζω πως αυτή θα μου ταίριαζε.» (ΓΙΑ ΝΑ ΤΡΩΩ ΓΛΥΚΑ, ΕΙΠΑΜΕ)
«Μάλιστα. Από ό,τι βλέπω (ΠΑΛΙ, ΤΟ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΓΡΗΓΟΡΑ, ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΤΙ ΕΙΔΟΥΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΕΡΓΟΔΟΤΕΣ ΚΑΙ ΕΧΟΥΝ ΑΠΟΚΤΗΣΕΙ ΤΕΤΟΙΟ ΜΑΤΙ ΚΑΙ ΝΟΜΙΖΑ ΟΤΙ ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΓΡΗΓΟΡΗ) δεν έχετε καμία προηγούμενη προϋπηρεσία στον χώρο.»
«Ναι, αυτό είναι αλήθεια.»
«Ωραία, εμείς όμως εδώ, κυρία μου, δεν σας χρειαζόμαστε. Χρειαζόμαστε άτομα που έχουν προϋπηρεσία.»
«Ναι, αλλά στην αγγελία έλεγε ότι χρειάζεστε άτομα με σχετική εμπειρία. Όχι με απαραίτητη προϋπηρεσία.»
«Σχετική εμπειρία αυτό σημαίνει, απαραίτητη προϋπηρεσία. Γιατί εδώ χρειάζονται εξειδικευμένες γνώσεις. Θα πρέπει να ξέρετε τα τσουρέκια, τα παγωτά, τα γλυκά, αναλυτικά.» (Δείχνει τα τσουρέκια, τα γλυκά, τα παγωτά, ακολουθάω το χέρι του με το βλέμμα μου και έχω κολλήσει στο ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ εξειδικευμένες γνώσεις.)
«Όπως θα δείτε κι από το βιογραφικό μου, μαθαίνω σχετικά γρήγορα, δηλαδή, ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ ΓΡΗΓΟΡΑ και μπορώ να τα μάθω όλα αυτά σε μία μέρα το πολύ. Μπορείτε να με δοκιμάσετε. Δεν θα είναι δύσκολο για μένα να μάθω τα τσουρέκια, τα γλυκά και τα παγωτά.»
«Ναι, χμμμ ωραία. Αλλά τι θα γίνει με τη μηχανή του καφέ; Ξέρετε να χειρίζεστε όλο αυτό; (ΔΕΙΧΝΕΙ ΜΙΑ ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΚΑΦΕ ΠΟΥ ΜΟΥ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΣΑΝ ΤΕΡΑΣ) Η εταιρία θέλει άτομα που να χειρίζονται τη μηχανή του καφέ»
«Ναι, εντάξει. Θα το μάθω κι αυτό. Δηλαδή, εσείς δεν είστε ο ιδιοκτήτης;»
«Όχι, εγώ είμαι ο σόσιαλ μάνατζερ (ΑΧΑ, ΣΟΣΣΙΑΛ ΜΑΝΑΤΖΖΖΕΡΡ, ΕΓΝΕΦΑ ΚΑΤΑΦΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΝΟΜΙΖΑ ΟΤΙ ΕΙΧΑ ΜΠΕΙ ΣΕ ΔΥΣΤΟΠΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ). Η εταιρία θέλει άτομα έμπειρα που δεν χρειάζεται να κάνουν εξάσκηση για να τα μάθουν. Τουλάχιστον ξέρετε να κρατάτε δίσκο;» 
«Λέω ναι. Δίσκο ξέρω να κρατάω (ΜΕΓΑΛΟ ΨΕΜΑ, αλλά θα έκανα εξάσκηση στο σπίτι μου αν με παίρνανε).»
«Μάλιστα. Χμμμ. Θα δει και η εταιρία το βιογραφικό σας και θα κρίνει, αλλά όπως σας είπα. Δεν σας χρειαζόμαστε.»
Ήθελα τόσο πολύ να αρπάξω το βιογραφικό μου από τα γλοιώδη χέρια του και να του πετάξω ένα «ΟΥΤΕ ΕΓΩ ΣΑΣ ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΙ. ΚΙ ΕΣΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΙΑ ΣΑΣ». Αλλά το μόνο που έκανα ήταν να πω «Ευχαριστώ πολύ. Εντάξει, ναι.» Και να φύγω με ένα ξερό «Γεια σας». Σκατά να φάει και ο σόσσιαλ μάνατζερ και όλο του το ζαχαροσόι από την Κάτω Πετεινίτσα. Είναι πολύ κρίμα που δεν μπόρεσα να εργαστώ ανάμεσα σε τσουρέκια και παγωτά. Ίσως και να έπαιρνα τα κιλά που ονειρευόμουν πάντοτε. Έφυγα από το μαγαζί και βλέποντας τον φραγκάτο γηραιόκοσμο που καθόταν μέσα στα τραπεζάκια με τα γλυκάκια τους στην κοσμάρα τους, χάρηκα που δεν θα τους σερβίρω. Δεν βρήκα δουλειά. 


[1] Σε αυτό το σημείο θέλω να ζητήσω συγγνώμη από τα καλά χωριατόπαιδα, δεν έχω κάτι με τα χωριά. Δεν είχα ποτέ χωριό, οπότε κάποια χωριά μου φαίνονται κι αξιολάτρευτα. Απλώς έχω να πω ένα μεγάλο ΟΧΙ στην πλειονότητα των ανθρώπων που μένουν σε αυτά και αναπαράγουν την επαρχιώτικη ελληνικότατη κουλτούρα της παράνοιας –αλλά εντάξει, υπάρχουν εξαιρέσεις και σας έχω πει ότι, άλλωστε, είμαι σιχαμερά ευγενικιά. Χρησιμοποιώ την έκφραση περί χωριών, γιατί δεν έχω βρει καλύτερη, αν έχετε βρει εσείς στείλτε μου, παρακαλώ.

Δευτέρα 6 Μαρτίου 2017

Συνέντευξη για υπάλληλος-ρομπότ


Μεγάλη αλυσίδα πολυκαταστημάτων λιανικής πώλησης ηλεκτρονικών και άλλων σχετικών και μη ειδών ζητάει ανά τακτά χρονικά διαστήματα υπαλλήλους (ΠΛΕΟΝ, ΔΕΝ ΑΠΟΡΩ ΓΙΑΤΙ). Το φθινόπωρο του 2014 και μετά από έναν θερινό αγώνα αναζήτησης, υπέκυψα και άφησα το βιογραφικό μου. Ωστόσο, κατά βάθος μέσα μας, όλες ξέρουμε τι μας ταιριάζει. Έτσι κι εγώ γνώριζα ότι ποτέ δεν θα γινόμουν το ρομπότ  (ΟΧΙ ΤΑ ΩΡΑΙΑ ΤΟΥ BLADE RUNNER) που αυτή η εταιρία ψάχνει. (ΑΛΛΑ ΤΙ ΕΧΩ ΝΑ ΧΑΣΩ; ΔΕΝ ΘΑ ΤΟΥΣ ΠΑΝΤΡΕΥΤΩ ΚΙΟΛΑΣ, ΔΟΥΛΕΙΑ ΨΑΧΝΩ) Με πήραν για συνέντευξη μέσα στην εβδομάδα σε ένα από τα δύο πολυκαταστήματα που έχει στο κέντρο. Πήγα. 
Η συνέντευξη γινόταν πίσω από έναν διάδρομο με φριτέζες. Στην ουρά, όρθιοι, ανάμεσα στα ράφια με τα ηλεκτρικά είδη, περίμεναν ήδη τρία αγόρια ντυμένα με αυστηρά ρούχα, πουκάμισο-παντελόνι, ζελέ στα μαλλιά, σενιαρισμένοι και πολύ αγχωμένοι. Είχα πάει ντυμένη με κοντό παντελόνι κάτω από το γόνατο και μία απλή μαύρη μπλούζα (γιατί είχε ΑΚΟΜΑ ΖΕΣΤΗ). Ήμουν η μόνη κοπέλα και η μόνη ντυμένη έτσι. (ΜΕΙΟΝ ΣΤΟ ΜΕΙΟΝ) Με λίγο περιέργεια να με τρώει παραπάνω, ρώτησα τους υποψήφιους με τι ασχολούνται. Οι δύο πληροφορική και ο τρίτος οικονομικά. Κι εγώ; Πού την πας τη φιλοσοφική καημένη; Τέλος πάντων. (ΔΕΝ ΑΓΧΩΘΗΚΑ). Είχα ακούσει όλη τη συνέντευξη τρεις φορές. Ήξερα τι να απαντήσω και τι να πω στο περίπου. (ΗΜΑΣΤΑΝ ΣΤΟΝ ΙΔΙΟ ΔΙΑΔΡΟΜΟ, ΛΙΓΟ ΠΙΟ ΠΕΡΑ) Έφτασε η σειρά μου μετά από καμιά ώρα, με ρώτησε διάφορα πράγματα ο τύπος με τα ψυχρά μάτια, με το γιγάντιο χρυσό ρολόι κάτω από το ριγέ μπλε πουκάμισο (ΕΝΙΩΘΑ ΛΙΓΟ ΛΕΣ ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΨΥΧΙΑΤΡΟΣ Η΄ ΜΑΝΙΟΚΑΤΑΘΛΙΠΤΙΚΟΣ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ) και μετά με ξαπόστειλε μαζί με τους άλλους, λέγοντας το αφόρητο γενικό: «Θα σας ειδοποιήσουμε.» Φαντάστηκα ότι σε αυτό το στάδιο τους παίρνουν σχεδόν όλους και όλες, αν έχουν έστω και δύο-τρία πράγματα να πούνε. (ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΚΑΙ Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΜΟΥ, ΞΑΝΑΛΕΩ, ΑΝ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΓΝΩΣΤΟΙ ΚΑΙ ΓΝΩΣΤΕΣ ΜΟΥ ΛΕΓΑΝΕ ΤΙ ΤΥΧΕΡΗ ΠΟΥ ΗΜΟΥΝ ΠΟΥ ΜΕ ΠΗΡΑΝ ΣΤΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ!)
Την επόμενη μέρα με πήραν τηλέφωνο για να μου ανακοινώσουν ότι πέρασα στη δεύτερη φάση της συνέντευξης που θα γινόταν με άμεσο δοκιμαστικό μου στο κεντρικό κατάστημά τους, που ήταν στην άλλη άκρη της πόλης από εκεί που μένω, με το χάραμα. Μπήκα στο λεωφορείο επτάμισι ώρα το πρωί για να είμαι εκεί στις εννιά, αλλά επειδή έβρεχε και άλλαξα δύο λεωφορεία έφτασα εννιά και δέκα. Χωρίς να έχω προλάβει να φάω το τοστ μου, φτάνω εκεί βρεγμένη σαν το παπί. Και οι άλλοι που ήμασταν μαζί στη συνέντευξη δεν ήταν πουθενά. Ήμουν μόνη με τους έμπειρους υπαλλήλους. Με βάλανε να είμαι στο ταμείο στην αρχή, ώστε να μου μάθουν τα κορίτσια το πρόγραμμα που χρησιμοποιούσαν (ΕΠΙΤΟΠΟΥ, ΓΙΑΤΙ ΕΝΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΑΜΕΙΟΥ ΔΙΔΑΣΚΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΣΕ 3΄, ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΝΟΙΧΤΟ ΤΟ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ) και να εξυπηρετήσω πελάτες/ισσες, κανονικές που ήρθαν εκείνη την ώρα για να αγοράσουν κάτι χωρίς να ξέρουν ότι είναι μέρος ενός δοκιμαστικού πρόσληψης. Έπρεπε να λέω ένα ποίημα (ΓΕΙΑ ΣΑΣ, ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ, ΤΙ ΘΑ ΘΕΛΑΤΕ, ΝΑ ΣΑΣ ΒΑΛΟΥΜΕ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΜΑΣ, ΑΠΟΔΕΙΞΗ Η΄ ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ ΜΠΛΑ ΜΠΛΑ ΜΠΛΑ, ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΣΑΣ). 
Τα έπαιξα εντελώς με το ηλεκτρονικό σύστημά τους. Αφού έκανα στο εικοσάλεπτο τρία λάθη, μπέρδευα τα λόγια μου και αργούσα σύμφωνα με το χρονόμετρο, επιβεβαίωσαν ότι ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΡΟΜΠΟΤ και με κατέβασαν κάτω. Στο υπόγειο. Για να δοκιμαστώ σαν πωλήτρια, γιατί σαν ταμίας-τηλεπαρουσιάστρια πτώχευσα. Στο υπόγειο με βάλανε να μάθω πολύ γρήγορα όλους τους τομείς έναν-έναν. Μετά μού είπαν ότι θα έρθει ένας υπάλληλος να με τεστάρει. Μαθαίνω κάτι εκτυπωτές και καταστροφείς χαρτιού. Έρχεται ο υπεύθυνος με ρωτάει πέντε πράγματα, του τα απαντάω όλα από έξω και μετά μου λέει να πάω στην άλλη πλευρά για να μάθω και τις καρέκλες και τα είδη γραφείου. Πάω στις καρέκλες και στα λοιπά, τα μαθαίνω σε πέντε λεπτά. Λέω στον υπεύθυνο να έρθει, μιλάει στο μπλουτουθ του, έρχεται. Μού λέει τα έμαθες πολύ γρήγορα. Με ρωτάει διάφορα, τον εξυπηρετώ σαν να είναι πελάτης και μιλάμε κανένα εικοσάλεπτο για το τι γραφείο θέλει να πάρει και τι του προτείνω εγώ, σύμφωνα με τις τιμές και την ποιότητα. Τελειώνει η κουβέντα επιτέλους κάποια στιγμή και τον ρωτάω «Πώς τα πήγα;», δεν μου απαντάει. Με κοιτάει λες και είμαι εξωγήινη και μετά από λίγο πάει πιο εκεί και μιλάει στο μπλουτούθ του. 
«Μάκη έλα κάτω, γρήγορα, έλα να δεις.» Κατεβαίνει ο Μάκης, ένας αγχωμένος τετράγωνος τύπος. Μιλάνε λίγο μυστικά στη γωνία. Και μετά έρχεται ο Μάκης και μαζί του ο φίλος του ο υπεύθυνος που γελάει. «Κοπελιά, από εδώ ο Μάκης. Κάνε του ότι πουλάς καρέκλες και σε αυτόν.» Του λέω «Ξανά; Το ίδιο πράγμα;» (ΓΙΑΤΙ;) Μου λέει ναι. Λέω ναι (ΔΕΝ ΓΑΜΙΕΤΑΙ, ΕΔΩ ΠΟΥ ΕΦΤΑΣΑ ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ, ΓΙΑΤΙ ΗΜΟΥΝ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ). Το κάνω. Ο Μάκης με ρωτάει διάφορα πράγματα με μισο-σοβαρό μισο-γελάω μέσα του ύφος. Τον κοιτάω σοβαρά, όσο πιο σοβαρά μπορώ και σκέφτομαι μέσα μου σκοτεινά πράγματα για να τον τρομάξω. Αλλά αυτός γελάει ακόμα, μέσα του. (ΕΝΤΑΞΕΙ, ΛΕΩ, ΗΡΕΜΗΣΕ στην εαυτή μου. ΠΟΥ ΘΑ ΠΑΕΙ;) Θα τελειώσει κάποτε. Ο Μάκης πάει στον υπεύθυνο και συζητάνε κάτι, γελάνε και φωνάζουνε τη συναδέρφισσά τους από τα χαρτικά. Έρχεται κι αυτή, της λένε κάτι, λέει ο ένας «Είναι απίστευτη, δοκίμασε. Δες.» Έρχεται η συναδέρφισσα, με ρωτάει τα ίδια, δεν καταλαβαίνει τίποτα, δεν γελάει καν. Φεύγει και χάνονται όλοι στις δουλειές τους. Περιμένω μόνη μου κάτω ανάμεσα στις καρέκλες και στα γραφεία, έχοντας μάθει όλες τους τις λεπτομέρειες και τις τιμές απ’ έξω. Έρχεται ο πρώτος υπεύθυνος και μου λέει, μετά από αρκετή ώρα, «Εντάξει, μπορείς να φύγεις. Πήγαινε να πάρεις τα πράγματά σου από το ταμείο. Θα σε ειδοποιήσουμε. Ευχαριστούμε.» (ΠΟΤΕ; ΘΑ ΜΕ ΠΑΡΕΤΕ Η΄ ΟΧΙ; ΣΑΣ ΠΟΥΛΗΣΑ ΤΙΣ ΚΑΡΕΚΛΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΣΑΣ ΠΕΝΤΕ ΦΟΡΕΣ)
Φεύγω και απλώς στο ταμείο μού λένε οι εργαζόμενες ότι το πιο πιθανό είναι να με πάρουνε, απλώς η τρίτη φάση της συνέντευξης είναι στην Αθήνα και θα χρειαστεί να πάω εκεί για κάποιες μέρες για τη βασική μου εκπαίδευση. Λέω, ευχαριστώ και τις καλοτυχίζω. Βλέπω τα γυαλιστερά αθλητικά τους, τα τρέντι παντελόνια τους, τα βαμμένα στυλιζαρισμένα νύχια, τα γυαλιστερά σκουλαρίκια τους και τα πολύχρωμα μαλλιά τους και αναρωτιέμαι τι κάνω εκεί μέσα. Βγαίνω από το κατάστημα και περιμένω το λεωφορείο στη βροχή.
Δεν με πήραν ποτέ τηλέφωνο, εκείνη την περίοδο το τηλέφωνό μου ανοιγόκλεινε επειδή ήταν υπό διάλυση από τα πολλά πεσίματα. Μπορεί να με πήραν και να το έχασα, μπορεί να γελούσαν ακόμα μαζί μου (ΑΚΟΜΑ ΔΕΝ ΕΧΩ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ ΓΙΑΤΙ, ΑΛΗΘΕΙΑ), μπορεί να με θυμούνται όταν πάω να τους αγοράσω κορνίζες ή καμβάδες (γιατί μεταφέρθηκαν και στο γειτονικό μου κατάστημα), αλλά ήταν από τις χειρότερες εργασιακές συνεντεύξεις. Ακόμα και σήμερα ευχαριστώ την τύχη μου μέσα που δεν έλαβα ποτέ καμία κλήση για τρίτη συνέντευξη, γιατί τζάμπα θα κατέβαινα Αθήνα. Αν είχα κι εγώ μπλουτούθ μπορεί να γελούσα βλέποντας με (ή να έκλαιγα, ΕΞΑΡΤΑΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΤΙΚΗ ΓΩΝΙΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ). Το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο, για ακόμα μια φορά. Δεν βρήκα δουλειά. 

Κυριακή 5 Μαρτίου 2017

Συνέντευξη στα πράσινα καφεμαγαζιά


Έχω ακούσει πάνω από μία φορά να μου λένε ότι γνωστή αλυσίδα καφέ-μίνι μάρκετ-βραδινό μπαρ λούμπεν στοιχείων ζητάει άτομα. Τα μαγαζιά της θα συνεχίσουν να εξαπλώνονται σαν νόσος, γιατί είναι φθηνά και γιατί οι Θεσσαλονικείς καταναλώνουν μαζικά φθηνούς καφέδες. Δεν θα πάψει, το έχω αποδεχθεί, είναι φαύλος κύκλος. Παρά την άρνηση να δουλέψω σε ένα κατάστημα που είναι όλο φωτεινό πράσινο και παίζει ελαφριά μουσική σε μία οθόνη με όλα τα σύγχρονα στερεότυπα να σου καρφώνονται στον εξωτερικό φλοιό του εγκεφάλου (ΤΙ ΝΑ ΕΚΑΝΑ), άφησα το βιογραφικό μου πριν τρία χρόνια εκεί. 
Με πήραν πολύ γρήγορα τηλέφωνο, κλείσαμε ραντεβού και πήγα στο βασικό κατάστημα της Τσιμισκή, το καλοκαίρι του 2014 -αν θυμάμαι-, για συνέντευξη. Με χαλαρά ρούχα (ΓΙΑΤΙ ΗΤΑΝ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΓΙΑ ΚΑΦΕΔΕΣ Η ΔΟΥΛΕΙΑ). Μπήκα μέσα και με περίμενε σε μία γωνία ένας σαρανταπεντάρης τύπος με τατουάζ και πολύ αέρα αλητείας να ξεχειλίζει από τις τρύπες του σκισμένου τζιν του –αλλά πόσο αλητεία να είσαι όταν είσαι μάνατζερ σε αλυσίδα καφέ (ΕΛΕΟΣ). Ε, με τα πολλά χειραψία-χαμόγελα (ΑΗΔΙΑ ΕΓΩ, ΓΛΙΤΣΑ ΑΥΤΟΣ), κάτσαμε. Είχε μπροστά του ένα πάκο με βιογραφικά. Δεν μπορούσα να σταματήσω να σκέφτομαι πόσους ανθρώπους διαχειρίζεται αυτός ο πανίβλακας. Μου λέει το ονοματάκι σου, ψάχνει μία ώρα, βγάζει το δικό μου βιογραφικό. Το κοιτάει κανένα δεκάλεπτο. Με ξανακοιτάει από την κορφή ως τα νύχια. Και αρχίζει τον μονόλογο: «Δεν έχεις γνώσεις καφέ. Δεν έχεις προϋπηρεσία, το βλέπω, αλλά εμείς θέλουμε άτομα με γνώσεις καφέ. Πες μου τώρα εσύ πώς γίνεται να σου πω όχι; Πες μου. (ΑΡΧΙΖΕΙ ΤΟ ΛΟΓΙΔΡΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΣΟ ΔΥΣΚΟΛΟ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΦΤΙΑΧΝΕΙΣ ΚΑΦΕΔΕΣ).» 
Με κοιτάει με ένα βλέμμα κουταβιού που το παράτησαν στον δρόμο λες και οι ρόλοι μας έχουν αλλάξει. Τον διακόπτω επιτηδευμένα σε κάποια φάση και του λέω με έντονο ύφος: 
«Να σας πω, εγώ μαθαίνω γρήγορα και χρειάζομαι τη δουλειά, οπότε θα μάθω και τη μηχανή και τους καφέδες. Μπορεί να μην έχω προϋπηρεσία, αλλά σε μία μέρα θα τα έχω μάθει (ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΚΑΦΕΤΕΡΙΑΣ).» 
Και μου λέει μετά το εξής έπικ, που με άφησε άναυδη μέχρι να φύγω από το κατάστημα και να μην ξέρω τι να πω.
«Έρχεται μία κοπελάρα δύο μέτρα σαν εσένα και έτσι και πώς γίνεται να τη διώξω εγώ από το μαγαζί; Δεν θα είμαι ηλίθιος; Πρέπει να είσαι ηλίθιος για να το κάνεις αυτό. Γίνεται έτσι όπως είσαι (ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ, ΝΟΜΙΖΑ ΟΤΙ ΕΙΧΑ ΚΑΤΙ ΠΑΝΩ ΜΟΥ ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΟΜΟΥΝ ΤΙ ΕΦΑΓΑ ΠΡΙΝ, ΑΝ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΜΟΥ ΕΙΧΑΝ ΚΑΠΟΙΟΝ ΕΥΔΙΑΚΡΙΤΟ ΛΕΚΕ), να σε αφήσουμε να φύγεις; Όχι. Ε, θα σε πάρω, αλλά θα πρέπει να το θυμάσαι. Να μην το ξεχάσεις. Θα σου κάνω χάρη. Γιατί ξέρεις πόσα άτομα περνάνε κάθε μέρα από μένα; (ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΤΟΥ ΠΩ, ΝΑΙ, ΞΕΡΩ ΚΙ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ) Χιλιάδες. Χιλιάδες βιογραφικά, τα βλέπεις. Λοιπόν, εσύ είσαι ξεχωριστή, φαίνεσαι (ΑΠΟ ΠΟΥ ΑΝΘΡΩΠΕ;). Θα περνάω κι από το μαγαζί να σε βλέπω (ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΑΞΙΟΘΕΑΤΟ ΚΙ ΑΚΟΥΣΤΗΚΕ ΣΑΝ ΕΚΒΙΑΣΜΟΣ).»
Ήθελα να του πω ότι είναι ηλίθιος, αλλά συγκρατήθηκα και κοιτούσα μετά λύπης μου το πάκο με το βιογραφικά και τις υπαλλήλους του μαγαζιού που ήταν ιδρωμένες και τρέχανε πάνω-κάτω. Ξανακοιτάω αυτόν (ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΧΩ ΠΕΙ ΤΙΠΟΤΑ). 
«Βλέπω εδώ ότι ζωγραφίζεις. Πόσο καιρό; Κι ο αδερφός μου ζωγραφίζει. Θα σε πάρω μαζί μου στην έκθεση στην Αθήνα να δούμε τους πίνακες αν σε ενδιαφέρει. Τους έχει σε μία γκαλερί (ΛΕΕΙ ΟΝΟΜΑ, ΤΟΝ ΚΟΙΤΑΩ ΣΑΝ ΧΑΝΟΣ). Τι λες; Θα σε ενδιαφέρει νομίζω, έχω εδώ το κινητό σου (ΔΕΝ ΣΤΟ ΕΔΩΣΑ ΒΛΑΚΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΟΥ ΤΗΝ ΠΕΣΕΙΣ, ΠΑΝΙΒΛΑΚΑ ΓΑΜΩΤΙ ΣΟΥ. ΔΟΥΛΕΙΑ ΨΑΧΝΩ ΠΑΝΗΛΙΘΙΕ). Θα σε πάρω ένα τηλεφωνάκι μέσα στην εβδομάδα, για να τα βρούμε. Για δουλειά σε κανένα μήνα θα ανοίξει κάποια θεσούλα και θα σε βάλουμε. Εντάξει κοριτσάρα μου;» 
«Ναι, ναι, ευχαριστώ. Γεια σας.» (ΜΕ ΝΕΥΡΟ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΤΟΝ ΕΒΡΙΣΑ, ΓΙΑΤΙ ΕΙΜΑΙ ΑΠΟ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΣΙΧΑΜΕΡΑ ΕΥΓΕΝΙΚΙΕΣ)» 
Ο τύπος με πήρε πολλά τηλέφωνα. Δεν το σήκωνα επίτηδες, με πήρε από άλλον αριθμό και μιλούσε σοβαρά για τη δουλειά και την πρόσληψή μου. Του είπα ότι έχω βρει κάτι καλύτερο και δεν ενδιαφέρομαι και του το έκλεισα. Δεν βρήκα δουλειά. Και το κατάστημα αυτό από ό,τι ακούω ακόμα ψάχνει υπαλλήλους και ο μάνατζερ προσλήψεων είναι ο ίδιος πανηλίθιος. Για αυτό δεν χρειάζεται να με ρωτάνε πια, γιατί δεν άφησα βιογραφικό στα πράσινα απαίσια καφέ της πόλης. Το λες και εργασιακή εκμετάλλευση και σεξουαλική παρενόχληση και κάπου εκεί τα όρια συγχέονται.