Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2017

Βροχή ερασιτεχνικών βιογραφικών στους κάδους των μαγαζιών

Με ό,τι κουράγιο σου έχει απομείνει, λες θα πάω να μοιράσω βιογραφικά. Με αποφασιστικότητα. Δεν έχεις κοπανήσει τα μούτρα σου αρκετά. Δεν έχεις βασανιστεί με την ανεργία σου και τις μάταιες απόπειρές σου. Θες τα σκληρά πράματα. Ναι. Την προκαλείς κι εσύ την ατυχία σου. Εκεί που πάει να κοιμηθεί, της φωνάζεις «ξύπνα». Στον γιαλό πετούν οι γλάροι. Για μια ακόμα φορά κοροϊδεύεις την εαυτή σου. Μπορεί και σήμερα να είναι διαφορετική η τύχη σου. Με την ελπίδα, ναι. Και πηγαίνεις σαν χαριτωμένο κοριτσάκι εικοσιπέντε χρονών γαϊδούρα να μοιράσεις το βιογραφικό σου. 
Ξεκίνησα από το φοβερό βιβλιοπωλείο με τα επιστημονικά βιβλία. Αισιόδοξη. Η κοπέλα που εργάζεται μέσα με κοίταξε με συμπάθεια και τη συμπάθησα κι εγώ. Πήρε τηλέφωνο το αφεντικό της και μου λέει θα τσεκάρουν το βιογραφικό μου. Λέει ότι βλέπουν τώρα άτομα με την αγγελία, γιατί χρειάζονται για το παράρτημα στο ΠΑΜΑΚ. Καλέ ποια αγγελία, εγώ από μόνη μου ήρθα. Προχωράω παρακάτω. Αγίας Σοφίας, αλυσίδα μεγάλων φούρνων. Καινούργιο. Μπαίνω μέσα. Ναι, παρακαλώ, θα ήθελα να αφήσω το βιογραφικό μου, λέω σε έναν υπάλληλο που ήταν μικρότερος από μένα. Μου εύχεται «καλή επιτυχία» και κάπως χαίρομαι για την αλληλεγγύη που δείχνει, αλλά μετά από λίγο συμπληρώνει ότι κι αυτός δύο μέρες είναι εκεί και τον έχουν σε δοκιμαστικό. Ωραία. Περιμένω στην ουρά να πάρουν τα κέικς και τα κουλούρια και τους καφέδες τους οι πελάτες και φτάνω στο ταμείο, μετά από κανένα τέταρτο. Δίνω το βιογραφικό μου σε μία γλυκιά μεγαλύτερη υπάλληλο. Μου λέει ότι θα πάρει άμεσα το αφεντικό τηλέφωνο. Μιλάνε συνωμοτικά κάπως και την ακούω να λέει: «Ναι, αρκετά.». Την κοιτάω και περιμένω. Μου λέει, έλα θα σε πάω στο γραφείο του. 
«Με ρώτησε αν είσαι εμφανίσιμη και θέλει να σε δει τώρα.», λέει η υπάλληλος αθώα, λες και πρέπει να νιώσω ωραία εγώ που με βρήκε αρκετά εμφανίσιμη. Ανεβαίνω σε μία εξτρίμ κυριλέ πολυκατοικία, στον πρώτο όροφο. Βλέπω στον ημιόροφο έναν μεσήλικα τύπο, τον ρωτάω αν είναι ο αφεντικός, μου λέει όχι. Ανεβαίνω πιο πάνω και μου ανοίγει την πόρτα ένας κυριλοκάγκουρας γιάπης που θα είναι και δύο χρόνια μεγαλύτερός μου, αν όχι συνομήλικος. Ανέκφραστος, ακίνητος, αμίλητος, λες και παίζει τα αγαλματάκια. Εγώ μπαίνω μέσα, επιμένω ότι δεν έχω κάτι να χάσω, οπότε κοιτάει το βιογραφικό μου για να μη με κουράσει και αρχίζει το παραμύθι. 
«Βλέπω εδώ ότι έχετε αριστεία και απορώ και στενοχωριέμαι όταν βλέπω τέτοια παιδιά με αριστεία να έρχονται να δουλέψουν στον φούρνο. Γιατί να θέλετε να δουλέψετε στον φούρνο;» 
(ΓΙΑΤΙ ΕΤΣΙ ΜΟΥ ΚΑΠΝΙΣΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΚΑΙ ΕΙΠΑ ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩ, ΔΕΝ ΠΑΩ ΝΑ ΔΩΣΩ ΕΝΑ ΧΕΡΙ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΟΝ ΦΟΥΡΝΟ- ΜΕΓΑΛΟΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΓΙΑ ΝΑ ΞΕΠΛΥΝΟΥΝ ΕΥΚΟΛΑ ΚΑΙ ΓΡΗΓΟΡΑ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑΚΙΑ ΤΟΥΣ; ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΟΥ, ΛΕΩ ΣΤΗΝ ΕΑΥΤΗ ΜΟΥ ΚΑΙ ΧΑΜΟΓΕΛΩ ΣΑΝ ΗΛΙΘΙΑ.) 
«Ξέρετε, ο φούρνος είναι πολύ ωραίο περιβάλλον, ευχάριστο. Κι έχω ξαναδουλέψει στις πωλήσεις στο παρελθόν, όπως θα δείτε και τα πήγα αρκετά καλά. Μόνο που έκλεισε το κατάστημα στο οποίο δούλευα. Ψάχνω δουλειά και σκέφτηκα γιατί όχι.»
(ΜΕ ΣΙΓΟΥΡΙΑ ΚΑΙ ΑΥΤΟΠΕΠΟΙΘΗΣΗ, ΕΙΜΑΙ ΜΙΑ ΕΝΗΛΙΚΗ ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ, ΕΙΜΑΙ ΜΙΑ ΕΝΗΛΙΚΗ ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ, ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΩ, ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΩ.)
«Κοιτάξτε. Εσείς φαίνεστε πολύ δημιουργικό και δραστήριο άτομο. Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν βρίσκετε έναν τρόπο να διοχετεύσετε τη δημιουργικότητά σας αλλού. Είναι κρίμα τώρα να χαθείτε μέσα στον φούρνο. Είναι ένα δύσκολο και σκληρό περιβάλλον.»
(ΕΠΙΜΕΝΕΙ Ο ΜΙΚΡΟ-ΜΑΛΑΚΑΣ. ΤΣΙΝΑΕΙ ΚΑΙ ΨΑΧΝΕΙ ΝΑ ΤΗΝ ΑΚΟΥΣΕΙ.)
«Όπως σας είπα ήδη (ΞΕΚΑΘΑΡΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ;), ψάχνω δουλειά και θα με ενδιέφερε να δουλέψω σε φούρνο ή αρτοζαχαροπλαστείο. Θεωρώ ότι κι αυτή η δουλειά ακόμα θα μπορούσε να είναι δημιουργική.»
«Μα κάνετε τόσα δημιουργικά πράγματα, δεν θέλετε να τα συνεχίσετε;»
«Κοιτάξτε, κάποιες από εμάς, δεν έχουν την οικονομική κατάσταση για να συνεχίσουν να κάνουν αυτά τα δημιουργικά πράγματα. Χρειάζομαι μία δουλειά, χρειάζομαι χρήματα για να μπορώ να βιοποριστώ. Καταλαβαίνετε, φαντάζομαι πόσο δύσκολο είναι να βρεις δουλειά στις μέρες μας (ΠΟΛΛΑ ΘΕΛΩ ΚΙ ΕΓΩ).»
«Ναι, ναι. Φυσικά (ΠΑΙΡΝΕΙ ΚΑΠΩΣ ΔΡΑΜΑΤΙΚΟ ΜΟΥΛΑΡΕ ΥΦΟΣ). Καταλαβαίνω.»
«Εσείς, αν επιτρέπετε, τι ακριβώς είστε στην επιχείρηση;»
«Υπεύθυνος του καταταστήματος.»
«Και, αν επιτρέπετε, πάλι, βεβαίως, τι σπουδάσατε;»
(ΚΟΡΔΩΜΑ. ΑΝΑΣΚΟΥΜΠΩΜΑ. ΠΑΡΑΣΤΗΜΑ ΕΥΘΥ ΚΑΙ ΑΣΗΚΩΤΟ. ΩΠΑ, ΩΡΑ ΝΑ ΜΙΛΗΣΩ ΓΙΑ ΤΟΝ ΥΠΕΡΟΧΟ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ, ΣΚΕΦΤΕΤΑΙ.)
«Εγώ σπούδασα πολιτικός μηχανικός ΑΠΘ και μετά συνέχισα με μαγειρική. Απλώς, ήμουν από μικρός στις επιχειρήσεις και ήξερα ότι έχω ταλέντο σε αυτό. Κι έτσι δούλευα μέσα σε καταστήματα σαν υπεύθυνος και τώρα είμαι εδώ. Είμαι καινούργιο βασικά, εδώ και δύο εβδομάδες άλλαξε ο παλιός υπεύθυνος (ΜΕ ΕΣΕΝΑ, ΝΑΙ). Κοίταξε να δεις. Αρχικά, το βιογραφικό σου έχει θέματα. Να στα πω ή όχι;»
«Ναι, φυσικά, πείτε μου.» 
«Έρχεσαι εδώ με βιογραφικό χωρίς φωτογραφία. Εγώ θα το πετούσα. Δεν υπάρχει κάτι να σε εντυπωσιάσει σε αυτό το βιογραφικό. Και μετά γράφεις πολλά. Γράψε λιγότερα. Μόνο τις πωλήσεις γράψε. Αυτό θέλουμε να δούμε, όχι τα υπόλοιπα.»
«Ξέρετε, δεν εστιάζω πολύ στην εμφάνισή μου και προτιμώ να μην εστιάζουν και οι άλλοι (ΑΣΤΕΙΑΡΑ ΓΙΑ ΕΡΓΟΔΟΤΗ, ΚΟΥΝΙΑ ΠΟΥ ΜΕ ΚΟΥΝΑΓΕ ΚΙ ΕΜΕΝΑ).» 
«Όχι, δεν είναι θέμα εμφάνισης. Είναι θέμα να σου τραβήξει την προσοχή, να σου γεμίσει το μάτι. Εγώ θα το πετούσα αν δεν ήσουν εσύ εδώ τώρα και το έπαιρνα λίγο πιο μετά. Όμως τώρα που ήρθες και σε είδα (ΣΟΥ ΓΕΜΙΣΑ ΤΟ ΜΑΤΙ; ΕΝΤΑΞΕΙ, ΜΑΛΑΚΑ;), το ξανασκέφτομαι. Επίσης, καλύτερα να το κάνεις σύμφωνα με την ευρωπαϊκή πλατφόρμα. Σαν συμβουλή στο λέω.»
«Δεκτή η κριτική. Έχετε δίκιο, το έχω φτιάξει μόνη μου, θεωρώντας πως είναι επαρκές, αλλά μάλλον δεν είναι.»
«Εγώ τώρα που ήρθες όμως, σε πρόσεξα. Έτσι χαμογελάς και φαίνεται να το έχεις με τον κόσμο και τις πωλήσεις. Στις πωλήσεις δεν χρειάζεσαι πτυχία. Θέλει να το έχεις με τον κόσμο. Απλώς, τώρα τι γίνεται. Εγώ θα διώξω τους μεγαλύτερους σε ηλικία από το κατάστημα για να φέρω νέα αίμα (ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑ ΤΗ ΓΛΥΚΙΑ ΠΟΥ ΜΕ ΑΝΕΒΑΣΕ ΣΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΜΠΟΥΦΟ). Έχω έναν μεγάλο κύκλο γνωστών (ΑΝΕΤΑ Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΑΠ ΣΤΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΥ) και θα φροντίσω να βάλω από αυτούς πρώτα, γιατί θέλω μία δυναμική ομάδα με εμπειρία και γνώσεις (ΜΟΥ ΤΟ ΛΕΕΙ ΚΙΟΛΑΣ ΤΟ ΖΩΟΝ ΟΤΙ ΘΑ ΒΑΛΕΙ ΓΝΩΣΤΟΥΣ. ΠΑΙΖΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΨΕΜΑ ΤΗΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΟΠΑΡΗΓΟΡΙΑΣ.). Ωστόσο, μπορεί να με απογοητεύσουν και να σε χρειαστώ. Δεν σου υπόσχομαι κάτι (ΝΑΙ, ΠΡΟΣ ΘΕΟΥ). Θα κοιτάξω το βιογραφικό σου και θα σε έχω υπόψη.»
Είχε μια φωτογραφία, ψωμί 0,90 λεπτά. Και του κόλλησα τη φωτογραφία πάνω στο βιογραφικό πριν φύγω. 
«Ορίστε. Βάζω κι αυτό εδώ, είμαι το ψωμί 0,90 λεπτά.»
«Τόσο φθηνή;» 
(ΛΕΕΙ ΚΑΙ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΓΕΛΑΕΙ ΛΙΓΟ.)
«Ε, εδώ που φτάσαμε.»
«Από μισθό;»
«Ε, γνωρίζω ότι δίνετε τον βασικό και δεν με πειράζει.»
«Δηλαδή, δεν θα είχατε υψηλότερες απαιτήσεις σύμφωνα με τα πτυχία σας;» 

(ΝΙΩΘΩ ΟΤΙ ΓΕΛΑΕΙ ΜΕΣΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕ ΔΟΥΛΕΥΕΙ)
«Όχι, καλέ. Μια χαρά είμαι και με αυτό. Ευχαριστώ πολύ. Θα περιμένω, αισιόδοξη καθώς είμαι, να με πάρετε.»
«Δεν σας υπόσχομαι τίποτε. Αλλά θα προσπαθήσω να σας πάρω.»
(ΝΑΙ, ΜΗ ΣΦΙΧΤΕΙΣ ΠΟΛΥ.) 

Έφυγα από την πολυκατοικία, σίγουρη ότι δεν θα με πάρουν. Δεν πειράζει, εξάλλου τα μισά τρόφιμα ήταν μπαγιάτικα εκεί μέσα. Άντε να τα πουλήσεις. Άφησα τα κακοτυπωμένα, χωρίς φωτογραφία και ευρωπαϊκές προδιαγραφές βιογραφικά μου σε ένα κατάστημα με παιχνίδια, σε μία αλυσίδα ξηρών καρπών, σε ένα φροντιστήριο, επειδή ήταν δίπλα σε ένα άλλο μαγαζί ρούχων, όπου άφησα επίσης ένα κακοτύπωμα, σε μία αλυσίδα ρούχων, σε ένα μαγαζί με τσάγια (ΤΡΕΛΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΓΙΑ ΤΣΑΓΟΦΑΝ, ΚΑΛΗ ΩΡΑ, ΑΛΛΑ ΣΙΓΑ ΜΗ ΜΕ ΠΑΡΕΙ Ο ΠΑΡΗΣ ΤΟ ΚΑΛΟ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΜΟΥ ΣΥΣΤΗΘΗΚΕ ΚΙΟΛΑΣ), σε ένα κατάστημα βιολογικών προϊόντων και τέλος, σε ένα χίπστερ εναλλακτικό μαγαζί με οικιακά σκεύη. Δεν με έχουν πάρει ακόμα κανένα τηλέφωνο. Παίζει οι υπάλληλοι στα μισά μαγαζιά να ξεχάσουν ή απλώς να πετάξουν το βιογραφικό μου. Από ανταγωνισμό και μόνο.
Τουλάχιστον, μου έφυγαν οι ενοχές ότι δεν κάνω τίποτα για να βρω δουλειά και ότι έχω ευθύνη για αυτή την κατάσταση εξευτελισμού, ανεργίας, απουσίας μέλλοντος, ουσιαστικά, που βιώνουν χιλιάδες νέοι/ες απόφοιτοι στην Ελλάδα. Καθόμουν και σε ένα καφενείο, την προηγούμενη μέρα και ζήτησα δουλειά κι εκεί. Μου είπε ότι με θέλει για σερβιτόρα, ίσως με πάρει για το πρωινό ωράριο. Δεν με πήρε ποτέ. Πήγα να κάνω εξάσκηση σε φιλικό μαγαζί, είδα και τουτόριαλς στο γιουτιούμπ, διάβασα και πληροφορίες για τους καφέδες. Θεωρητικοποίηση του καφέ. Εδώ έφτασα, να ξέρω περισσότερα από όσα κάνω ή θα κάνω ποτέ.
 Δεν χρειάζεται. Πραγματικά, τίποτα δεν χρειάζεται. Και δεν ξέρω αν έχει νόημα. Θα συνεχίσω να παρακαλάω τον κάθε ηλίθιο κάγκουρα να με πάρει για ένα πόστο πατήματος και σκληρότητας με αντάλλαγμα τρία ευρώ την ώρα; Ναι, θα συνεχίσω. Δεν υπάρχει άλλη λύση κι αν υπάρχει, έχω τόσο αφηρημένο βιογραφικό, χωρίς φωτογραφία, χωρίς προδιαγραφές, που δεν βλέπω μέλλον η καημένη. Βοηθάτε με. Αν ακούσετε κάτι, καλέστε στο 090 11666 666. Όχι, δεν χρεώνεστε πενήντα ευρώ το λεπτό και όχι δεν είναι για να κερδίσω εγώ φράγκα κι εσείς να μείνετε μαλάκες στο τηλέφωνο. Όντως, αν βρείτε κάποια δουλειά που δεν θα κάνατε ποτέ εσείς και είστε έτοιμοι να την αρνηθείτε, επικοινωνήστε μαζί μου. Θα την κάνω εγώ. Εδώ, παρακαλώ, ναι, εγώ. Το άνεργο κορόιδο. Βρήκα δουλειά; Όχι, δεν βρήκα. 


Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2017

Γιατί το Transparent είναι η καλύτερη σειρά για ανήσυχες transemployed

ΠΡΟΣΟΧΗ: ΣΠΟΪΛΕΡ ΑΛΕΡΤ ΠΑΝΤΟΥ

Καταρχήν transparent σημαίνει διάφανος/η. Πόσο υπέροχη ονομασία για σειρά, γιατί παίζει με τη δυσημία της λέξης, αφού επικεντρώνεται σε μία τρανς γονέα. Ενθουσιάζομαι πρόωρα μόνο και με το όνομα, καθώς είμαι transemployed και transkamenh. Ας ξεκινήσουμε από αυτό. Επίσης, οι σκηνές στους τίλτους αρχής μού θυμίζουν τα βίντεο των '90ς με στιγμιότυπα από την παιδική ηλικία, με σημαντικές στιγμές που κάπως νεκρώνονται στις κασέτες, όπως επίσης μου φέρνουν στο μυαλό εικόνες ηλικιωμένων ανθρώπων να χορεύουν σε μία αίθουσα εκδηλώσεων, καθώς και την παλιωμένη VHS ατμόσφαιρα από το βιντεοκλίπ για το κομμάτι Lovers are strangers της Michelle Gurevich (Chinawoman). Αλλά ας μπω στο θέμα. 

ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Αν δεν έχετε δει τη σειρά, παρακάτω, φανερώνω στοιχεία και πληροφορίες που δίνονται μέχρι και την τέταρτη σεζόν, οπότε προφυλαχθείτε, αντίστοιχα. 

Tο transparent είναι μία καταπληκτική σειρά –παρά τα προβληματάκια της- που αφορά τρία βασικά διαχρονικά ζητήματα. Αφορά τη σεξουαλικότητα, την οικογένεια και την εβραϊκή θρησκεία, τοποθετημένα στην αμερικάνικη σύγχρονη κοινωνία. Πρωταγωνιστής είναι η Μόρα –πρώην Μόρτ/Μόρτι- που την παίζει εξαιρετικά ο Jeffrey Tambor. Η Μόρα είναι πατέρας και μεταγενέστερα δεύτερη μητέρα τριών ενήλικων παιδιών. Όλα αλλάζουν στις ζωές της οικογένειας, αφότου η Μόρα αποφασίζει να δηλώσει ανοιχτά και ειλικρινά πως όλη της τη ζωή ήθελε να ντύνεται και να είναι γυναίκα. Η αποκάλυψή της αυτή οδηγεί στην αναταραχή των οικογενειακών σχέσεων και στον επαναπροσδιορισμό και επανακαθορισμό των φύλων όλων των μελών της οικογένειας. Μέσα σε αυτή την οικογένεια υπάρχουν πολλά ψέματα και συνεχίζουν να υπάρχουν. Μιλάνε πολύ όλοι και δεν ακούει σχεδόν κανένας.
Οι ιστορίες ξεδιπλώνονται η μία μετά την άλλη, μαζί με καθαρά πλάνα και σύγχρονη οπτική ματιά. Οι ήρωες/ίδες ζούνε μέσα σε μεγάλα σπίτια, καθαρά με όλα τα οικονομικά προνόμια που θα μπορούσαν να έχουν στη σύγχρονη καπιταλιστική Αμερική. Δεν αντιμετωπίζουν γενικώς προβλήματα, πέρα από τα ενδοοικογενειακά και τα σεξουαλικά τα οποία αναλύονται ως ένα σημαντικό βάθος εδώ. Θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι βολικό που είναι ευκατάστατη οικογένεια, καθώς αν αναλύονταν τα ίδια ζητήματα σε οικογένεια με διαφορετικό οικονομικό υπόβαθρο η σειρά θα γινόταν εκτεταμένα περίπλοκη, αλλά μπορεί και πολύ πιο ρεαλιστική. Οπότε, πρακτικά και θεωρητικά, η ανάλυση και η κατανόηση αυτών των θεμάτων που προαναφέρθηκαν μέσα στη σειρά, γίνεται με πολύ προφανή και συγκεκριμένο τρόπο που δεν αφορά το ζήτημα των ταξικών ανισοτήτων π.χ..

Η μεγαλύτερη κόρη της οικογένειας (Amy Landecker) είναι παντρεμένη με δύο παιδιά και μετά την αποκάλυψη, χωρίζει και αρχίζει να βλέπει άλλες γυναίκες. Ανακαλύπτει πως της αρέσουν περισσότερο οι γυναίκες, αλλά κάποια στιγμή επιστρέφει στον άνδρα της, γιατί θεωρεί πως αυτό είναι το ασφαλές της σημείο και δοκιμάζονται μαζί σε μία τριμελή σχέση με μία άλλη γυναίκα που ενδιαφέρεται για τις σχέσεις με ζευγάρια και την ελκύουν και τα δύο φύλα. Ενώ δεν μπορεί να διαχειριστεί κανέναν άλλον πέρα από τον εαυτό της και είναι εξαιρετικά εγωκεντρική, αμφιταλαντεύεται μέσα στη μανιοκατάθλιψή της και βρίσκει τρόπους να αναλάβει τον έλεγχο της ίδιας και μετέπειτα των παιδιών της, μετατρέποντας τους ρόλους σεξουαλικής κυριαρχίας σε παιδαγωγική μέθοδο. 
Ο μεσαίος γιος Τζος(Jay Duplass) έχει υποστεί επανειλημμένα σεξουαλική κακοποίηση από τα δεκατέσσερα από την κατά έξι χρόνια μεγαλύτερη νταντά του, με την οποία είναι συναισθηματικά άρρηκτα εξαρτημένος, αφού πολύ χαρακτηριστικά λέει ότι «τον κατέχει». Μαθαίνει σε μεγάλη ηλικία ότι έχει έναν ενήλικο σχεδόν γιο από τη νταντά του και δεν τον είχε γνωρίσει μέχρι τότε, οπότε αποπειράται να τον βρει και να έρθει σε αλληλεπίδραση μαζί του. Ο Τζος είναι ο πιο παρατημένος της οικογένειας, καθώς είναι το ενδιάμεσο παιδί και είναι συχνά επιπόλαιος, περνάει από πολλά στάδια. Επενδύει σε σχέσεις χωρίς νόημα με μικρότερα και ανήλικα κορίτσια με τα οποία συνεργάζεται, όντας γνωστός μουσικός παραγωγός. Μία εβραία ραβίνος από την οικογενειακή συναγωγή τους, προσπαθεί να του δείξει πώς θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά τα πράγματα στις σχέσεις του και δοκιμάζονται στο να είναι μαζί. Ωστόσο, καταλήγουν να χωρίσουν, καθώς εκείνη θέλει παιδί, ενώ ο ίδιος είναι ανίκανος να αναλάβει τον εαυτό του. Συνειδητοποιεί ότι οι γονείς του γνώριζαν ότι η γυναίκα που τον πρόσεχε ως παιδί τον κακοποιούσε ερωτικά. Της το επέτρεπαν, γιατί θεωρούσαν πως ήταν φυσιολογικό ως άνδρας να ανακαλύπτει με αυτόν τον τρόπο τη σεξουαλικότητά του. Ο ίδιος καταλαβαίνει ότι εκλάμβανε τη σχέση τους ως συναινετική, όταν ήταν έφηβος και στην ανάπτυξη.

Ως ενήλικος ωριμάζει, αρχίζει να βλέπει τα πράγματα διαφορετικά και διαπιστώνει τα τραύματα που του άφησε αυτή η πρώτη του σχέση και επαφή με μία μεγαλύτερη γυναίκα. Στο μεταξύ, δεν είχε καταλάβει τον ρόλο του στην οικογένεια. Νιώθει πως είναι ο μόνος άνδρας, πράγμα που, πριν την ομολογία του πατέρα του, δεν γνώριζε και φαίνεται πως αυτό του δημιουργεί μία εκτεταμένη σύγχυση, αφού δεν μπορεί να κατανοήσει τι θα πει να είσαι άνδρας, ποιες είναι οι κοινωνικές απαιτήσεις αυτού του ρόλου, παρότι είναι cis ετεροφυλόφιλος. Διατηρεί μία περίεργη σχέση εξάρτησης με τη νταντά του που δείχνει πως έχουν μία σχέση ενοχοποιημένου ερωτικού πόθου και κακοποίησης ταυτόχρονα. Ήταν συναινετική η ερωτική τους επαφή, ωστόσο αυτός αισθάνεται ότι δεν είχε άλλη επιλογή, ότι εκείνη τον ξεγέλασε, τον αποπλάνησε και τον παρέσυρε και αυτός δεν μπορούσε να πει όχι. Σε εκείνα τα λεπτά σημεία, η σχέση παίρνει άλλες μορφές και υφές που πληγώνουν βαθιά τον γιο και τον αφήνουν μετέωρο σε μία αναζήτηση συνεχούς επιβεβαίωσης από τη μητέρα που πλέον προσωποποιείται και από τους δύο γονείς. Τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα, αφού η νταντά του αυτοκτονεί και ο ίδιος καταλήγει να τη βλέπει ως φάντασμα και να μη μπορεί να λειτουργήσει σεξουαλικά, καθώς αυτή επιμένει να επιβάλεται στη σκέψη του. 
Η τελευταία κόρη, η Άλι (που την παίζει η εξαιρετική Gaby Hoffman), ασχολείται με τις σπουδές φύλου και διδάσκει, ενώ στηρίζει τη δεύτερη μητέρα της –Μόρα- και τη βοηθάει σε κάθε βήμα ανακάλυψης της νέας της εαυτής. Η ίδια είναι λεσβία και συνάπτει σχέση με την καθηγήτριά της, η οποία είναι ριζοσπαστική φεμινίστρια και φαίνεται πως εις βάρος της εκκρεμούν καταγγελίες από άλλες φοιτήτριες, νεαρότερες σε ηλικία, για σεξουαλική αποπλάνηση και κακοποίηση. Η Άλι βιώνει μεγάλη σύγχυση, χωρίζει από αυτή την γυναίκα, οι σχέσεις της γενικώς δεν φαίνεται να τη γεμίζουν και βρίσκεται συνέχεια σαν εξωγήινη, ανάμεσα σε όλα τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Αντιλαμβάνεται πως ο θείος της την αγκάλιαζε όταν ήταν μικρή για να δει πόσο μεγάλωσε το στήθος της, μέσα από κάποιες αναμνήσεις που δείχνουν περισσότερα στοιχεία για αυτήν και το παρελθόν.

Η σύζυγος της Μόρα, της τρανς γυναίκας, και μητέρα των τριών παιδιών (Judith Light) είναι μία εβραία γυναίκα που ζει με το τραύμα της θρησκείας και τον προγόνων της και καλείται να αντιμετωπίσει το όχι και τόσο προφανές, τη σκληρή αλήθεια: ότι ο άνδρας της ήταν μία γυναίκα, μία καταπιεσμένη γυναίκα σε σώμα άνδρα και αυτή, αν το είχε καταλάβει, δεν το είχε παραδεχθεί και δεν ήθελε να το αποδεχθεί, αν δεν το είχε καταλάβει, ζούσε τόσο καιρό στην άγνοιά της. Ο κόσμος της αναταράσσεται και κάνει μανιώδεις προσπάθειες να τον συμμαζέψει, ενώ ταυτόχρονα πάσχει από ψυχαναγκαστικές διαταραχές και από τα ενοχικά σύνδρομα της μητέρας που πιστεύει πως τα έκανε όλα λανθασμένα και θα έπρεπε να τα είχε κάνει όλα αλλιώς. Σαν χαρακτήρας είναι πολύπλοκη και πολυδιάστατη. Κατά κάποιον τρόπο αποτελεί τον άρρητο συνδετικό κρίκο της οικογένειας. Βρίσκει έναν άλλον άνδρα, ο οποίος την εκμεταλλεύεται οικονομικά και ενώ φαίνεται να την αγαπάει, την χρησιμοποιεί. Καταλαβαίνει πως δεν μπορεί να συνεχίσει τη σχέση αυτή, μέσα της νιώθει έναν μεγάλο και βαθύ πόνο που ο άνδρας-γυναίκα της την έχει αφήσει και ταυτόχρονα, βρίσκεται μπροστά στην ελευθερία της την οποία δεν είχε μέχρι πρότινος και καλείται τώρα να διαχειριστεί εκ νέου. Αποφασίζει να κάνει πράγματα για την εαυτή της και δοκιμάζει να αξιοποιήσει τα λεφτά της για να βρει την ευτυχία, μέχρι που η οικογένειά της αποφασίζει να την βάλει σε οίκο ευγηρίας. Νιώθει παρατημένη, νιώθει πως είναι μέσα σε πτώματα, μέχρι που ο γιος της σε μία αναζήτηση από αυτές που κάνει με σκοπό να βρει τη μητέρα φροϋδικά μιλώντας, την παίρνει σπίτι του. Εκ των πραγμάτων, η συμβίωσή τους είναι υπερβολικά δύσκολη, αφού η μητέρα τείνει στον αλκοολισμό, έχει ψυχαναγκαστική διαταραχή και διάφορες εμμονές, ενώ ο γιος περνάει το δικό του προσωπικό γολγοθά με τη(ν) (ανα)βίωση του τραύματος. Αλλά μπροστά στο ενδεχόμενο του θανάτου της μητέρας και οι δύο σιωπούν και τελικά συμβιβάζονται. 
Η Μόρα είναι μία γυναίκα που βιώνει χρόνια κατάθλιψη και σύγχυση φύλου. Ήξερε από πάντα ότι είχε γεννηθεί βιολογικά άνδρας που θέλει να ντύνεται γυναίκα και ο ψυχίατρός της στα νιάτα της, της είχε πει ότι πρέπει απλώς να αφήσει τη γυναίκα της και να αποδεχθεί ότι είναι ομοφυλόφιλος άνδρας. Δοκίμασε την τύχη της σαν ομοφυλόφιλος άνδρας, δεν τα κατάφερε και ξαναγύρισε στη γυναίκα της, με την οποία κάνανε τρία πολύ συγχυσμένα παιδιά και είχαν μία ζωή γεμάτη ψέματα και κρυμμένες σκέψεις κάτω από ακριβά χαλιά. Αποφασίζει με όσο θάρρος υπάρχει στον κόσμο να ομολογήσει τη σύγχυσή της και τον επαναπροσδιορισμό του φύλου της και της σεξουαλικής της ταυτότητας στην οικογένειά της. Η Μόρα έχει μία φίλη, τρανς γυναίκα που είναι και οροθετική και τη βοηθάει, καταλαβαίνοντας τη περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο γύρω της, γιατί έχει περάσει αντίστοιχες δυσκολίες και έχει βρεθεί σε ανάλογη θέση. Η Μόρα έχει σχέση με μία γυναίκα, αλλά αφού χωρίζει, αποφασίζει πως θα άξιζε να δοκιμάσει την τύχη της και με έναν άνδρα. Οπότε σιγά-σιγά κερδίζει τα καταπιεσμένα της χρόνια. Όχι ότι δεν περνάει μεγάλη σύγχυση, ιδιαίτερα όταν βρίσκεται σε ένα τεράστιο παζάρι και αρχίζει να ζαλίζεται, όταν οι άλλοι την κοιτάζουνε στον δρόμο και της φέρονται με το βλέμμα ή με τα λόγια ή με τις πράξεις υβριστικά και σεξιστικά, γιατί αρνιούνται να την αποδεχθούν. Ο Jeffrey Tambor παίζει εξαιρετικά τον ρόλο του, δεν έχουμε λόγια για αυτή την ερμηνεία, αφού καταφέρνει να δείξει με τρυφερότητα όλες τις συναισθηματικές διακυμάνσεις που μπορεί να τρικυμιάζουν την ψυχοσύνθεση μιας τρανς γυναίκας σε μεταβατικό στάδιο. Η Μόρα παίρνει ορμόνες, παρά τον υψηλό κίνδυνο, λόγω της ηλικίας της, γιατί αποφασίζει να ζήσει όπως νιώθει ότι είναι και όχι όπως γεννήθηκε ή όπως άλλοι θα θέλανε να είναι.



Το καλύτερο είναι ότι η οικογένεια όσο προβληματική είναι, άλλο τόσο βρίσκει τρόπους να αποδεχθεί αυτή τη νέα συνθήκη και να ζήσει με αυτό, όσο δύσκολο κι αν φαντάζει, μέσα από τρομερούς διαπληκτισμούς και πολύπλοκες διαδικασίες –εσωτερικές και εξωτερικές. Θα λέγαμε πως υπάρχει εξάρτηση και αλληλεπίδραση έντονη ανάμεσα στα μέλη που δεν θυμίζει ακριβώς αγάπη. Φαίνεται πως τα τρία παιδιά είναι πολύ έντονα συνδεδεμένα μεταξύ τους και προστατεύουν το ένα το άλλο, ενώ παράλληλα, βρίσκονται πολύ συχνά να ανταγωνίζονται. Φαίνεται πως υπάρχει μία ιδιαίτερη τρυφερότητα ανάμεσα στη Μόρα και την Σέλι (την πρώην σύζυγό της).

Στα τελευταία επεισόδια της σειράς, η Μόρα πηγαίνει στο Ισραήλ με τη μικρότερη κόρη της την Άλι, γιατί έχει ξαναρχίσει τη διδασκαλία στο πανεπιστήμιο και την καλούν να κάνει διάλεξη για το Εβραϊκό ζήτημα και το ζήτημα της Ισότητας των δύο φύλων, καθώς και να παρουσιάσει το καινούργιο της βιβλίο. Περνάει το αεροδρόμιο μετά δυσκολίας και της κάνουν ολόκληρη σκηνή γιατί δεν μπορούν να αποφασίσουν τι είναι αυτή η γενετική ανωμαλία στον κάβαλό της, αφού δείχνει να είναι γυναίκα και δεν ξέρουν αν πρέπει να την εξετάσει άνδρας ή γυναίκα. Η σκηνή αποκορύφωμα είναι αυτή που φωνάζει στο αεροδρόμιο, όντας μαστουρωμένη, είμαι ό,τι σκατά θέλετε. Αποφασίστε επιτέλους. Γιατί πλέον αυτή ξέρει ποια είναι, ξέρει τι νιώθει και οι άλλοι την οδηγούν συνέχεια στην αμφισβήτηση. Καταλήγει στο Ισραήλ να ξεδιπλώνει νέες ιστορίες που θα τις δείτε και στη σειρά. 
Γιατί το transparent είναι η πιο παρηγορητική αμερικάνικη σειρά που θα μπορούσε να βλέπει μία ελληνίδα εικοσιπεντάχρονη άνεργη; Για να βλέπουμε τι προβλήματα έχουν οι άλλοι και να νιώθουμε χειρότερα ή καλύτερα για τα δικά μας; Όχι, δεν μου αρέσει να λειτουργώ έτσι. Η αλήθεια είναι πως δεν έχουμε καμία σχέση με αυτά τα άτομα. Κάπως είναι παρηγορητικό να βλέπεις πως ζούνε άνετα σε μεγάλα σπίτια με ωραία διακόσμηση και φαινομενικά ισορροπημένα εξωτερικά περιβάλλοντα, είναι όλοι όμορφοι εσωτερικά με έναν δικό τους τρόπο, παρότι αντιμετωπίζουν καθεμίας/καθένας το δικό τους προσωπικό χάος και παρ’ όλα αυτά βιώνουν καθημερινά οικογενειακά τα δράματά τους. Η οικογένεια είναι πάντα μία πηγή προβλημάτων και μία όαση λύσης των ταυτόχρονα. Πολύ περίεργη κατάσταση και ωραίο να τη βλέπεις, όταν δεν τη ζεις και δεν είχες ποτέ τέτοια οικογένεια. Είναι σαν τον Φώσκολο, αλλά πολύ καλύτερο, γιατί θέτει καίρια και σοβαρά ζητήματα με πολύ τρυφερό και κάπως μελαγχολικά άρτιο τρόπο, χωρίς να ασκεί κατάφορη κοινωνική κριτική. Φαίνεται πως η σειρά εστιάζει κυρίως στην εξιστόρηση της ανθρώπινης υπαρξιακής κατάστασης μέσα από τη σεξουαλική πολυπλοκότητα και σύγχυση –ή τουλάχιστον έτσι, ως αδύναμο μάτι, το βλέπω εγώ και ό,τι θέλει βλέπει καθεμία, οπότε να με συγχωράτε. Θέτει πολύ σοβαρά το ζήτημα της ανάληψης της ζωής, του χρόνου, του θανάτου, όχι επιφανειακά, αλλά ρεαλιστικά και βαθιά. Δεν υπάρχουν εκδηλώσεις φτιαχτής και κινηματογραφικής αγάπης. Αυτό που παρουσιάζεται είναι μια πιο ειλικρινής σχέση μεταξύ των μελών της οικογένειας, πολυδιάστατη και σύνθετη που δεν μπορεί να περιοριστεί στη λέξη αγάπη, γιατί απλούστατα δεν είναι μόνο αυτό, δεν είναι εξιδανικευμένη και δεν είναι θετική ή αρνητική. Τα συναισθήματα εξελίσσονται, οι άνθρωποι συνεχώς αλλάζουν, αλληλεπιδρούν και κινούνται και καλυτερεύουν, χειροτερεύουν στην αμερικάνικη αυτή σύγχρονη ιλαροτραγωδία. 
Επιπλέον, πέρα από την προβληματική του φύλου, της ισότητας, των ρόλων της γυναίκας και του άνδρα, τις διαφόρων ειδών σχέσεις, η σειρά δείχνει πολύ συστηματικά την κουλτούρα του crossdressing, του να ντύνεσαι κάτι άλλο από αυτό που επιτάσσει ο κοινωνικός ρόλος και το κοινωνικό σου φύλο. Δείχνει πόσο διαφορετικό και συνάμα επιθετικό μπορεί να γίνει το crossdressing απέναντι στην trans κουλτούρα. Κι ενώ φαίνεται πως υπάρχουν δύο κοινωνικές ομάδες ανθρώπων που θα μπορούσαν να αγωνίζονται παράλληλα για να υπάρχουν ελεύθερες στην κοινωνία, διχάζονται και αντιμάχονται. Η σειρά αποπειράται να προβάλει και να αναλύσει μία πληθώρα κοινωνικών προβληματικών. Αλλά η ροή των πραγμάτων είναι πολύ ρεαλιστική, οι χαρακτήρες πολύ ανθρώπινοι και αληθοφανώς φτιαγμένοι. Φυσικά, είναι μεγαλοαστοί αμερικανοί και αυτό δεν επιτρέπει την οποιαδήποτε ταύτιση. Ακόμα και μετά από τα τόσα προβλήματα που προκύπτουν μετά από μία ειλικρινή αποκάλυψη, η οικογένεια έχει έναν εντελώς καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της σειράς και των ατόμων. Η οικογένεια είναι αυτό από το οποίο όλοι προσπαθούν να αποκοπούν και αναπόφευκτα τους τραβάει πίσω και σε αυτό πάντοτε επιστρέφουν. Άλυτα τραύματα. Τι να πούμε;

Γενικώς, η σειρά αποκαλύπτει με πολύ ωραίους τρόπους τους φόβους και τις ανασφάλειες για τη σεξουαλικότητα και περιγράφει άλλοτε ωμά και άλλοτε πιο διακριτικά την ενοχή –γενικά και συγκεκριμένα- της σωματικής ηδονής. Η δημιουργός και συγγραφέας της σειράς Jill Soloway διακρίνεται για τον κυνισμό της και για την ευαισθησία της και βλέπουμε πόσο ωραία διαχειρίζεται αυτά τα λεπτά ζητήματα με τα οποία καταπιάνεται για μία ακόμα φορά. Συμπερασματικά, έχω μόνο να προτείνω σε όσες/ους δεν την έχετε δει ήδη να κατεβάσετε και να δείτε τη σειρά, παρά τη φανέρωση σημαντικών σημείων της πλοκής παραπάνω. Πόσο υπέροχη σειρά. Πόσο λεπτή και τρυφερή. Φαντάζομαι και θέλω να ελπίζω πως δεν θα χάσετε χρόνο βλέποντάς τη. 

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017

Αναπάντητες αιτήσεις παντού

Δράμα η ανεργασία, παιδιά. Σεπτέμβρης στη Θεσσαλονίκη. Άντε πάλι. Ξανά τα ίδια. Αφήνοντας πίσω ένα νεκρό καλοκαίρι που δεν απέδωσε πουθενά. Να με προσέχετε, γιατί χάνομαι, λέμε σε αυτές τις περιπτώσεις. Στη Θεσσαλονίκη οι αγγελίες παραμένουν η μία χειρότερη από την άλλη. Όλες ψάχνουν δουλειά και δεν υπάρχει πραγματικά τίποτα. Λες κι εξαφανίζονται μία-μία. Οι αγγελίες ανανεώνονται μία φορά την εβδομάδα και αν βγει κάτι σοβαρό που να μη λέει για εμφανίσιμες κοπέλες ή απίθανες προϋπηρεσίες ετών στο τύλιγμα πίτουρου ή στην καθαριότητα κτιρίων. Για να βρεις δουλειά πρέπει να έχεις διάθεση, χαμόγελο, ταλέντο στο marketing, fashion γνώσεις, μα το πιο σημαντικό: να είσαι διατεθειμένη να πας σε απαίσια δοκιμαστικά και να μην πληρωθείς για τα εβδομαδιαία δοκιμαστικά, για τη μηνιαία εμπειρία ή και ποτέ στην τελική -δεν φτάνει που σου προσφέρουν αυτή την ακαταμάχητη εμπειρία, θες και λεφτά, άπληστη. Κι εμείς οι άπορες τι να κάνουμε, θα συνεχίσουμε να στέλνουμε βιογραφικά εις μάτην εις τον αιώνα τον άπαντα και να βαράμε το κεφάλι μας στον τοίχο. Να παρακαλάμε για μία ακόμα αποτυχημένη συνέντευξη σαν να λέμε, μήπως και μπει κανένα φράγκο στην τσέπη και μπορούμε να βγαίνουμε τα βράδια να τα πίνουμε χωρίς ενοχές. 
Έχω εκδηλώσει ενδιαφέρον για κοινωνική εργασία και γραμματειακή υποστήριξη, για να ψήνω τυρόπιτες σε φούρνο, να γεμίζω τις κρέπες σε καφετέρια, να πουλάω πάστες σε ζαχαροπλαστείο (αφού δεν τις δίνω στα καλόπαιδα), να προμοτάρω μαγαζιά και καρτοκινητές. Αλλά όχι. Δεν τους φτάνει το βιογραφικό μου μάλλον. Κάτι κάνω λάθος εκεί που λέω ότι έχω κάρτα ανεργίας ανανεωμένη τέσσερις φορές ή εκεί που συνδυάζεται η ανεργία με το μεταπτυχιακό της θεωρίας. Ωραία πράματα. 
Τα μόνα απαντητικά τηλέφωνα που με πήραν ήταν από ένα πρόγραμμα μουσικοθεραπείας που μου λέει είμαι υπερτυχερή. Χάρηκα λίγο στην αρχή. Μέχρι που άκουσα την τηλεφωνήτρια να μιλάει σαν να είναι ηχογραφημένη σε κασέτα και να μου λέει ότι κέρδισα την εκπτωσιακή προνομιακή θέση στα σεμινάρια των 90 ευρώ/μήνα, ενώ άλλοι θα πληρώσουν για το ίδιο πρόγραμμα 250 ευρώ/μήνα. Ποια στη χάρη μου σαν να λέμε! Υπερπροσφορά. Και παίρνεις και κρατική επιβεβαίωση μετά ότι παρακολούθησες σεμινάριο μουσικοθεραπείας –ένα χρήσιμο προσόν για την ανεργία σου. Σταμάτησα την κασέτα για να της πω ότι δεν έχω λεφτά και στον ήλιο μοίρα και ότι αν μου έδιναν ενενήντα ευρώ μόνο θα πήγαινα. Κόλλησε, γιατί δεν το περίμενε και μου είπε ότι θα με ξαναπάρουν τηλέφωνο και ότι οι θέσεις είναι περιορισμένες και ότι είμαι πολύ τυχερή που μου δόθηκε αυτή η ευκαιρία. Με ξαναπήρε, αλλά δεν το σήκωσα, γιατί δεν μου αρέσει να παίζουν με τον πόνο μου εργαζόμενες τηλεφωνήτριες που μιλάνε σαν κασέτα. 
Πλέον, για να βρεις ιδιαίτερα φιλολογικά πρέπει να παίρνεις εσύ τηλέφωνο τις οικογένειες που τα χρειάζονται και να τους πρήζεις να αναλάβεις τη στήριξη του παιδιού τους στα μαθήματα, πράγμα που δεν θα συνέβαινε αν το παιδί δεν είχε άλλα σοβαρότερα ζητήματα να το απασχολούν. Οπότε κάνω και αυτό, παίρνω τηλέφωνα σε φιλικές οικογένειες και σαν την ενοχλητική ευγενικιά, πλασσάρομαι ως η υπερφιλόλογος που θα βοηθήσει το καημένο το παιδάκι να μάθει τη μέση φωνή και να κλίνει τριτόκλιτα ουσιαστικά κι ας το παρατάνε οι γονείς του μόνο του. Δεν με έχουν προσλάβει επίσης, μάλλον επειδή θεωρούν ότι παραείμαι εύκολη και σου λέει αυτή ζητάει μόνο πέντε και εφτά ευρώ, πάμε στην άλλη στα οχτώ θα είναι καλύτερη, αφού είναι και πιο ακριβή. Η παράλογη λογική της τιμολόγησης και του ανταγωνισμού των σατανικών ιδιαιτέρων μαθημάτων. Έχω ψάξει για μπέιμπισίτερ, αλλά στο αγαπημένο παιδί αγαπημένης μου φίλης έκανα αστειάκι για το σκοτάδι και για το πόσο τρομακτικό είναι και δεν είμαι βέβαιη αν θα ήμουν η κατάλληλη για να προσέχω μωράκια. Ωστόσο, στο σεμινάριο δημιουργικής γραφής που πήγα να κάνω δοκιμαστικά σε παιδάκια τα πήγαμε περίφημα και κάναμε ένα τεράστιο πρότζεκτ σε λίγη ώρα, φτιάξαμε παραμύθι και ζωγραφιές με τερατίνια. Εντούτοις, δεν μπορούν να με πληρώνουν ούτε σε αυτό, γιατί λέει είναι σε δυσχερή θέση η ιδιοκτήτρια του ΚΔΑΠ (Κέντρου Δημιουργικής Απασχόλησης Πιτσιρικίων, που είναι και πολύ στη μόδα) και τι να κάνει, αν θέλουμε να πηγαίνουμε εθελοντικά για την εμπειρία. Ποια εμπειρία. 
Μίλησα και με έναν κάγκουρα τετρακοιλιακό που ψάχνει σέρβις με προϋπηρεσία, ντιτζέι με ελληνικό ρεπερτόριο και έμπειρους βοηθούς σερβιτόρων, για ένα φαινομενικό τσιπουράδικο στο εξωτικό Κορδελιό. Ο κάγκουρας μου είπε πολύ ξεκάθαρα ότι θέλουν έμπειρα άτομα για το σέρβις και ντιτζέις που να ξέρουν ελληνικά τραγούδια, σαν να μου λέει ευγενικά ότι είμαι άσχετη και δεν διάβασα καλά την αγγελία. Τι να του πω κι αυτού; Καλή γυμναστική του ευχήθηκα και καλά φράγκα. Δεν ξέρω πού στο διάολο μπορώ να την αποκτήσω αυτή τη φανταστική υποτιθέμενη υπερπροϋπηρεσία. Δεν ξέρω πού υπάρχει. Στα φανταστικά κουπόνια του λιντλ; Στους πρωινούς καφέδες; Στην κοινωνικοποίηση με ακατάλληλα άτομα; Τι σκατά, τι κάνω λάθος. 
Ψάχνω και δουλειά Αθήνα μέσω ευγενικού αντιπρόσωπου που θέλει να με βοηθήσει, αλλά πώς θα γίνει αυτό δεν ξέρω. Τον ευχαριστώ πολύ, αλλά δεν ξέρω αν έχει και κανένα νόημα στην προκειμένη. Δεν έχω λεφτά να κατέβω για να ψάξω μόνη μου, όπως κανονικά θα έπρεπε να κάνω, αφού εδώ πέρα δεν υπάρχει ελπίδα. Είναι σαν νεκρός τόπος. Από Αθήνα δεν μου έχουν επίσης απαντήσει και δεν με έχουν πάρει τηλέφωνο  από πουθενά. Ανοιγοκλείνω το τηλέφωνό μου, μήπως δεν πάει απλώς καλά ή δεν δέχεται κλήσεις. Γράφτηκα σε πέντε ανεργασιακά σάιτς και έχω κάνει προφίλ σε όλα τα τζομπ φάιντερ. Μου στέλνουν μέιλς για να μου πούνε πόσο χαρούμενοι είναι που με έχουν στο σάιτ και σκέφτομαι κι εγώ ότι ευτυχώς κάποιος χαίρεται έστω και τυπικά με την ανεργία. 
Σκέφτομαι ότι δεν έχει νόημα να ψάχνεις δουλειά, γενικά. Τι να την κάνεις. Θα τρώω ρούχα και πράγματα γύρω μου και θα συνεχίσω να κοιμάμαι σε καναπέδες. Όλα θα πάνε καλά, δεν θυμάμαι ποιος το έχει πει αυτό και ποιος συνεχίζει να το λέει -μάλλον θα τα έχει πάει καλύτερα από μένα στην αναζήτηση δουλειάς. Συμβαίνουν και θαύματα στο κάτω-κάτω. Θα ξαναξεκινήσω τις σειρές, το ναρκωτικό της νέας γενιάς και το παρόν μπλογκ θα πάρει άλλη τροπή μου φαίνεται. Μην περιμένετε να σας πω ότι βρήκα δουλειά, γιατί δεν βρήκα. Αιωνίως άνεργη, αιωνίως από ό,τι φαίνεται θα κρατώ μία ομπρέλα στις ευκαιρίες και στην τύχη μέσα από μια ομίχλη μαύρη, αυτή της Θεσσαλονίκης.