Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2018

Συνέντευξη για μοντέλο ζωγραφικής σε γνωστό ζωγράφο

Μου προτείνει η ξαδέρφη μου έναν ζωγράφο που ψάχνει μοντέλα για το εργαστήριό του. Τη ρωτάω δύο-τρεις φορές αν είναι όντως σοβαρή δουλειά και αν είναι όντως σοβαρός ο τύπος αυτός. Μου λέει ναι. Τον ψάχνω στο ίντερνετ, έχει μπλογκ με τις εκθέσεις που έχει κάνει και τέτοια και φαίνεται κάπως ψιλοδιάσημος. Τον παίρνω τηλέφωνο, παρότι ψάχνει για γυμνό μοντέλο, του λέω ότι δεν ξέρω αν είμαι διαθέσιμη για αυτό. Μου λέει να περάσω από εκεί να το συζητήσουμε. Για είκοσι ευρώ το τρίωρο. 
Κανονίζουμε μέρα και ώρα. Πηγαίνω, λοιπόν, στην Ευζώνων στο εργαστήριό του, ένα πρωινό που δεν ήξερα ότι θα αντιμετωπίσω τον σύγχρονο ελληνικό σουρεαλισμό για μια ακόμα φορά. Η πολυκατοικία δεν λέει πουθενά ότι έχει εργαστήρι ζωγραφικής, οπότε μπαίνω κάπως επιφυλακτικά μέσα. Ανεβαίνω στον πρώτο όροφο, έχει δύο σπίτια με μεγάλες ταμπέλες και τα δύο δικά του. ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑΣ-ΖΩΓΡΑΦΟΣ και το όνομά του δίπλα. Ανοίγει τη μία πόρτα με καλησπερίζει έτσι με περισσή ευγένεια. Περίοπτος τύπος, ασπρομάλλης με γυαλάκια, ντυμένος έτσι με μαύρα ρούχα (ΨΑΓΜΕΝΟΣ, ΣΕ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΕΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ), όμως με ακριβά παπούτσια ολοκαίνουργια (ΓΝΩΣΤΗ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΜΑΡΚΑ). Μου λέει ότι μου πήρε καφέ και τον αρνούμαι ευγενικά, γιατί δεν πίνω. 
Μπαίνω μέσα και βλέπω ότι το εργαστήρι είναι πολύ κυριλέ. Γυαλιστερά όλα και πολύ περιποιημένα, αιθέρια πανιά να κρέμονται, στο βάθος παίζει μία μουσική compact disc club reflections και σε λίγο θα ανατείλει ο βούδας από κάπου και θα μας διακόψει. Όλα φαίνονται εντελώς ατμοσφαιρικά, κι όμως.
 (ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΗ;) 
Η πολλή τελειότητα δεν συνηθίζεται στα εργαστήρια τέτοιου τύπου. Δεν βλέπω πουθενά μπογιές, πινέλα, τίποτα που να δείχνει ενεργό ζωγράφο. Όλα στην εντέλεια, ένας χώρος με καβαλέτα και σκαμπό και χαλάκια ολοκαίνουργια. Πολλή ατμόσφαιρα για το τίποτα. Κάτι σχεδιάκια που είχε κρεμασμένα στους τοίχους ήταν κάπως ωραία, αλλά οι πίνακες με τις γυμνές γυναίκες ήταν χειρότεροι κι από τους δικούς μου. Μου είπε ότι όλα τα έργα γύρω είναι δικά του (οπότε εκεί αρχίζω και υποψιάζομαι ότι κάτι πάει κάπως στραβά). Ο τύπος ήταν λες και έπαιζε σε σίριαλ τον στερεοτυπικό ζωγράφο/καλλιτέχνη/ηδονοκανίβαλο των σωμάτων. Μιλούσε και με έναν τόνο τύπου «πασπατεύω τον αέρα και ελπίζω και κάτι παραπάνω σύντομα». 
Με πήγε σε ένα χώρο με κάτι προβολείς που έπεφταν πάνω μου και με τύφλωναν κι όσο μιλούσαμε εγώ τους έκλεινα κι αυτός τους ξανάνοιγε. Πολύ αστείο αυτό με τους προβολείς. Το πρώτο πράγμα που μου είπε είναι ότι τον πειράζει να έχει μοντέλα που πηγαίνουν εκεί για τη δόση τους ή για να πάρουν τα τσιγάρα τους (ΣΚΕΦΤΟΜΟΥΝ ΤΙ ΣΚΑΤΑ, ΠΑΛΙ ΚΑΛΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΠΑ ΝΑ ΚΑΝΩ ΤΣΙΓΑΡΟ ΚΑΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΡΑΓΕ ΟΝΤΩΣ ΧΡΗΣΤΡΙΕΣ/ΕΣ ΠΟΥ ΞΕΠΟΥΛΙΟΥΝΤΑΙ ΣΕ ΖΩΓΡΑΦΟΥΣ ΓΙΑ ΜΟΝΤΕΛΑ; ΠΩΣ ΚΑΘΟΝΤΑΙ ΤΡΕΙΣ ΩΡΕΣ ΑΚΙΝΗΤΟΙ/ΕΣ;). Μετά μου είπε ότι τον πειράζει να έρχονται άτομα μόνο για τα λεφτά (ΣΚΕΦΤΟΜΟΥΝ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΟΤΙ ΠΡΟΦΑΝΕΣΤΑΤΑ ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ ΓΙΑ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΓΙΑΤΙ ΠΙΣΤΕΥΑ ΟΤΙ ΗΜΟΥΝ Η ΓΚΑΛΑ, Η ΥΠΕΡΜΟΥΣΑ, ΚΑΙ ΟΤΙ ΕΙΧΑ ΠΑΕΙ ΣΤΟΝ ΝΤΑΛΙ, ΤΟΝ ΥΠΕΡΖΩΓΡΑΦΟ, ΝΑ ΜΕ ΚΑΝΕΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΠΙΟ). Μου είπε να κάτσω σε μία καρέκλα, κάθομαι, βγάζω παλτό και τα λοιπά. 
Του λέω πρώτο πράγμα κι εγώ, ότι δεν διατίθεμαι να ξεγυμνωθώ εντελώς. Μου είπε ότι μπορεί να με δει απλώς με εσώρουχα (ΟΥΤΕ ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΗΜΟΥΝ ΣΙΓΟΥΡΗ). Οπότε μου ζητάει να βγάλω τη φούστα, τη βγάζω μένω με το καλσόν. Μετά μου είπε να βγάλω και τη μπλούζα τη βγάζω μένω με φανελάκι κι ένα δαντελωτό μπουστάκι να φαίνεται από μέσα. Μου λέει δύο-τρεις φορές μεταξύ μπουρδολογίας του «καλλιτέχνη», όπως αυτοαναφερόταν, ότι το εσώρουχό μου είναι πολύ ωραίο, μα πάρα πολύ ωραίο, πόσο ωραίο. Με το που μου το λέει δεύτερη φορά, αρχίζω να ξαναντύνομαι και του εξηγώ ότι δεν το έχω, μάλλον. Άλλαξα γνώμη, ας το αφήσουμε. Του λέω ότι είμαι κάπως αμήχανη, όχι γιατί πιστεύω ότι είναι ανήθικο ή κάτι τέτοιο το γυμνό σώμα στη ζωγραφική ή στην τέχνη γενικότερα (ΓΙΑΤΙ ΜΕ ΡΩΤΗΣΕ), αλλά γιατί με ενοχλεί το ανδρικό βλέμμα. Με ρωτάει να του εξηγήσω τι εννοώ (ΕΚΕΙ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΣΗΚΩΘΩ ΝΑ ΦΥΓΩ, ΑΛΛΑ ΕΙΜΑΙ ΚΑΠΩΣ ΕΤΣΙ ΣΤΡΑΒΗ ΚΙ ΑΝΑΠΟΔΗ ΠΟΥ ΚΑΘΙΣΑ ΚΑΙ ΑΚΟΥΣΑ ΟΛΑ ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ). Προσπαθώ να του δώσω να καταλάβει ότι ο τρόπος με τον οποίο βλέπουν οι άνδρες –σύμφωνα με την πατριαρχία που είναι παντού στην πορνογραφία, στη βιομηχανία ομορφιάς, στις μόδες και στα πρότυπα- έχει καθορίσει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν οι γυναίκες το σώμα τους και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μη νιώθω άνετα να ξεγυμνωθώ μπροστά σε αυτόν, έτσι όπως με κοιτάει. Μου λέει ότι ο καλλιτέχνης τα βλέπει διαφορετικά τα πράγματα και ότι η τέχνη είναι έτσι και ότι είναι δικό μου το πρόβλημα που δεν μπορώ να δεχθώ το «βλέμμα λατρείας» (ΜΩΡΕ ΕΓΩ ΤΟ ΞΕΡΩ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ, ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΟΥ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟ ΒΛΕΠΕΙΣ Η΄ ΟΧΙ;). Του λέω δεν είναι καθόλου δικό μου το πρόβλημα, αν εγώ κυκλοφορώ και ντύνομαι όπως θέλω, υποτίθεται ελεύθερα, και οι άνδρες με κοιτάνε επιθετικά ή λάγνα ή μου λένε πράγματα που έχουν ως αποτέλεσμα να με κάνουν να νιώθω άσχημα, ενώ δεν τους έχω απευθυνθεί καθόλου. Ωστόσο, τον ρώτησα τι είναι αυτό ακριβώς το βλέμμα, στο οποίο αναφερόταν. 
Το «βλέμμα λατρείας», μου είπε, είναι το βλέμμα του άνδρα που βλέπει μία γυναίκα όμορφη και του αρέσει. Μου είπε ότι εγώ είμαι ευαισθητούλα και γλυκούλα και ότι θα ανοίξω, πού θα πάει (ΣΕ ΣΕΝΑ ΠΑΝΤΩΣ ΟΧΙ, ΣΙΧΑΜΕΡΟ ΑΠΟΒΡΑΣΜΑ) και ότι οι άνδρες είναι από τη φύση τους έτσι και όταν βλέπουν ωραία γυναίκα θα αντιδράσουν με αυτόν τον τρόπο και ότι θα την κοιτάξουν και θα τη θαυμάσουν. Επίσης, είπε ότι οι άνδρες είναι όντα μπρουτάλ από τη φύση τους πάλι και μπαίνουν ενεργητικά (ΕΤΣΙ ΑΚΡΙΒΩΣ, ΧΩΡΙΣ ΠΛΑΚΑ), ενώ οι γυναίκες θέλουν να αρέσουν και τις αρέσει να αρέσουν και αυτό είναι κοπλιμέντο για αυτές. Του εξήγησα ότι δεν συμφωνώ μαζί του, ότι δεν είναι έτσι όπως νομίζει όλες οι γυναίκες και όλοι οι άνδρες. Και ότι αυτό το «βλέμμα λατρείας» εμένα μου προκαλεί άγχος και εκνευρισμό και ότι δεν το θέλω καθόλου και ότι με ενοχλεί και με εμποδίζει να απελευθερωθώ. Μου είπε ότι δεν μπορεί να καταλάβει γιατί εμένα να με ενοχλεί να με κοιτάει με λατρευτικό βλέμμα ή να με βλέπουν οι άνδρες με λατρευτικό βλέμμα. Και του εξηγώ ότι αυτό περιορίζει την ελευθερία μου και με κάνει να νιώθω αμήχανα και (ΕΚΑΝΕ ΠΩΣ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕ Ο ΓΛΙΤΣΑΣ) του έφερα παράδειγμα: μία παραλία γυμνιστών που όλοι μπορούμε να περνάμε υπέροχα, μόνο που μπορεί να βρεθεί κάποιος και να αρχίζει να την παίζει και να μας κάνει όλους να θέλουμε να το βάλουμε στα πόδια (ΜΟΥ ΕΧΕΙ ΣΥΜΒΕΙ ΚΑΙ ΑΥΤΟ). 
Μου είπε ότι αυτός δεν είναι έτσι και ότι αυτό δεν το κάνουν όλοι και ότι το γυμνό γυναικείο σώμα είναι ό, τι πιο ωραίο υπάρχει, ότι είναι ιερό και άλλα τέτοια (ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ «ΤΕΧΝΗΣ»), και ότι δεν μπορεί να καταλάβει γιατί εγώ δεν μπορώ να δεχθώ το «βλέμμα λατρείας» (ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ Ο,ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΕΙΔΙΚΟΣ ΟΡΟΣ ΠΟΥ ΕΦΗΥΡΕ Ο «ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ» ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΕΙ ΤΑ ΓΟΥΣΤΑ ΤΟΥ). Οπότε προσπαθεί να το αιτιολογήσει μόνος του και ξεκινάει ένα παραλήρημα. Μου λέει ότι αν είμαι ομοφυλόφιλη αυτό δικαιολογείται, γιατί τότε γουστάρω τις γυναίκες, που μπορούν να κάτσουν και μία ώρα μετά το σεξ να μιλάνε περί ανέμων και υδάτων και είναι και πιο συναισθηματικές (ΚΑΙ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΤΟΥ ΦΕΡΩ ΚΑΠΩΣ ΜΙΑ ΚΑΡΕΚΛΑ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ, ΑΛΛΑ ΣΥΓΚΡΑΤΙΟΜΟΥΝ ΚΑΙ ΕΛΕΓΑ ΝΑΙ-ΝΑΙ, ΕΝΤΕΛΩΣ ΕΚΝΕΥΡΙΣΜΕΝΗ). Και μου είπε ότι μόνο σε τέτοια περίπτωση μπορεί να δεχθεί την άποψή μου. Του εξήγησα ότι μάλλον πρέπει να φύγω και ότι δεν χρειάζεται να δεχθεί καμία άποψή μου. Όταν του είπα να φύγω, κάπως ταράχθηκε και μου είπε ότι είμαι πολύ ωραία κοπέλα και ότι μπορεί να με δεχθεί και με εσώρουχα αυτός για την προσωπική του ζωγραφική στο εργαστήριο κάθε Δευτέρα 10:00-12:30, επί πληρωμή φυσικά (ΕΔΩ ΓΕΛΑΜΕ, ΓΕΛΑΜΕ ΠΟΛΥ). Του είπα ότι δεν ενδιαφέρομαι, ευχαριστώ. Μου είπε ότι θα μου φύγει το άγχος αυτό και ότι θα μου αρέσει και ότι στα μοντέλα που πάνε εκεί, φαίνεται ότι τις αρέσει να ξεντύνονται και να τις ζωγραφίζουν. Και ότι κάποτε τον κριτίκαραν και τον ρώτησαν αν όλες οι γυναίκες στη ζωή του είναι ωραίες, γιατί ζωγραφίζει μόνο ωραίες (ΦΥΣΙΚΑ, ΦΥΣΙΚΟΤΑΤΑ) και αυτός είπε ότι δεν του αρέσουν οι άσχημες, μισεί την ασχήμια (Ε ΡΕ ΤΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΑΡΑΣ, ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΕΧΕΙ). Συγκρατήθηκα να ανοίξω διάλογο για τη σχετικότητα του ωραίου και του άσχημου και για την τέχνη, γιατί στον τοίχο θα μιλούσα πάλι. 
Μου είπε ότι αυτό που κάνουν εκεί είναι σαν το σεξ στο τζάμι, θέλεις να σε δει και κάποιος απέναντι και αυτό είναι ωραίο (ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ ΕΔΙΝΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ). Τον ρώτησα γιατί ζωγραφίζει μόνο γυναίκες (ΚΑΠΩΣ ΣΕ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ Η΄ΘΑ ΤΟΝ ΕΒΡΙΖΑ Η΄ΘΑ ΡΩΤΟΥΣΑ ΑΥΤΟ). Και μου λέει ότι ζωγραφίζει γυναίκες, γιατί του αρέσει το γυναικείο γυμνό σώμα πάρα πολύ, όσο τίποτε άλλο και το ξέρει και η γυναίκα του που είναι διάσημη ηθοποιός του ΚΘΒΕ, μάλλον θα την ξέρω. Και μου είπε ότι είναι ζήτημα ομορφιάς, αφού του αρέσουν και οι σκύλοι πάρα πολύ –με ρώτησε αν ξέρω πόσο πολύ αγαπάει τους σκύλους (ΟΧΙ, ΔΕΝ ΗΞΕΡΑ, ΗΛΠΙΖΑ ΜΟΝΟ ΟΙ ΣΚΥΛΟΙ ΝΑ ΓΛΥΤΩΣΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ «ΤΕΧΝΗ» ΤΟΥ). Τους αγαπάει πάρα πολύ, είχε κολλήσει λίγο στους σκύλους (ΦΟΒΗΘΗΚΑ). Αλλά, του λέω, δεν βλέπω να έχετε ζωγραφίσει σκύλους με τα πόδια ανοιχτά. Μου είπε ότι του αρέσουν πολύ οι σκύλοι, τα σπίτια, τα ηλιοβασιλέματα (ΑΙΝΤΕΕΕ), αλλά ζωγραφίζει μόνο γυμνές γυναίκες και το εργαστήριο ουσιαστικά αυτό τον σκοπό έχει. Το γυμνό σώμα και τα απόκρυφα σημεία και την απεικόνιση του συναισθήματος (ΚΑΛΑ ΤΟ ΤΙ ΜΠΟΥΡΔΑ ΕΠΕΣΕ ΣΕ ΣΗΜΕΙΑ, ΠΟΥ ΤΟ ΠΗΓΑΙΝΕ ΕΤΣΙ ΚΑΠΩΣ ΑΜΠΕΛΟΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ, ΤΟΥ ΕΒΓΑΙΝΕ ΝΑ ΑΡΑΔΙΑΣΕΙ ΕΝΑ ΣΩΡΟ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΦΑΝΦΑΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ). 
Και του λέω άντρες γιατί δεν ζωγραφίζετε; (ΚΙ ΕΓΩ ΣΕ ΚΑΤΙ ΤΕΤΟΙΑ, ΔΕΝ ΣΥΓΚΡΑΤΙΕΜΑΙ ΝΑ ΜΗ ΜΙΛΗΣΩ, ΘΕΛΩ ΝΑ ΔΩ ΜΕΧΡΙ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΤΟ ΤΡΑΒΗΞΕΙ) 
Εκείνη την ώρα γελάει με ένα σάπιο, απαίσιο, γλοιώδες ύφος και μου λέει ότι κάποτε είχε ζωγραφίσει έναν άνδρα να εκσπερματώνει σε έναν βράχο και ότι τον είχαν κράξει για αυτό και ότι ο άνδρας αυτός απέτινε φόρο τιμής στις σειρήνες ας πούμε –και άρχισε να μου λέει για τις σειρήνες. Εγώ σηκώνομαι, του λέω ότι πρέπει να φύγω. Μου λέει ότι πρέπει να το ξανασκεφτώ και ότι θα ήταν πολύ καλό για μένα και ότι στο εργαστήριο έρχονται άτομα που δεν έχουν τις ίδιες απόψεις με μένα (ΤΙΣ ΚΑΚΕΣ ΑΥΤΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΟΝ ΑΦΗΝΟΥΝ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ ΧΩΡΙΣ ΚΡΙΤΙΚΗ ΟΤΑΝ ΞΕΝΤΥΝΕΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΠΡΟΦΑΣΗ ΤΗΝ «ΤΕΧΝΗ» ΚΑΙ ΤΟ «ΒΛΕΜΜΑ» ΚΑΙ ΤΟΝ «ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ» –ΑΝΤΕ ΠΑΡΑΤΑ ΜΑΣ ΒΡΕ ΟΥΓΚΑΝΓΚΟΝΓΚ, ΔΗΛΑΔΗ).  
Καθώς προχωράω για να φύγω και τον αποφεύγω για να μη με ακουμπήσει, με ακολουθάει κατά πόδας και προσπαθεί να με πείσει ότι είναι αξιοπρεπής (ΑΓΝΩΣΤΟ ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΜΕ ΠΕΙΣΕΙ, ΑΦΟΥ ΟΙ «ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΙΕΣ» ΚΑΙ «ΔΥΣΝΟΗΤΕΣ» ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΤΙΣ «ΑΝΟΙΧΤΟΜΥΑΛΕΣ» ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΣΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ), λέγοντας τη λέξη «αξιοπρεπές» συνεχώς. Τύπου: «Εμείς εδώ είμαστε αξιοπρεπέστατο εργαστήριο, έρχονται πολύ αξιοπρεπείς άνθρωποι και τα μοντέλα μας είναι αξιοπρεπή και έχουμε κάνει αξιοπρεπέστατη δουλειά και αξιοπρεπέστατα πρότζεκτ όπως βλέπεις. Μετά μου είπε, λίγο πριν ανοίξω την πόρτα ότι ζωγραφίζουν και γιαγιάδες και παππούδες και θείους και θείες και γέρους και γριές (ΕΝΩ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΛΙΓΑ ΛΕΠΤΑ ΕΛΕΓΕ ΠΩΣ ΑΥΤΟΣ ΖΩΓΡΑΦΙΖΕΙ ΜΟΝΟ ΓΥΜΝΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΤΙ ΛΑΤΡΕΥΕΙ ΤΙΣ ΝΕΕΣ ΟΜΟΡΦΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΟΤΙ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ. ΑΓΝΩΣΤΕ ΘΕΕ, ΠΩΣ ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΦΥΓΕΙ ΝΩΡΙΤΕΡΑ). 
Βγαίνοντας, ένιωσα πιο ανάλαφρη και συνειδητοποίησα ότι το βάρος από το οποίο ένιωσα ότι απαλλάχθηκα ήταν το «βλέμμα λατρείας» που αυτός προσπαθούσε να μου εξηγήσει τόση ώρα (ΝΑ ΤΟ ΚΑΙ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ, ΗΡΘΕ). 
Έφυγα από εκεί σχεδόν γελώντας, γιατί αυτά που ζω είναι τόσο μα τόσο σουρεάλ (ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΠΟΛΥΤΙΜΕΣ ΚΩΛΟΚΟΤΡΩΝΕΣ, ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΧΡΥΣΟΠΟΙΚΙΛΤΟΙ ΤΥΠΟΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΡΝΟΥΝ ΕΤΣΙ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΑΦΗΝΟΥΝ ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ ΤΟΥΣ). Μετά την απομάκρυνση από το ταμείο που δεν οδήγησε πουθενά, πραγματικά δεν καταλαβαίνω τίποτα. Και απορώ πώς πηγαίνουν εκεί νέες γυναίκες και ξεντύνονται μπροστά σε αυτόν τον γλοιώδη μπαρμπούτσαλο ψωνάρα τύπο που έχει γίνει και διάσημος (ΣΤΟΥΣ ΤΥΦΛΟΥΣ, Ο ΜΟΝΟΦΘΑΛΜΟΣ). Τι να πω. Άνεργη αιωνίως, και με τη βούλα. 

Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2018

Απραγματοποίητη συνέντευξη σε μπαρ οπισθίων

 Μέσα στην απελπισία μου, λόγω απόρριψης από την αεροπορική, έψαχνα και σήμερα για δουλειά. Βρήκα σε μία σελίδα για μπαρ/σέρβις/ντιτζέι, μία αγγελία για σέρβις κι έστειλα μήνυμα. «Ζητείται κοπέλα για μπαρ-σέρβις/περιοχή Εύοσμος.», έτσι έλεγε η αγγελία. Μιλάμε με τον αγγελιοδότη και του λέω ότι ενδιαφέρομαι για σέρβις. Μπαρ δεν ξέρω. Μου λέει, θα μου το μάθουν εκεί. Ζητάνε μια κοπέλα εύθυμη, χαρούμενη, κοινωνική με τους πελάτες. Ηλικίας 30-50 ετών. Του λέω ότι είμαι εικοσιπέντε και δεν δείχνει να τον πειράζει. Λέει ωραία (ΚΙ ΕΓΩ ΛΕΩ, ΤΕΛΕΙΑ). Μου λέει δεν σε πειράζει που θα δουλέψεις σε μαγαζί με άτομα μεγαλύτερων ηλικιών; Λέω όχι (ΚΑΝΕΝΑ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΟΤΙ ΘΑ ΕΙΝΑΙ). 
Το μαγαζί ήταν στον μαγευτικό Εύοσμο. Μπαίνω στη σελίδα του στο φέισμπουκ. Ήμουν ψυλλιασμένη, γιατί έχω δει κι άλλες αγγελίες κι όταν έψαξα τις σελίδες τους στο φέισμπουκ είδα περί τίνος πρόκειται και δεν μπήκα καν στον κόπο. Αυτό το μαγαζί είχε μόνο κάτι εικόνες από ένα μπαρ και κάτι ποτά. Απλά πράγματα, όχι τίποτα χάρντκορ αισθητικά. Κανένας κώλος, πουθενά γαρύφαλλα, καμία τύπισσα να χορεύει σε τραπέζια, κανένας νονός της νύχτας. Και να πήγαινε κάπου περίεργα το μυαλό μου, δεν ήθελα να πιστέψω ότι πρόκειται για ειδική συνθήκη. Οπότε ρωτάω για μισθό και ασφάλιση. Μου λέει σαράντα-πενήντα ευρώ τη βραδιά, ανάλογα και τέσσερα ένσημα. Ψάχνω στους χάρτες για να δω πού ακριβώς βρίσκεται και με βγάζουν σε μία πλατεία-αλάνα στη μέση του πουθενά και ένα μαγαζί με ψιλικά. Μυστήρια πράματα. Τέλος πάντων. Όταν ψάχνεις για δουλειά και σου λένε σαράντα-πενήντα ευρώ, λες θα πας κι ας σου βγει και σε κακό. Μπαίνω και στο προφίλ του τύπου, βλέπω έναν απλό τύπο και λέω οκέι. Κλείνουμε ώρα για να πάω από εκεί για δοκιμαστικό-συνέντευξη. 
(ΑΠΛΩΣ ΑΠΟΡΩ, ΑΥΤΟΣ ΔΕΝ ΕΙΔΕ ΚΑΘΟΛΟΥ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΠΡΟΦΙΛ; ΝΑ ΜΕ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙ, ΝΑ ΜΟΥ ΠΕΙ ΚΑΤΙ. ΝΑ ΜΕ ΡΩΤΗΣΕΙ, ΚΟΠΕΛΙΑ, ΕΙΣΑΙ ΣΙΓΟΥΡΗ ΟΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΔΟΥΛΕΨΕΙΣ ΕΔΩ; ΚΑΤΙ ΡΕ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ ΛΕΣ ΣΕ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ. ΣΥΡΜΑ! ΞΕΡΩ ΓΩ… ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΤΙΠΟΤΑ)
Παρά την παγωνιά και την περίοδό μου που με είχε κατάκοιτη, σηκώνομαι, ντύνομαι και πριν βγω από το σπίτι σκέφτομαι πως δεν θέλω καθόλου να πάω. Αλλά πάω. Παίρνω το λεωφορείο, με αφήνει σε μία διασταύρωση, παίρνω το άλλο λεωφορείο. Πάω στον Εύοσμο και ο οδηγός του λεωφορείου που τον ρωτάω για τη στάση μου λέει ότι εδώ είναι ερημιά και μπέρδεμα και θα μπερδευτώ. Του λέω δεν πειράζει. Φοράω ένα φόρεμα άνετο κάπως και μποτάκια. Κατεβαίνω και περπατάω στο σκοτάδι με το κινητό και τον χάρτη. Και στενό-στενό φτάνω και μπροστά στο μαγαζί. Για μια στιγμή στέκομαι. Είναι ένα μαγαζί μικρό, στη μέση του πουθενά κυριολεκτικά και έχει δύο τραπέζια από έξω. Μέσα θεοσκότεινο με μωβ λάμπες, σαν κιτς ενυδρείο. Μία τύπισσα μέσα στο μπαρ με μίνι δερμάτινη φούστα, ξανθό βαμμένο μαλλί μέχρι τον κώλο (ΝΑ ΚΙ Ο ΚΩΛΟΣ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΨΑΧΝΑ) και ψηλές μπότες με στιλέτο τακούνι. 
Αναρωτιέμαι τι κάνω στη μέση του πουθενά με το κασκολάκι μου και τα μποτάκια μου. Βλέπω έναν τύπο μπροστά μου να βγαίνει από το αμάξι του και να πηγαίνει φουριόζος προς τα μέσα. Μία οθόνη στο βάθος να παίζει πασαρέλα από ιταλικό κανάλι. Κι έναν ακόμα τύπο να κάθεται σε ένα τραπέζι μπροστά στο τζάμι και να κοιτάει έξω. Σκέφτομαι ότι μπορεί να είναι το αφεντικό και συνειδητοποιώ εκείνη την ώρα ότι με κοιτάει, οπότε τρέχω προς τα κάτω και κάνω πως δεν κοιτάω (ΜΗ ΜΕ ΦΩΝΑΞΕΙ, Ε ΚΟΠΕΛΙΑ! ΕΔΩ ΕΙΜΑΣΤΕ). Αν κι εμένα έτσι όπως είμαι, τι να με κάνουν εκεί. Μόνο κλόουν-διασκεδάστρια με φαντάζομαι. Το μαγαζί ήθελε περισσότερα πράγματα από σέρβις. Αλλά και να μη τα ήθελε από μένα, μου έριξα άκυρο από μόνη μου. 
Έφυγα άρον-άρον και πήγα να πάρω τα δυο μου λεωφορεία για το σπίτι. Στον δρόμο περπατούσα σαν χαμένη. Άλλοι άνθρωποι έχουν προορισμό. Κι εγώ για σαράντα ευρώ πείστηκα πως θα τον βρω στο κονσομασιόν μαγαζάκι της γειτονιάς. 
Μου λένε ότι ψάχνω ιστορίες για το μπλογκ μου και όχι δουλειά. Αν κάποιος/α έχει να μου προτείνει μία αξιοπρεπή δουλειά με μισθό, δεν θα πω όχι. Δεν είναι χόμπι αυτό το πράγμα, κατάντια είναι. Το μπλογκ λειτουργεί ως απέλπιδο μέσο επικοινωνίας του παραλογισμού της ανεργασίας που αντιμετωπίζουν μαζί με μένα πόσα ακόμα άτομα εκεί έξω. Όποιος/α ψάχνει για δουλειά στη Θεσσαλονίκη –από ό,τι μου είπαν οι υποψήφιες αεροσυνοδοί κι Αθήνα στην ίδια παραδεισένια φάση είναι– σίγουρα θα έχει πετύχει κάτι από όλα αυτά. Ζούμε σε αυτόν τον κόσμο, σε αυτή τη χώρα, σε αυτές τις πόλεις, με αυτές τις δουλειές, με αυτούς τους μισθούς, με αυτά τα αφεντικά. Παντού γύρω μας, αυτό είναι. Ωμά κι απλά. Κι εγώ δεν βρήκα δουλειά, για ακόμα μία φορά. 

Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018

Συνέντευξη σε αιγαιοπελαγίτικη αεροπορική εταιρεία

Για να είμαι ειλικρινής, δεν θα ήθελα να γράψω αυτό το κείμενο. Θα ήθελα να με είχαν προσλάβει σε αυτή τη δουλειά να βγάλω κανένα φράγκο να υπάρξω λίγο πιο ανθρώπινα. Είναι από τις λίγες δουλειές που έλεγα ότι αν με πάρουν, θα μπορώ να ζήσω με τα λεφτά που θα βγάζω, έστω για κάποιο χρονικό διάστημα. Αλλά δεν συνέβη αυτό. Δεν ήταν γραφτό μου μάλλον. 
Είναι κάποιον καιρό τώρα που ψάχνω πάλι για δουλειά. Τον Δεκέμβρη πέρασα με κατατακτήριες σε δεύτερη σχολή –στη σχολή των ονείρων μου, αν ζούσαμε σε άλλον κόσμο, όπου η λέξη όνειρο δεν έχει πάρει τη μορφή εφιάλτη. Αλλά δεν ξέρω αν θα έχω την πολυτέλεια να την παρακολουθήσω κανονικά ή να κάνω τουλάχιστον βήματα προς τους σκοπούς μου, στα τυφλά και χωρίς καθόλου εισοδήματα. Τα μπέιμπι σίτινγκς καλά κρατούν και είναι το ιδανικό μου να είμαι με παιδιά όλων των ηλικιών, αλλά δεν μπορώ να βιοποριστώ από αυτά, δυστυχώς. Οπότε, μπήκα στην διαδικασία να αρχίσω να ψάχνω πάλι δουλειά. Κάνω ό,τι να ‘ναι. Μέχρι και για μοντέλο για ζωγράφους μπορεί να πάω (ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΕΙΔΑ ΤΑ ΑΕΡΟΠΛΑΝΑ ΑΝΑΠΟΔΑ). Αγγελία στην αγγελία έπεσα πάνω στη ζήτηση αεροσυνοδών και τηλεφωνητριών/των για την ελληνική αυτή γνωστή αεροπορική εταιρεία. Σκέφτηκα ότι είναι στην Ελλάδα και σκέφτηκα ότι με είχαν πάρει και στην αραβική εταιρεία όπου έδωσα αντίστοιχη συνέντευξη και ο μόνος λόγος που δεν πήγα ήταν η τοποθεσία και η θρησκεία. Χωρίς πολλά-πολλά έστειλα βιογραφικό και στις δύο θέσεις που ζητούσαν. 
Μέσα σε πολύ λίγο χρόνο με πήραν τηλέφωνο ένα πρωί και μου είπαν πώς ήθελαν να είμαι ντυμένη. Φούστα στενή κάτω από το γόνατο, τιραντέ μπλουζάκι, μαζεμένο μαλλί πίσω σε χαμηλό κότσο, ελαφρύ βάψιμο, γόβες ή μπαλαρίνες. Με καλέσανε στην πρώτη συνέντευξη στην Αθήνα. Μου στείλανε και ένα μέιλ όπου περιγράφονταν αναλυτικά οι οδηγίες για την εμφάνισή μου, για τον χώρο της συνέντευξης και για τη διαδικασία. Μετά από αγχώδεις σκέψεις μίας εβδομάδας, αποφάσισα να πάω. Δουλειά είναι, λες. Δεν μπορείς να πεις όχι στο να δοκιμάσεις. Κι ας έχεις φάει τις απορρίψεις με τη  μεγάλη κουτάλα της σούπας. Λες, θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό, ας μου βγει και σε ξινό, ας μου βγει κι αυγό ποσέ. Οι γύρω σου σού λένε, πήγαινε, θα σε πάρουν, μια χαρά κοπέλα είσαι, έχεις και το ύψος και τις γλώσσες και τα πτυχία, γιατί να μη σε πάρουν (ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΚΑΤΙ ΜΟΥ ΕΛΕΓΕ, ΠΩΣ ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟ ΑΥΤΑ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΣΗΜΑΣΙΑ, ΓΙΑΤΙ ΖΟΥΜΕ ΣΤΗ ΜΑΓΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΕΨΙΜΑ ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΗ ΕΛΛΑΔΑ!). 
 Η συνέντευξη γινόταν σε ένα τεράστιο, υπερλούξ, πανάκριβο ξενοδοχείο απέναντι από τον διεθνή αερολιμένα Αθηνών. Κι ας μου φαινόταν μεγάλο έξοδο μία επίσκεψη στην Αθήνα κι ας ζορίστηκα λίγο, σκέφτηκα ότι μπορεί να με έπαιρναν και να είχα μία δουλειά για να βιοποριστώ λίγο πιο ανθρώπινα. Όπως είπαμε. Η σκέψη ήταν ο βιοπορισμός, η επαγγελματική αποκατάσταση, ας πούμε. 
Τι σημαίνει το να κατέβεις στην Αθήνα με αυτό τον σκοπό, για μένα και για οποιαδήποτε άλλη υποψήφια κατέβηκε από τον μακρινό Βορρά; Σημαίνει ότι έπρεπε να φιλοξενηθούμε από φίλο/η. Ευτυχώς έχω έναν καλό μου φίλο στην Αθήνα και μπόρεσα να φιλοξενηθώ. Έπρεπε να πάρω τρένο (ΟΣΕ) -έξι ώρες- από την προηγούμενη μέρα. Έχω την ευρωπαϊκή κάρτα νέων και το πήρα σε στάνταρ τιμή (δώδεκα ευρώ). Ο φίλος μου μένει Κάτω Πατήσια, οπότε έπρεπε να ξυπνήσω νωρίς το πρωί  και να πάρω το τρένο που έκανε μισή ώρα, για να πάω στη μπλε γραμμή του μετρό, ντυμένη έτσι όπως είπαμε. Ντύθηκα, βάφτηκα ελαφρώς (όπως σε όλες τις άλλες δουλειές), προσπάθησα να μαζέψω τις μπούκλες, αλλά θα φαινόμουν σαν παστωμένη μαφιόζα και δεν το έκανα. Τις άφησα έτσι, μικρές και κοντές και ακανόνιστες και είπα μέσα μου ότι δεν θα με απορρίψουν εξαιτίας των μαλλιών μου –μαλλιά είναι, φτιάχνονται. 
(ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ)
Λίγα πράγματα για τη μπλε γραμμή ενημερωτικά σε όσους/ες δεν γνωρίζουν (όπως ήμουν εγώ το ξέμπαρκο). Η μπλε γραμμή σταματάει στη στάση Δουκίσσης Πλακεντίας (ΑΛΛΟΥ ΔΕΝ ΒΡΗΚΑΝ ΝΑ ΤΗΝ ΤΙΜΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΚΑΗΜΕΝΗ ΤΗ ΔΟΥΚΙΣΣΑ, ΕΙΠΑΝ ΣΤΟ ΜΕΤΡΟ, ΕΚΕΙ ΣΤΗΝ ΑΛΛΑΓΗ ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΥ ΜΕΙΝΕΙ ΚΙΟΛΑΣ). Από εκεί κάνει δέκα με είκοσι λεπτά να έρθει η σύνδεση για αεροδρόμιο. Η μπλε γραμμή σημαίνει δέκα ευρώ εισιτήριο ή ελεγκτή και εξηνταπλάσιο πρόστιμο. Εγώ ανέβαινα με ένα ελαφρύ (ΝΑΙ, ΚΑΛΑ) άγχος, γιατί προτίμησα το ρίσκο του να διαχειριστώ έναν ελεγκτή με την απόδειξη της ανεργίας στην τσάντα μου (ΜΙΑ ΦΩΤΟΤΥΠΙΑ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΟΥ ΟΑΕΔ) και το γνωστό, σιχαμερά ευγενικό μπλα-μπλα μου. 
Κουβαλούσα μαζί και τις χαζές χαμηλές γόβες σε μία πλαστική σακούλα και φορούσα τα μποτάκια μου με το καλσόν στο ηλίθιο «χρώμα του δέρματος» και το παλτό μου από τα σέκοντ χαντ(ΑΝΤΙΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΟΛΕ). Έτρωγα μπάρες δημητριακών στη Δουκίσσης Πλακεντίας, γιατί δεν προλάβαινα να φάω τίποτε άλλο. Ήμουν εκεί δέκα λεπτά νωρίτερα. Βρήκα αμέσως που έπρεπε να πάω κι ας είχα τζετ λαγκ από τα τρένα. Το ξενοδοχείο ήταν τεράστιο, αδύνατο να μη το δεις, κατεβαίνοντας από το μετρό. Κατευθύνθηκα προς τα εκεί. Είχα ένα περίεργο θάρρος, επειδή είχα στο νου μου ότι δεν είναι το όνειρο της ζωής μου και θα είμαι άνετη και κουλ ό,τι και να γίνει. Αλλά έδινα στην εαυτή μου κίνητρο συνεχώς (ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΠΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΤΟ ΕΒΑΛΑ ΣΤΑ ΠΟΔΙΑ), καθώς καταλάβαινα πως χρειαζόμουν τη δουλειά και πως βρισκόμουν για αυτόν τον σοβαρότατο λόγο εκεί. 
Αυτή η σκέψη με βοηθούσε να δεχθώ διάφορα που μου συνέβαιναν, όπως το γεγονός ότι στην Αθήνα θα γινόταν χαμός σε δύο-τρεις μέρες κι εμείς εδώ δίναμε συνεντεύξεις σε λουξ ξενοδοχείο για να έχει η αεροπορική δούλες για το καλοκαίρι.
Αλλά μου κόπηκε γρήγορα ο οποιοσδήποτε καθαρός αέρας είχε μπει στα ρουθούνια μου. Ήδη από την είσοδο του ξενοδοχείου, κατάλαβα πόσο καημένη φαινόμουν με τη δανεική στενή φούστα, τα γοβάκια μου που τα άλλαξα δύο στάσεις πριν κατέβω, μέσα στο μετρό, την πλαστική μου σακούλα στο χέρι με τα μποτάκια και το μαλλί μου. Το μαλλί μου ήταν αυτό που με έκανε να ξεχωρίσω σαν τη μύγα μέσα στο γάλα. Όχι μόνο είναι πλέον τόσο κοντό που δεν μαζεύεται, αλλά είναι και σγουρό και πέρα-βρέχει από μόνο του (ΕΚΑΝΕ ΚΑΠΩΣ ΜΠΑΜ). Οι τύπισσες που περίμεναν στην είσοδο ήταν όλες πανέμορφες, πολύ καλοντυμένες και περιποιημένες (ΠΑΙΖΕΙ ΝΑ ΞΥΠΝΗΣΑΝ ΚΙ ΑΠΟ ΧΘΕΣ ΝΑ ΕΤΟΙΜΑΣΤΟΥΝ). Φορούσαν σακάκια κι έτσι πολύ ωραία και ακριβά ρούχα και πολύ ωραία πανύψηλα παπούτσια που τα περπατούσαν αργά και λίγο τρεμουλιαστά. Κάποιες από αυτές ήταν λες και είχαν γεννηθεί για αυτόν ακριβώς τον σκοπό και οι άλλες που δεν ήταν και τόσο, είχαν ετοιμαστεί για να είναι. Εγώ ούτε μισή ώρα έκανα για να ετοιμαστώ, οπότε λέω κάτι στραβά θα έκανα.  
Άφησα τα πράγματά μου σε ένα τραπεζάκι, γιατί στεκόμασταν όρθιες για πολλή ώρα και δεν ένιωσα πολύ ωραία με την κοπέλα που το μοιραζόμασταν (ΠΗΡΑ ΓΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΕΝΑ ΥΦΟΣ ΝΤΕΓΚΡΑΝΤΕ, ΟΠΩΣ ΤΑ ΜΑΛΛΑΚΙΑ ΜΟΥ ΤΑ ΑΝΑΚΑΤΩΜΕΝΑ). Κι όταν έβγαλα το βιβλίο μου και κάθισα στη σκάλα, επειδή μας είχαν για σαράντα λεπτά σε αναμονή και αγχωνόμουν και βαριόμουν, κατάλαβα πόσο άκυρη ήμουν. Και όταν βγήκα να κάνω ένα τσιγάρο  και καμία δεν κάπνιζε, το ίδιο ένιωσα. Αυτές που ήταν έξω κοιτούσαν κάθε μου τζούρα επιτιμητικά και ο μαιτρ του ξενοδοχείου ήθελε ξεκάθαρα να με ξαποστείλει με μία χλέπα και κοιτούσε κάθε μου κίνηση ανά δεύτερο για να δει που θα σαβουρώσω τη γόπα. Στην αναμονή ήταν απαίσια. Κάποιες κάνανε πηγαδάκια. Εκατό άτομα περίπου. Και αγόρια αεροσυνοδοί (ΠΡΑΓΜΑ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΚΟΥΛ). Τα αγόρια όμως είχαν την εντολή για να ντυθούν απλώς επίσημα με κοστούμι (ΗΡΘΑΝ ΜΕ Ο,ΤΙ ΚΟΣΤΟΥΜΙ ΗΘΕΛΑΝ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ, ΧΩΡΙΣ ΓΡΑΒΑΤΑ ΑΛΑ ΤΣΙΠΡΑ). Όλες κοιτούσαν τις άλλες σαν κοράκια έτοιμα να αλληλοσπαραχθούν (ΦΙΔΙΣΙΑ ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ). Ήμασταν εκεί ανταγωνιστικά. Ήταν ξεκάθαρο. Αλλά νιώθαμε το άγχος της άγνοιας για το μέλλον (ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΤΟ ΛΕΝΕ ΚΟΙΝΟ ΤΩΝ ΠΡΟΒΑΤΩΝ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ –ΑΓΝΟΙΑ ΛΕΓΕΤΑΙ).
Μετά από μία ώρα, άρχισαν να μας φωνάζουν δέκα-δέκα και ήμουν στην πρώτη ομάδα, για να μας ζυγίσουν, να μας μετρήσουν και να μας αριθμήσουν. Μας ρωτούσαν το ύψος μας, ενώ μας το μετρούσαν. Δεν ξέρω γιατί (TRUST ISSUES). Στη συνέχεια, μπήκαμε σε μία τεράστια αίθουσα του ξενοδοχείου όπου υπήρχε ένα μπλοκάκι, ένα ποτήρι νερό κι ένα στυλό με το όνομα της εταιρείας. Ζωγράφισα ένα σκιτσάκι στο μπλοκάκι, όσο περίμενα να αρχίσει η διαδικασία και άδειασα το νερό. Πιο πριν, είχα πιει μόνο ένα μπουκαλάκι, ενώ συνήθως πίνω και δυο λίτρα, γιατί δεν ήξερα τι θα μας κάνουν και για πόση ώρα. 
Ήρθε έκατσε μία κοπέλα δίπλα μου και χάρηκα λίγο. Ήταν σαν τις άλλες εξωτερικά: πανέμορφη και φτιαγμένη τέλεια. Σκέφτηκα ότι αυτή δεν με έκρινε τόσο από την εξωτερική εμφάνιση (ΟΠΩΣ, ΠΑΡΑΔΕΧΟΜΑΙ, ΕΚΑΝΑ ΚΙ ΕΓΩ ΛΙΓΑΚΙ ΙΣΩΣ ΜΕΣΑ ΜΟΥ, ΩΣΤΟΣΟ ΟΧΙ ΚΑΚΟΒΟΥΛΑ). Μου λέει «Ωραίο σκιτσάκι», ενώ εγώ ήδη το μάζευα και το έχωνα στην τσάντα μου, ταχύτατα. Και ξαναχάρηκα λίγο. Τη ρώτησα για αυτήν. Μου είπε ότι είναι από τον Βόλο, ότι τελείωσε τουριστικά, είναι εικοσιτριών και είναι το όνειρό της να γίνει αεροσυνοδός. Καλά μέχρι εδώ. Με ρώτησε με τι ασχολούμαι εγώ. Της είπα για τις σπουδές μου και όταν της είπα (ΕΠΕΙΔΗ ΜΕ ΡΩΤΟΥΣΕ ΚΑΙ ΔΕΝ ΣΤΑΜΑΤΟΥΣΕ) ότι έκανα διπλωματική για τα δικαιώματα των ζώων η απάντησή της ήταν «Σε αγάπησα τώρα! Κι εγώ είμαι φιλόζωη! Έχω δύο σκυλάκια.» Αν είχαμε μείνει σε αυτό μόνο, θα την έλεγα απλώς χαζογλυκούλα (ΑΛΛΑ ΟΧΙ, ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ). Της είπα ότι αφού είναι το όνειρό της να γίνει αεροσυνοδός (ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ, ΞΕΚΑΘΑΡΑ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΩΣ), θα μπορούσε να κάνει αίτηση και σε άλλες εταιρείες πιο ακριβοπληρωμένες, στην Αραβία (ΕΓΩ Η ΕΙΔΗΜΩΝ, ΕΧΟΝΤΑΣ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΦΟΒΕΡΕΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΙΑΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ) ή στην Ευρώπη. 
Η απάντησή της ήταν αφοπλιστική και με έκανε να σωπάσω για πάντα και να μετανιώσω την ώρα και τη στιγμή που έπιασα αυτό το ρημάδι άκυρο κουβεντολόι: «Είμαι περήφανη για την Ελλάδα. Είναι αλλιώς να είσαι σε ελληνική αεροπορική, να είσαι περήφανη για τη χώρα σου, να πετάς για την Ελλάδα. Αυτό εννοούσα είναι το όνειρό μου.» Και σκέφτηκα, κοίτα να δεις τι διαμάντια χάνει ο ελληνικός στρατός και κοίτα τι όνειρα έχουν οι άνθρωποι (ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩ ΚΙ ΕΓΩ Η ΚΑΗΜΕΝΗ ΜΙΚΡΟΑΣΤΗ, ΠΟΥ ΝΑ ΠΡΟΛΑΒΩ ΝΑ ΑΝΤΙΛΗΦΘΩ ΤΑ ΜΕΓΑΛΕΙΑ). Κατάλαβα τι θα πει σύγχυση εθνικής ταυτότητας, εκεί μπροστά μου, σε μία όχι και τόσο άκυρη διαδικασία συνέντευξης. 
Χάρηκα κι εγώ που για μία ακόμα φορά επιβεβαίωσα ότι είμαι η μύγα μέσα στο γάλα. Τόσο βαρέθηκα που με έβγαζα σέλφιζ και δεν ντρεπόμουν. Δεν ήξερα τι να κάνω. Το τεστ ήταν πολύ ενδιαφέρον. Ήταν ψυχομετρικό, τεστ προσωπικότητας, ευφυΐας και μετάφρασης. Τα πολύ βασικά. Μας δώσανε μισή ώρα και τόση χρειάστηκε όντως. Είχε ερωτήσεις για την πίστη στον θεό, για τα UFO, για το ύψος, για τους τρόπους μας, για τις επιθυμίες μας, ερωτήσεις με εικόνες και αριθμούς (ΠΕΡΙΕΡΓΟ ΤΕΣΤ, ΣΚΕΦΤΗΚΑ ΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΟ  ΠΟΥ ΤΟ ΕΦΤΙΑΞΕ ΚΑΙ ΜΑΛΛΟΝ ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΑΠΟ ΑΥΤΕΣ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΜΑΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΙΑΖΑΝ, ΠΟΣΟ ΘΑ ΧΑΙΡΟΤΑΝ ΠΟΥ ΘΑ ΕΙΧΕ ΜΠΡΟΣΤΑ ΤΗΣ ΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΖΩΑΚΙΑ ΤΗΣ). Τελειώσαμε, παραδώσαμε, μας τόνισαν να φοράμε μόνο τιράντα λεπτή και όχι οτιδήποτε άλλο εκτός από λεπτή αν μας περάσουν στη δεύτερη φάση. 
Όταν ήταν να φύγω, πήγα να περάσω από το σημείο που κόβουν τα εισιτήρια για να κατέβουν στο μετρό για να φύγω από το αεροδρόμιο και ήθελα να ρωτήσω προς τα πού θα πάω και κατά λάθος ρώτησα έναν αντερκόβερ ελεγκτή, ο οποίος ευτυχώς δεν με έλεγξε, ενώ έλεγχε όποιον/α περνούσε και μου έδειξε από πού απλώς να περάσω. Δεν ήξερα και ακόμη δεν έχω καταλάβει αν ήμουν νόμιμα ή παράνομα στο μετρό για αεροδρόμιο (ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ). 
Στη δεύτερη φάση πήραν ελάχιστα άτομα. Δεν ξέρω πόσα ακριβώς αλλά ήταν σίγουρα κάτω από είκοσι. Μας είχαν πει ότι θα μας έπαιρναν τηλέφωνο στις πέντε. Στις τρεις ήδη χτύπησε το τηλέφωνό μου για να πάω και στη δεύτερη φάση. Το κακό είναι ότι χάρηκα. Μου είπαν ότι πέρασα το τεστ και ένιωσα μία περίεργη ανακούφιση (ΤΑ ΑΠΟΚΑΪΔΙΑ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ). Παρότι ήξερα ότι έπρεπε να κάνω δύο ώρες για να ξαναπάω στο αεροδρόμιο την επομένη και άλλη μισή για να με πάει λεωφορείο από το αεροδρόμιο στα γραφεία της εταιρείας. Πίστεψα ότι δεν είχα κατέβει χωρίς λόγο στην Αθήνα. Ότι όλα απέκτησαν σκοπό. Χρόνο να έχουμε να ξοδεύουμε, γενικώς. Πήγα στο σούπερ μάρκετ και πλήρωσα για να πάρω ένα μπλουζάκι με απόλυτα λεπτή τιράντα.
Ξανά η ίδια διαδρομή και η προετοιμασία από την αρχή. Περίμενα σαν το καημένο εκεί στο μαγαζί με τους καφέδες μέσα στα γραφεία. Αφήσαμε ταυτότητες κάτω. Οι άλλες σιγά-σιγά μαζεύτηκαν στο δικό μου τραπέζι. Κάθε πρόταση που ξεστόμιζαν είχε μέσα σίγουρα κάτι για είδη βαψίματος –μεικάπ, αιλάινερ, κρέμα για σπυριά (ΕΙΧΑΝ ΟΛΕΣ ΑΚΜΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΙΧΑΝ ΘΕΡΑΠΕΥΣΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΤΑΔΕ ΚΡΕΜΑ, ΑΝ ΕΧΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ/Α ΑΘΕΡΑΠΕΥΤΗ ΑΚΜΗ, ΝΑ ΣΑΣ ΣΥΝΔΕΣΩ) κρέμα για ρυτίδες (ΗΤΑΝ ΟΛΕΣ ΕΙΚΟΣΙ ΚΑΤΙ, ΑΛΛΑ Η ΛΑΙΚΗ ΠΑΡΟΙΜΙΑ ΛΕΕΙ ΚΑΤΙ ΓΙΑ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΕΧΕΙ, ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΤΩΡΡΑ), το καλύτερο βιντεάκι που δείχνει πώς να κάνεις τον κότσο και άλλα τέτοια υπέροχα ΜΗ ενδιαφέροντα για μένα πράγματα. Έπιασα την κουβέντα σε όλες τους λίγο-πολύ για να δω τι κάνουνε. Διοίκηση επιχειρήσεων, οικονομικά, τουριστικά, ιστορικό/αρχαιολογικό. Η μόρφωση πάνω από όλα και τα πτυχία καδραρισμένα να τα έχουμε. Μία ήταν μόνο ανειδίκευτη και απλώς είχε γονείς στη Γαλλία και είχε βαρεθεί να περιφέρεται από εδώ κι από εκεί και να περνάει ανέμελα τη ζωή, οπότε είπε να ψάξει τρόπο να πληρώνεται για τα ταξίδια που έκανε (ΤΥΧΕΡΗ ΑΥΤΗ, ΗΤΑΝ Η ΜΟΝΗ ΚΑΛΟΖΩΙΣΜΕΝΗ ΚΑΙ ΚΟΥΛ, ΑΦΟΥ ΕΙΧΕ ΠΕΡΑΣΕΙ ΤΕΣΣΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΕ ΑΓΡΟΚΤΗΜΑ ΣΕ ΝΗΣΙ. ΑΡΥΤΙΔΩΤΗ ΚΑΙ ΤΕΛΕΙΟ ΔΕΡΜΑ!). Το κοινό μας δεν ήταν ούτε η μόρφωση ούτε τα ρούχα ούτε το μακιγιάζ, όμως. Το κοινό όλων αυτών των νέων γυναικών που ήμασταν εκεί σε αναμμένα κάρβουνα, ήταν ότι ψάχναμε δουλειά πολύ καιρό και δεν βρίσκαμε ούτε για τηλεφωνήτριες (ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΑΥΔΙΩΤΙΣΣΑ). Κάποιες ήταν και λίγο πιο μεγάλες από μένα και μένανε και στην Αθήνα που υποτίθεται λόγω έκτασης έχει περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες, αλλά δεν είχαν βρει τίποτα. 
Μετά από λίγο μου υπενθύμισαν για μια ακόμα φορά ότι είμαι παράταιρη κι εκτός τόπου-χρόνου. Τονίζω ότι αυτές άρχισαν να έρχονται στο τραπέζι μου, ενώ εγώ έτρωγα ήσυχη τη μπάρα δημητριακών μου και είχα απλώσει τα πράγματά μου παντού και ενώ ο χώρος είχε ακόμα πέντε-έξι άδεια τραπέζια. Συνέβη το εξής αστείο: με περάσανε για πράκτορα της εταιρείας. Ναι, μου συνέβη κι αυτό στη ζωή μου (ΕΓΩ, ΕΤΣΙ ΟΠΩΣ ΜΕ ΒΛΕΠΕΤΕ ΣΑΝ ΤΡΙΣΧΑΡΙΤΩΜΕΝΟ ΥΠΑΡΞΙΑΚΑ ΑΝΗΣΥΧΟ ΧΑΜΕΜΗΛΟ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ, ΝΑ ΠΕΡΝΙΕΜΑΙ ΓΙΑ ΠΡΑΚΤΟΡΑΣ). Ενώ μιλούσα με μία από αυτές, με ρωτήσανε αν η εταιρεία με έχει προσλάβει για να τις κατασκοπεύσω, γιατί είπε ότι φαίνεται να ξέρω πολλά, ότι μιλάω πολύ περίεργα και ότι ρωτάω πολλά πράγματα (ΣΟΒΑΡΑ ΤΩΡΑ, ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΗΜΟΥΝ ΠΡΑΚΤΟΡΑΣ, ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΕΙΣΑΙ ΤΖΙΜΑΝΙ ΚΑΙ ΜΕ ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ. ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ-ΜΙΑ ΦΡΙΤΕΖΑ ΝΤΕΛΟΝΓΚΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΠΕΛΑ. ΤΙ ΣΕ ΚΑΝΕΙ ΝΑ ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ ΟΤΙ ΕΓΩ ΘΑ ΠΩ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΥΤΟ: ΠΑΙΔΙΑ, ΑΥΤΗ ΝΑ ΠΡΟΣΛΑΒΕΤΕ, ΜΑΣ ΚΑΤΑΛΑΒΕ; ΜΕ ΠΟΙΑ ΛΟΓΙΚΗ;). 
Μες στα σουρεάλ της μέρας, ήρθε και μία από τις τύπισσες που μας παίρνανε συνέντευξη μετά, έκατσε εκεί δίπλα και γκρίνιαζε γιατί δεν της βγήκε καλό το βυσσινί της το κραγιόν. Αυτή στη συνέντευξη έπαιζε την αέρινη αιθέρια εικόνα-ύπαρξη της εταιρείας. Ψηλή, αδύνατη, πανέμορφη. Στη συνέντευξη μας παίρνανε τρεις-τρεις (ΞΕΠΕΤΑ ΚΙ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΜΟΝΟ). Μας εξετάζανε ένα λεπτό την καθεμία. Μας κάνανε ερωτήσεις, εναλλάσσοντας τις διαφορετικές γλώσσες που είχαμε δηλώσει και αλλάζανε τη γλώσσα που έπρεπε να την ακολουθούμε κι εμείς πολύ γρήγορα, χωρίς προειδοποίηση φυσικά. Μπέρδευαν τα βιογραφικά μας, τα ονόματά μας και μας ρωτούσαν ό,τι να ‘ναι, χωρίς να μας κοιτάνε καν. Δεν ξέρω τι ήθελαν να δούνε και τι είδανε, τελικά. 
Έκανα το λάθος να πω για τις σπουδές μου (ΑΓΧΟΣ ΚΑΙ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΟ), δεν ήξερα τι άλλο να πω και με ρώτησαν για αυτό περισσότερα. Όταν άρχισα να λέω για τη διπλωματική μου και για τις εταιρείες που  κακομεταχειρίζονται τα έμβια όντα, μου ξέφυγε κι ένα «corrupted corporations» και σκέφτηκα ότι απευθύνομαι σε εταιρεία κι εκεί κάπου λάγκαρα (ΑΝΕΞΕΛΕΓΚΤΗ ΓΑΡ, ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΓΙΑΤΙ ΕΛΕΓΑ ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΟΡΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΜΟΥ ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΟ ΣΕ ΑΚΥΡΑ ΑΤΟΜΑ –ΑΓΧΟΣ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΑΓΧΟΣ). Αλλά και οι ερωτήσεις τους ήταν ηλίθιες. Μία από αυτές με ρώτησε πώς θα νοικιάσω σπίτι αν κατέβω Αθήνα, με τι λεφτά, αφού και τα ενοίκια είναι ακριβά (ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΠΗΓΑ ΕΚΕΙ ΓΙΑ ΔΟΥΛΕΙΑ ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΝΑ ΠΑΙΡΝΩ ΚΙ ΕΝΑ ΜΙΣΘΟ, ΑΝ ΕΧΟΥΝ ΤΗΝ ΚΑΛΗ ΤΗ ΘΕΛΗΣΗ ΝΑ ΜΟΥ ΤΟΝ ΔΙΝΟΥΝ –Ο ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΚΦΑΝΣΕΙΣ ΤΟΥ). Της απάντησε μία από τις τέσσερις που μας έπαιρναν συνέντευξη αντί για μένα και της είπε «Η κοπέλα έχει έρθει εδώ, στην εταιρεία για να ζητήσει δουλειά σου λέει.» και η άλλη απλώς έγνεψε μέσα στη φούρια της. 
(ΤΙ ΝΑ ΠΩ, ΑΒΥΣΣΟΣ Η ΨΥΧΗ ΤΩΝ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ. ΣΤΗΝ ΑΡΑΒΙΚΗ ΜΑΣ ΠΟΥΛΟΥΣΑΝ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΤΖΑΚΟΥΖΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΑΓΟΡΑΣΟΥΝ ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΜΑΣ ΜΕΤΑ. ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΣ ΖΗΤΟΥΣΑΝ ΠΟΥ ΘΑ ΒΡΟΥΜΕ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΝΑ ΝΟΙΚΙΑΣΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ ΓΙΑ ΝΑ ΑΓΟΡΑΣΟΥΝ ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΜΑΣ ΜΕΤΑ.) 
Έφυγα από το δωμάτιο απογοητευμένη. Εντάξει, τους τα είχα απαντήσει όλα καλά κι οργανωμένα, αλλά εκεί στο αγγλικό με τις εταιρείες και τα δικαιώματα, κάπου σίγουρα είπα πράματα που ίσως δεν έπρεπε. Έπρεπε απλώς να πω «ΑΓΑΠΑΩ ΤΑ ΖΩΑ! ΕΧΩ ΔΥΟ ΣΚΥΛΙΑ». Και τέλος. 
Ωραία εμπειρία! Γίναμε και διαδικτυακές φίλες με τα κορίτσια να ξέρουμε τι θα μας κάνουν. Τελικά, πήραν δύο ή τρεις από τις δέκα του γκρουπ. Οι άλλες λάβαμε μετά από δύο εβδομάδες σε αναμμένα κάρβουνα, το γλυκύτατο μέιλ που λέει ότι θα κρατήσουν το βιογραφικό μας για τον χρόνο αυτό και για μελλοντικές προσλήψεις σε αντίστοιχα πόστα (ΔΕΝ ΜΑΣ ΕΙΠΑΝ ΟΤΙ ΔΕΝ ΜΑΣ ΔΕΧΟΝΤΑΙ). Κοπέλες που ήταν στο γκρουπ μας, τις είχαν αρνηθεί παλιότερα και τις ξανακάλεσαν και μία από αυτές την πήραν (ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΧΑΝΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΛΠΙΔΕΣ ΜΑΣ, ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΑΠΟΡΡΙΦΘΕΙΣΕΣ). 
Καλές πτήσεις να ευχηθώ στο νέο πλήρωμα. Από ό,τι έμαθα μετά (ΟΧΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΟΥ ΦΡΟΝΤΙΣΕ ΝΑ ΜΗ ΜΑΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΕΙ), η εκπαίδευση διαρκεί σαράντα απλήρωτες μέρες στην Αθήνα και λίγο στη Γερμανία, χωρίς μεταφορά στο αεροδρόμιο. Οι υποψήφιες μπορεί να προσληφθούν με τρίμηνη σύμβαση για μισθό κάπου στα εφτακόσια ευρώ και υπερωρίες που δεν ξέρω πόσο πληρώνονται. Το καλοκαίρι η εταιρεία κάνει χρυσές δουλειές πράγμα που για τις αεροσυνοδούς σημαίνει πάτημα και υπερκόπωση. Αλλά δεν με πήραν, οπότε όλα αυτά, λόγος να γίνεται για τις νέες κοπέλες που επιστρατεύτηκαν. Δεν θα θαυμάσω άμεσα το αιγαίο πέλαγος από ψηλά. Αλλά αυτά έχει η ζωή. Φέξε μου και γλίστρησα.