Τρίτη 18 Απριλίου 2017

Τέταρτη επίσκεψη στον ΟΑΕΔ


Είναι εξαιρετική η επίσκεψη στον ΟΑΕΔ. Σου βγάζουν τσάι, μπισκοτάκια και έχει μία οθόνη με εικόνες από το σύμπαν με ανατολίτικες κλίμακες να σου χαλαρώνουν το σύστημα (ΠΛΑΚΑ, ΚΑΝΩ, ΣΙΓΑ ΜΗΝ ΕΧΕΙ ΚΑΙ ΣΑΟΥΝΑ ΓΙΑ ΑΠΟΤΟΞΙΝΩΣΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΕΚΤΕΤΑΜΕΝΟΥ ΑΝΕΡΓΑΣΙΑΚΟΥ ΑΓΧΟΥΣ).  Είναι κάπου σε ένα στενό επάνω στη Λαγκαδά, για να βολεύει η πρόσβαση με την αστική συγκοινωνία (ΒΛ. ΜΟΝΟΠΩΛΙΟ ΟΑΣΘ). Τις προηγούμενες τρεις φορές που έβγαλα κάρτα ανεργίας έπαιρνες χαρτάκι από ένα μηχάνημα που σου τρώει την ψυχή. Εάν ήσουν τυχερή την έβγαζες την ημέρα εκεί και σε εξυπηρετούσαν. Εάν όχι, έφτανε 13:30 και σου έλεγαν, είμαστε δημόσια υπηρεσία, να έρθεις πιο νωρίς.
Σήμερα, ξύπνησα οχτώ (ΚΑΤΑ ΛΑΘΟΣ) κι ευτυχώς γιατί αναγκάστηκα να πάω δύο φορές. Αυτή τη φορά δεν είχε μηχάνημα, σου έκοβε χαρτάκι ένας άνθρωπος νευρικός και καημένος, γιατί έπρεπε να εξηγεί τα ίδια και τα ίδια στον κόσμο που ερχόταν, συνεχώς. Λογικό, πόσο να αντέξεις. Πίσω του είχε ένα ενυδρείο με ημίνεκρα χρυσοψαράκια που καθρεφτίζουν την υπαρξιακή μηδαμινότητα της γραφειοκρατικής δουλειάς. Επάνω στα ντουλάπια, εκτός από σκόνη είχε και σωρεία κωλόχαρτων (ΜΕ ΤΟ ΣΥΜΠΑΘΕΙΟ, ΓΙΑ ΜΠΑΚ-ΑΠ). Και μία ακόμα πολύ ωραία εικόνα, που πρόσθετε κάτι πολύ avant-garde στο συνολικό τοπίο, ήταν τα εγελιανά χαρτόκουτα που είχαν παρατημένα σε ένα γραφείο ΣΥΜΒΟΥΛΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (ΠΟΥ -ΜΕΤΑΞΥ ΜΑΣ- ΨΙΛΟΑΧΡΗΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΕ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ, ΑΛΛΑ ΝΑ ΕΙΧΑΜΕ ΝΑ ΛΕΓΑΜΕ. ΑΥΤΟΙ ΞΕΡΟΥΝ, ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΤΟΥ ΕΚΛΕΙΣΑΝ ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΜΕ ΧΑΡΤΟΤΑΙΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΟΡΕΣΑΝ ΑΟΡΑΤΟ ΜΑΝΔΥΑ Η΄ ΜΟΝΙΜΗ ΑΔΕΙΑ ΣΤΑ ΓΚΑΛΑΠΑΓΚΟΣ).
 Πήρα χαρτάκι την πρώτη φορά και περίμενα στον θάλαμο αναμονής με τις καρέκλες που κοιτάνε αγωνιωδώς προς δύο γραφεία για μισή ώρα. Ήρθε μαζί μου και ο μπαμπάς μου, επειδή έχει φαγωθεί για την τύχη μου και ένιωθε την ανάγκη να έχω ένα έγγραφο παραπάνω και πίστευε ότι αν δεν έρθει δεν θα τη βγάλω ποτέ (ΙΣΩΣ ΙΣΧΥΕΙ ΚΑΠΩΣ, ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ ΦΟΡΑ, ΒΑΡΙΕΣΑΙ ΠΟΛΥ ΝΑ ΜΠΕΙΣ ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΑΥΤΟΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ). Οι αριθμοί στο πάνελ κινούνται με ρυθμούς ελληνικού δημοσίου. Περιμένεις και κάνεις και μία σύντομη προσωπική αυτοαξιολόγηση (ΤΙ ΣΕ ΩΘΗΣΕ ΝΑ ΒΡΙΣΚΕΣΑΙ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΕΚΕΙ ΑΚΡΙΒΩΣ; ΚΑΙ ΤΙ ΘΑ ΕΙΧΕ ΓΙΝΕΙ ΑΝ ΕΙΧΕΣ ΠΕΡΑΣΕΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΔΡΟΜΟ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΤΟΤΕ ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗ ΖΩΗ ΣΟΥ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΝΑ ΠΑΣ ΣΕ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΜΕΡΟΣ; ΜΗΠΩΣ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΕΙΧΕΣ ΠΑΕΙ ΣΤΟ ΑΛΛΟ, ΤΕΛΙΚΑ;) Παντού είχε κολλημένα χαρτάκια να φωνάζουν με φωσφοριζέ μαρκαδόρο και πρόχειρες ταινίες. Αγγελίες για εργασία που απαιτούσαν, στην πλειονότητά τους, δύο χρόνια προϋπηρεσία σε πολύ εξειδικευμένα πρακτικά επαγγέλματα. Αγγελίες άγχους. 
Δυστυχώς, σε αυτό το υπέροχο μέρος, αναγκάστηκα να πάω δεύτερη φορά. Γιατί είχα όλα τα χαρτιά, αλλά όχι το αναλυτικό Ε1 και το αντίγραφο πτυχίου που χρειάζεται. Ο κυριούλης που με εξυπηρέτησε βαριόταν φυσικά τη ζωή του και με κοιτούσε με ένα βλέμμα μεγάλου ΟΧΙ. Στην ερώτηση αν είμαι φοιτήτρια, του απάντησα ότι είμαι απόφοιτη μεταπτυχιακού και με κοίταξε με ένα βλέμμα έκπληκτης αγελάδας που δεν φανταζόμουν ότι υπάρχει στην γκάμα των εκφράσεων υπαλλήλων του ΟΑΕΔ, ρωτώντας κάπως βαρεμένα, «Σοβαρά;» (ΝΑΙ, ΚΙ ΕΓΩ ΑΠΟΡΩ, ΜΗΝ ΑΓΧΩΝΕΣΑΙ).
Έφυγα από εκεί πάλι σπίτι, πήρα τα αναλυτικά Ε1 χαρτιά και ξανακατέβηκα Νεάπολη. Και πάλι τα ίδια, χαρτάκι και στην αναμονή-επιταχυμένη πρόωρη γήρανση, μαζί με τα ίδια φιλοσοφικά αδιέξοδα. Σαράντα λεπτά μετά, η κυρία που με εξυπηρέτησε δεν πίστευε ότι ο μπαμπάς μου είναι ο μπαμπάς μου και όχι ο σύζυγός μου, μέχρι να της δείξω ταυτότητα και να το τσεκάρει στο αναλυτικό Ε1. Κατά τα άλλα με ρώτησε τι σπουδάζω κι όταν της είπα μεταπτυχιακό, μου είπε τι θα πει αυτό και την κοιτούσα εγώ σαν αγελάδα αυτή τη φορά (ΟΙ ΑΓΕΛΑΔΕΣ ΕΙΝΑΙ ΤΕΛΕΙΕΣ, ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΗ). Τέλος πάντων, αποδέχεται την απάντησή μου, χωρίς να κοιτάξει καν το πτυχίο (ΓΙΑ ΤΟ ΟΠΟΙΟ, ΓΥΡΙΣΑ ΣΠΙΤΙ ΚΑΙ ΞΑΝΑΚΑΤΕΒΗΚΑ ΚΑΙ ΞΑΝΑΠΕΡΙΜΕΝΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΣΑ ΝΑ ΤΟ ΔΕΙ, ΑΛΛΑ ΑΥΤΗ ΗΤΑΝ ΕΥΚΟΛΟΠΙΣΤΗ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ). Μου έβγαλε την κάρτα, έχοντας πειστεί ότι είμαι με τον μπαμπά μου (ΕΛΕΟΣ, ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΚΑΠΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑΦΕΥΓΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΑΝΩ AGEISM-ΠΑΙΔΙΑ, ΗΡΕΜΗΣΤΕ. ΑΠΛΩΣ, ΑΝΑΡΩΤΙΕΜΑΙ ΠΟΣΟ ΧΡΟΝΩΝ ΝΑ ΦΑΙΝΟΜΑΙ ΕΓΩ). 
Βγήκα με αυτοπεποίθηση ότι έκανα κάτι και τη σημερινή μέρα κι ενώ δεν είχα όρεξη να φάω μου ήρθε, μέχρι που έφαγα ένα κουλούρι και σκέφτηκα τι έκανα και όλα ξαναγύρισαν στην κανονική μπερδεμένη ροή τους. Άντε και πάει στο διάολο να δίνανε κανένα επίδομα να γινόταν κάτι τρομερό και να πρέπει να δώσεις εκατό χαρτιά. Αλλά, χωρίς καμία ουσιαστική προσφορά του ταμείου ανεργίας σε φρεσκοάνεργα άτομα, τι νόημα έχει ο τόσο πολύωρος και λεπτομερής γραφειοκρατικός έλεγχος. Σκεφτόμουν ότι ο μπαμπάς μου είχε δίκιο που λέει ότι γίνανε σαν τις τράπεζες (ΑΝ ΚΑΙ ΞΕΚΙΝΑΕΙ ΑΠΟ ΤΕΛΕΙΩΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΒΑΣΗ, ΟΠΟΤΕ ΔΕΝ ΤΟ ΣΥΖΗΤΗΣΑΜΕ ΚΑΝ).
Βγαίνουμε από εκεί -μετά από τέσσερις ώρες τρέξιμο- και οι δύο ανάλαφροι. Φεύγουμε και σκέφτομαι τι άγχη τρώει κι αυτός ο άνθρωπος για να με δει σαν μία σωστή, κανονική και κερδοσκόπα επαγγελματία (ΚΟΥΡΑΓΙΟ ΤΟΥ, ΒΑΛΕ ΚΑΙ ΤΡΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΑΚΟΜΑ). Και καταλήξαμε να πίνουμε τσάι και να συζητάμε από ένα πολιτικό πρίσμα για την ανεργία και διάφορα άλλα -που εντάξει, ως συζήτηση είχε και κάποιο ωραίο νόημα κάπου-κάπου. Και από κάτω σας βάζω μία αγγελία από τις πιο άκυρες που έχω δει στον ΟΑΕΔ και είναι εκεί καιρό τώρα. Δεν είναι πολύ δύσκολο να μαντέψτε γιατί δεν έχουν βρεθεί ακόμα οι κατάλληλοι ζητούμενοι τεχνίτες: 
Ο ΟΑΕΔ είναι ζωή. Ο ΟΑΕΔ είναι εμπειρία. Ο ΟΑΕΔ είναι ένα βήμα πιο κοντά στην αναμέτρηση με την υπαρξιακή αγωνία του υποκειμένου απέναντι στην αναγνώριση της αμήχανης θέσης του μπροστά στην αγορά εργασίας του ελληνικοδυτικού καπιταλισμού. Βρείτε ποια είναι η σωστή από τις παραπάνω τρεις προτάσεις και κερδίστε σειρά εξυπηρέτησης στην επόμενη επίσκεψή σας στον ΟΑΕΔ. Ωραία περνάμε και όχι, δεν βρήκα δουλειά. 

Σάββατο 15 Απριλίου 2017

Συνέντευξη στην μπλε τηλεφωνική εταιρία


Ήταν 2014 και ήμουν στη δεύτερη περίοδο αναζήτησης εργασίας. Η κατάσταση ήταν σχεδόν το ίδιο δύσκολη με σήμερα. Είδα μία αγγελία όπου ζητούσαν πωλήτριες νεαρές και πρόθυμες (ΝΑ ΑΥΤΟΚΑΤΑΣΤΡΑΦΟΥΝ;) στην μπλε τηλεφωνική εταιρία. Η περιοχή ήταν Νικόπολη, μία κακόφημη συνοικία δίπλα στην Σταυρούπολη, επάνω από τον περιφερειακό με νεόκτιστα κτίρια και μία διάχυτη λούμπεν ατμόσφαιρα. Παντού ίχνη από την υπό ανάπτυξη κουλτούρα των δυτικών. Φτάνω με το λεωφορείο σε μία στάση μεσημέρι μέση του πουθενά. Η επιχείρηση έχει ανοίξει σε μαγαζί πρώην ψιλικατζίδικο. Ακόμα φαίνεται η ταμπέλα που λέει ΨΙΛΙΚΑ-ΤΣΙΓΑΡΑ και κάποια υπολείμματα από διαφημιστικά αυτοκόλλητα στη τζαμαρία. Μπαίνω μέσα, χαιρετάω μία τύπισσα με γυαλιά και πουκάμισο και ανοιξιάτικο τρέντι λουκ. Μου λέει να περιμένω το αφεντικό στο θάλαμο υποδοχής (ΤΟ ΜΑΓΑΖΙ ΗΤΑΝ ΕΝΑΣ ΕΝΙΑΙΟΣ ΧΩΡΟΣ, ΟΠΟΤΕ ΑΣ ΦΑΝΤΑΣΤΟΥΜΕ ΠΩΣ ΥΠΗΡΧΕ ΘΑΛΑΜΟΣ ΚΑΠΟΥ). Αναρωτιέμαι πώς ακριβώς θα γίνω πωλήτρια, αφού δεν βλέπω πουθενά κινητά τηλέφωνα ή κάποιο προϊόν. Αρχίζω να ανησυχώ, σκέφτομαι ότι είναι μεσημέρι, ότι η τύπισσα είναι καλοντυμένη, ότι δεν κινδυνεύω προς το παρόν. 
Υπάρχουν δύο γραφεία και πίσω από ένα διαχωριστικό πλεξιγκλάς είναι το γραφείο του διευθυντή που ακούγεται (ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΚΑΘΑΡΑ, ΟΛΑ ΤΑ ΚΡΑΞΙΜΑΤΑ ΤΟΥ) να μιλάει στο τηλέφωνο σε έντονο και διεκδικητικό κάπως καπιταλέ ύφος. Κλείνει το τηλέφωνο μετά από κανένα δεκάλεπτο, η τύπισσα περνάει το πλέξιγκλας για να τον ενημερώσει (ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΑΝ ΠΟΡΤΑ, ΕΙΝΑΙ ΑΣΤΕΙΟ) και ο διευθυντής βγαίνει. Τίποτα ιδιαίτερο, κάπου στα τριανταπέντε, ανερχόμενος επιχειρηματίας λαμόγιο με πουκάμισο, γραβάτα και προβλήματα εντέρου. 
Τον κοιτάω, με κοιτάει. Καθόμαστε στο δεύτερο γραφείο, τον χαιρετάω. Με ρωτάει ένα-δύο πράγματα. Αν έχω χρόνο και διάθεση για δουλειά. Του λέω ναι, εννοείται (ΑΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΚΑΝ ΓΙΑ ΤΙ ΔΟΥΛΕΙΑ ΜΙΛΑΜΕ, ΚΟΙΤΑΩ ΠΑΛΙ ΤΟΝ ΧΩΡΟ, ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΜΗΠΩΣ ΠΑΙΖΕΙ ΚΑΝΕΝΑ ΤΟΥΝΕΛ ΜΕ ΚΙΝΗΤΑ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΛΕΞΙΓΚΛΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΖΗΣΟΥΜΕ ΑΛΙΚΗ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ, ΞΑΦΝΙΚΑ). Και αυτή ήταν όλη η συνέντευξη. Δεν με ρώτησε τίποτε άλλο. Μου είπε αν τη θέλω τη δουλειά είναι δικιά μου. Άρχισε να μου εξηγεί κατευθείαν τη μεγάλη απάτη. Της λεγόμενης καπιταλιστικής πυραμίδας-bonus. Ο τύπος είχε αγοράσει το όνομα της μεγάλης μπλε εταιρίας και  έβαλε μία αγγελία για να πιάσει άτομα σαν εμένα (ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΠΩ ΚΑΤΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ) και να τα βάλει να δουλεύουν με την ελπίδα να πάρουν κάποτε αύξηση, μισθό, κάτι έτσι λίγο, για να λένε στο τέλος-τέλος ότι δουλεύουν και είναι ενεργά μέλη στην κοινωνία. Μου έδωσε οδηγίες για το πώς θα μιλάω στο τηλέφωνο, για το πώς θα πουλάω τα πακέτα, πώς θα επιμένω και αν μου το κλείνουν θα ξαναπαίρνω μετά από μια εβδομάδα (ΜΑΝΤΕΨΤΕ: Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΗΤΑΝ ΤΗΛΕΦΩΝΗΤΡΙΑ ΠΩΛΗΣΕΩΝ ΠΑΚΕΤΩΝ ΤΗΛΕΦΩΝΙΑΣ) και άλλα πολλά ιερά μυστικά της σιχαμερής επιχειρηματικότητας. Μου ανοίχτηκε, ένιωθε πως υπήρχε μία ισχυρή πιθανότητα να δεχθώ τη δουλειά. Μου είπε τα ωράρια και ήταν πεντάωρα, ο μισθός θα έμπαινε μόνο αφού περνούσε ένας μήνας και αφού είχα πουλήσει μία εξωφρενική ποσότητα πακέτων. Σκοπός ήταν να κάνω όσο περισσότερα τηλέφωνα όσο πιο γρήγορα γίνεται. Να γίνω, δηλαδή, υπερπωλήτρια. Μου είπαν ότι τις πρώτες μέρες θα με παρακολουθεί μία άλλη πεπειραμένη πωλήτρια που έχει καταφέρει πεντακόσιες πωλήσεις μέσα στον μήνα (ΟΥΑΟΥ, ΜΑΛΛΟΝ ΘΑ ΕΧΕΙ ΓΙΝΕΙ ΠΙΝΟΚΙΟΣ ΤΩΡΑ Η ΚΟΠΕΛΑ). Μου λέει ότι θα δουλεύω σε έναν άλλο χώρο (ΜΑΛΛΟΝ ΣΕ ΚΑΜΙΑ ΥΠΟΓΑ, ΚΡΙΝΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΠΑΤΟΥΝ ΠΟΛΥ ΣΥΧΝΑ, ΚΟΙΤΑ ΝΑ ΔΕΙΣ, ΤΕΛΙΚΑ). Και φυσικά, το κερασάκι για το τέλος: η πρώτη εβδομάδα είναι αυστηρά δοκιμαστική. Πεντάωρο, με ένα διάλειμμα και συνεχόμενα τηλέφωνα, χωρίς διακοπή. Χαρτί για να σημειώσω το ποίημα που θα λέω και tips για επαγγελματική συνέπεια και πληρότητα. 
Έφυγα μετά από ένα μισάωρο υπερρεαλισμού. Μπορεί κανείς να πει με ελαφριά κακία ότι δεν θέλω να βρω δουλειά και ότι αν το ήθελα τόσο πολύ (ΟΚΕΙΙΙΙ), θα πήγαινα να δουλέψω για τον ανερχόμενο φιλοκαπιτάλα της Νικόπολης. Ε, όχι. Δεν δουλεύω για απλήρωτα δοκιμαστικά. Κι επίσης, η σκέψη και μόνο ότι θα πρέπει να πρήζω ανθρώπους άγνωστους με τα δικά τους προβλήματα, τις δικές τους σκέψεις και κόσμους να πάρουν ένα κωλοπακέτο τηλεφωνίας από μία εταιρία που φτύνει παντού καταστήματα, επενδύσεις, μετοχές, διαφημίσεις και πνίγεται από τα χρήματα, με κάνει να νιώθω μία επίμονη παραίτηση. Πριν καν ξεκινήσω τη δουλειά. Με πήρανε (ΣΧΕΤΙΚΟ) για το εβδομαδιαίο δοκιμαστικό και δεν πήγα ποτέ. Έφυγα από τη Νικόπολη και έξω είχε έναν σάπιο ήλιο και το λεωφορείο ήταν γεμάτο και ένιωθα σαν ληγμένη σαρδέλα μέσα σε ένα κονσερβοκούτι, ξεχασμένη σε ένα ράφι σούπερ μάρκετ που φαλίρισε και πάει για κλείσιμο. Βρήκα δουλειά, αλλά να τη χαίρομαι. Δεν πήγα ποτέ.