Κυριακή 16 Ιουλίου 2017

Γιατί το Sex and the City δεν είναι τόσο σεξιστικό όσο θα ήθελε να είναι

Καλοκαίρι στην πόλη και όταν δεν έχεις δουλειά, δεν πας διακοπές και βλέπεις Sex and the City, κάπως πρέπει να το δεις κριτικά, γιατί αλλιώς καις τζάμπα εγκεφαλικά και δεν είναι ωραία. Η ανεργία πάει σύννεφο στο όχι και τόσο σωτήριο αυτό έτος. Για να μη σκέφτομαι τις επιπτώσεις των δυστυχών περιστατικών στη ζωή μου, αποφάσισα να χαλαρώσω βλέποντας μία ανάλαφρη και εύπεπτη σειρά. Ήξερα εκ των προτέρων ότι θα δω και πράγματα που θα με ενοχλήσουν, αλλά είπα να δώσω μία ευκαιρία στην ποπ κάλτσουρ να με συναρπάσει. Δεν μετάνιωσα.  
Η σειρά είναι βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Candace Bushnell που γράφτηκε στο 1997. Δεν έχω πάει ποτέ στη Νέα Υόρκη, αλλά τα πλάνα της σειράς είναι αρκετά για να με πείσουν ότι η πολιτεία ήταν τότε στα καλύτερά της. Ζήλεψα με αυτό που έβλεπα και ήθελα για λίγο να ζω εκεί τότε. Βέβαια, μιλάμε για τις πιο καλοζωισμένες περιοχές και συγκεκριμένα για το κεντρικό Μανχάταν που ήταν πολύ κουλ περιοχή. Πλάνα από τους δρόμους, τις διαφημίσεις, τους ανθρώπους, τα πόστερς, τα γκράφιτι δείχνουν τη μεσοαστική κοινωνική τάξη να διασχίζει τη ζωή της εύκολα και ανέμελα μες στον δυσλειτουργικό καπιταλισμό και όντως αυτή η σειρά σε ναρκώνει κάπως, έτσι σε χαλαρώνει, γιατί το σημαντικότερο πρόβλημα είναι εντελώς περαστικό και ασήμαντο –ή το ακριβώς αντίθετο, σε τσιτώνει που δεν μπορείς να ταυτιστείς καθόλου και δεν έχεις τις ίδιες δυνατότητες και το ίδιο επίπεδο διαβίωσης. Το κυρίως θέμα της σειράς είναι σεξ και τα ρούχα. Οι τέσσερις πρωταγωνίστριες είναι γυναίκες εργαζόμενες, αλλά ποτέ δεν μας τις δείχνουν στα εργασιακά τους περιβάλλοντα, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις σκηνών και πλάνων που αφορούν πάλι το σεξ ή τα ρούχα. 
Αφηγήτρια είναι η Κάρι Μπράντσω (Sarah Jessica Parker), αρθρογράφος της ομώνυμης στήλης Sex and the City σε μία γνωστή εφημερίδα. Από ό,τι φαίνεται η Κάρι είναι η υπέρτατη καρικατούρα –αλλά ίσως και η πιο ανθρώπινη– στη σειρά, αλλά παρ’ όλα αυτά φαίνεται τόσο εγωκεντρική και νάρκισσος και βασικό της ελάττωμα είναι ότι διαλέγει τους λάθος άνδρες. Η ζωή της περιστρέφεται γύρω από τις δύο εμμονές της, τα πανάκριβα παπούτσια της (παρότι γκρινιάζει ότι δεν έχει λεφτά π.χ. για να φτιάξει τα πλακάκια του σπιτιού της, αγοράζει με 400 δολάρια ένα ζευγάρι παπούτσια ή με 2000 μία τσάντα και με τα διπλάσια ένα συνολάκι για κάθε περίσταση, γιατί σε κάθε σκηνή φοράει κάτι εντελώς διαφορετικό για να είναι και υπερφάσιον άικον) και τον Mr Big –όπου το σεξουαλικό και καπιταλιστικό υπονοούμενο συμπορεύονται συμβολικά και πηγαίνουν και έρχονται. Ο Mr Big είναι ένας πάμπλουτος τύπος που ασκεί δύναμη και εξουσία στην Κάρι που παρουσιάζεται σαν αρκετά αδύναμη και χαζή για να αντιδράσει και παρά τα όσα τη συμβουλεύουν οι φίλες της ξαναγυρνάει σε αυτόν. Στον πρίγκιπα του παραμυθιού. Από τη μια, ο Mr Big είναι όμορφος και γόης (όπως παρουσιάζεται), επιπόλαιος και επιφανειακός. Από την άλλη, η Κάρι είναι συναισθηματική (υποτίθεται, γιατί φέρεται και αυτή επιπόλαια και πληγώνει ανθρώπους), απαιτεί περισσότερο βάθος στη σχέση (που θα πει εγγύηση για γάμο και άλλες επιβεβαιώσεις) και είναι και αυτή επιφανειακή.

Η σειρά χρησιμοποιεί το παραμύθι του πρίγκιπα για να υπάρχει αυτή η αίσθηση ότι ένας άνδρας προορίζεται για μία γυναίκα και είναι γραφτό και μοιραίο να είναι μαζί και να επανέρχεται συνεχώς στη ζωή της. Από την άλλη, η σειρά κοροϊδεύει το concept του συμβατικού έγγαμου βίου και περιγράφει πως είναι δυνατόν και να αποτύχει, μέσω της πιο ψυχαναγκαστικής ηρωίδας στη σειρά, της Σάρλοτ (Kristin Davis). Η Σάρλοτ είναι μία καλοαναθρεμμένη συντηρητική και παραδοσιακή τύπισσα που έχει στο μυαλό της συγκεκριμένες ιδέες και αξίες, καπιταλιστικές, ρατσιστικές και στενόμυαλες. Βρίσκεται και αυτή σε αναζήτηση του πρίγκιπα, αφού παρουσιάζεται ως αθεράπευτα ρομαντική, ενώ την ίδια στιγμή ψάχνει κάτι εντελώς κι απολύτως συγκεκριμένο κι εξιδανικευμένο που το έχει οραματιστεί και το έχει ήδη φτιάξει στο μυαλό της για το πώς θα είναι. Παρατάει τη δουλειά της και παντρεύεται τον άνδρα των ονείρων της που δεν είναι και τόσο πολύ των ονείρων της τελικά, αφού έχουν κάποιες ασυμφωνίες στο ζήτημα της τεκνοθεσίας, οπότε και χωρίζουν και το παραμύθι καταρρέει. Η Σάρλοτ μπορεί να μη μπορεί να μιλήσει για το σεξ, αλλά μερικές φορές ξεπερνάει και την εαυτή της και κάνει αρκετό σεξ. Μπορεί να είναι στρυφνή κι ανιστόρητη, αλλά αφού λατρεύει κι αυτή τα παπούτσια, καταφέρνει να περνάει το τεστ της φιλίας.

Εντελώς αντίθετη χαρακτήρας με τη Σάρλοτ παρουσιάζεται η Σαμάνθα (Kim Cattrall) που είναι υποτίθεται πάλι η πιο ανεξάρτητη και δυναμική γυναίκα, αλλά για να το καταφέρει αυτό πρέπει να πηγαίνει συνέχεια με άνδρες και να παρομοιάζεται με άνδρα πολύ συχνά ή με προβληματική γυναίκα. Η συμπεριφορά της παρουσιάζεται σαν ανδρική, αφού κάνει αυτά που μόνο οι άνδρες κάνουν και φαίνεται κάπως σαν να ξεπερνάει τα στερεότυπα, ενώ την επικαλύπτουν ουσιαστικά με το υπερστερεότυπο, ότι μόνο οι άνδρες μπορούν να χαίρονται με το διερευνητικό καθημερινό σεξ και όταν κάνεις απλά και μόνο σεξ δεν νιώθεις. Η Σάρλοτ δεν έχει καμία συναισθηματική σύνδεση, καταναλώνει τους άνδρες όπως και οι φίλες της, σαν τα πουκάμισα, αλλά έχει πάει με τους περισσότερους. Είναι εντελώς καπιταλίστρια, εργάζεται σαν υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων, φαίνεται αρκετά καταπιεσμένη, γιατί πληγώνεται αλλά δεν επιτρέπεται να το δείξει, και ταυτόχρονα παρουσιάζεται σαν απελευθερωμένη. Ενδιαφέρον είναι ότι κάνει λεσβιακή σχέση, αλλά όταν ερχόμαστε στο προκείμενο η Σαμάνθα φέρεται σαν άνδρας (γιατί μόνο οι άνδρες θέλουν σεξ) και της σπάει τα νεύρα η σύντροφός της, γιατί είναι γυναίκα (η ειρωνεία) και υποτίθεται πως οι γυναίκες θέλουν κυρίως όλη την ώρα να μιλάνε και να αναλύουν πράγματα.

Τελευταία, άφησα τη Μιράντα που την παίζει η Cynthia Nixon. Η Μιράντα φαίνεται να είναι η πιο έξυπνη από όλες, αλλά παρουσιάζεται εντελώς ανάποδη, απόμακρη και επίσης ατομικίστρια και υπερκαπιταλίστρια, ενώ την ίδια στιγμή ο κυνισμός της είναι το πιο ωραίο στοιχείο της. Είναι δικηγόρος σε μία διάσημη φίρμα και βγάζει πολλά λεφτά, φαίνεται να μη τη νοιάζει και τόσο η μόδα και έχει πιο ανοιχτόμυαλη άποψη για την πολιτική (όχι γενικά) σε σχέση με τις άλλες, οπότε θα μπορούσε να είναι η ρεπουμπλικάνα της παρέας. Επίσης, έχει αδυναμία να συνδεθεί συναισθηματικά, γιατί φαίνεται πως έχει πληγωθεί στο παρελθόν και αυτό την κάνει αρκετά συμπαθή. Φαίνεται πως είναι γενικά νευρική και ανικανοποίητη με τη ζωή της, αλλά ούτε αυτό καταφέρνει να την κάνει αντιπαθή. Η Μιράντα έχει μία πολύ καλή σχέση, την οποία χωρίς λόγο διώχνει, φαίνεται ότι πασχίζει να είναι ανεξάρτητη και είναι και αυτή εγωκεντρική, αλλά φαίνεται να έχει και έγνοια για τις άλλες.

Υπάρχουν πολλές σεξιστικές συμπεριφορές, ρόλοι, εκφράσεις, τάσεις κτλ στο Sex and the City που ανταποκρίνονται εντελώς στο κλίμα της εποχής. Υπάρχουν όμως και παντού gay άνδρες (κυρίως, gay άνδρες, γιατί είναι η πιο αποδεκτή έκφανση της ομοφυλοφιλίας, τότε), σε ένα επεισόδιο έχει κάποιες trans γυναίκες, ωστόσο δεν απεικονίζονται παρά σαν καρικατούρες. Η Σαμάνθα έχει τη λεσβιακή της σχέση, αλλά δεν είναι bi, φαίνεται πως τη δοκιμάζει απλώς σαν εμπειρία, για να την προσθέσει στο ρεπερτόριό της. 
Η ομορφιά της Sarah Jessica Parker έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση, γιατί δεν ικανοποιεί τα πρότυπα, αλλά για μένα είναι ξεκάθαρο πως και οι τέσσερις είναι αρκετά συμβατικά όμορφες για να παίζουν στη σειρά. Το περίεργο είναι πως η σειρά δεν είναι τόσο σεξιστική όσο καπιταλιστική. Οι τέσσερις ηρωίδες ανήκουν στη μεσο/μεγαλοαστική τάξη, έχουν άπειρα λεφτά κι ας γκρινιάζουν για αυτά μερικές φορές και αυτό τις κάνει ικανές να ζούνε σε μεγάλα και ωραία διαμερίσματα λουξ, να βγαίνουν σε ακριβά μαγαζιά για φαγητό και κοκταίηλς με ακριβά ρούχα και παπούτσια και χτενίσματα, για να γνωρίσουν ακριβούς καπιταλιστές άνδρες. Οι ηρωίδες πηγαίνουν με αρκετούς άνδρες, ορισμένες φορές απολαμβάνουν το σεξ και άλλες όχι, και αυτό είναι και ο συνδετικός τους πυρήνας: Οι άνδρες και τα προβλήματα με αυτούς. Είναι ενδιαφέρον, γιατί δεν υπάρχει καμιά συζήτησή τους στη σειρά που να μην περιλαμβάνει τους άνδρες. Η σεξουαλική τους ζωή είναι πολύ ενεργή  και αυτό είναι και κάπως απελευθερωτικό, αν και πολλές φορές φαίνεται να τις καταπιέζει αυτό.

Εντούτοις, η οποιαδήποτε υπόνοια σεξουαλικής απελευθέρωσης χάνει το νόημά της, αφού, εάν δεν τηρήσουν κάποιους ηλίθιους κανόνες των ραντεβού, θεωρούνται τσούλες ή αποκαλούνται επικριτικά πόρνες. Οι άνδρες, εάν δεν είναι για σχέση, παρουσιάζονται επίσης σαν ελαττωματικά προϊόντα, με το ελάττωμά τους να είναι ένα και κυρίαρχο. Για παράδειγμα, σε έναν αρέσει να βλέπει πορνό κατά τη διάρκεια του σεξ, άλλος έχει μικρό πουλί, άλλος πολύ μεγάλο, ένας θέλει να λέει βρωμόλογα στο κρεβάτι, άλλος εκπσερματώνει πρόωρα και άλλος θέλει να πηγαίνει μόνο με γυναίκες-μοντέλα. Αυτό είναι και το amuse-bouche της σειράς, τα ατυχή περιστατικά με τους άνδρες που διηγούνται γυναίκες μεταξύ τους, βέβαια. Οι άνδρες που περνάνε από τη σειρά είναι πολλοί, φοράνε κυρίως ακριβά κοστούμια και είναι καλοντυμένοι, εκτός αν είναι αθλητικοί μπάρμεν, ψαγμένοι συγγραφείς ή χίπιδες μοντέλα πλούσιοι επιπλοποιοί. Επίσης, όλες οι γυναίκες είναι αδύνατες, ακόμα και αυτές που παίζουν δευτερεύοντες ρόλους, όπως και οι άνδρες, έχουν ένα συγκεκριμένο σωματότυπο της μόδας των ’90ς.

Το ωραίο είναι ότι είναι σχετικά μεγάλες ηλικιακά γυναίκες και διεκδικούν την επιθυμία τους, προσπερνώντας τα κοινωνικά κόμπλεξ για την ηλικία και δεν εστιάζουν σε αυτό.  Βάζουν μπροστά την καριέρα τους, πληρώνουν μόνες τα έξοδά τους και πηγαίνουν ελεύθερα με όποιον θέλουν –βέβαια, μέχρι να βρεθεί ο εκατομμυριούχος πρίγκιπας. Η σειρά περιστρέφεται γύρω από αυτές τις τέσσερις επιφανειακά δομημένες γυναίκες που μπορεί να είναι κάποιες στιγμές αντιπαθείς και  καπιταλίστριες, αλλά είναι πολύ ενδιαφέρον που μπορούν να μιλάνε για τη σεξουαλική τους ζωή σχετικά ελεύθερα. Κάποιες φορές είναι γλυκές και ανθρώπινες και άλλες σαν ψυχρές παγοκολόνες. Μπορεί να είναι εγωκεντρικές, αλλά φαίνεται πως στηρίζουν η μία την άλλη παρά τη διαφορετικότητά τους. Βέβαια, απορώ πώς με τις δουλειές και τους άνδρες βρίσκουν τόσο άπειρο χρόνο για να συνευρίσκονται και να τρώνε μαζί και να κάνουν βόλτες και να βγαίνουν κιόλας –μη ρεαλιστικό. Το πιο ωραίο της σειράς είναι ότι προβάλλει την ελεύθερη επιλογή.
 Μπορεί μία γυναίκα να θέλει να παντρευτεί και να κάνει παιδί, μία άλλη να θέλει να ζει ελεύθερη και να πηδιέται με όποιον γουστάρει, μπορεί μία άλλη να περιμένει τον έναν και μοναδικό πρίγκιπα και μπορεί μία άλλη να θέλει να κάνει παιδί μόνη της. Αυτά όλα παρουσιάζονται σαν σεβαστές επιλογές, που τις παίρνουν ανεξάρτητες γυναίκες -που σίγουρα έχουν μόνο μία διαστρεβλωμένη υπόνοια τι σημαίνουν οι έμφυλες διακρίσεις- και περνάνε τις αντιξοότητες μαζί, σαν φίλες. 
Συμπυκνώνοντας, η φιλική ενότητά τους αντιπαρέρχεται σε ορισμένα ατομικά τους προβλήματα, αλλά δεν μπορεί να υπερνικήσει τον συφερτό της καπιταλιστικής και έμφυλης καταπίεσης και δεν φαίνεται να θέλει κιόλας, κυλάει ομαλά μαζί του. Μπορεί να μαλώνουν κάποιες φορές, γιατί είναι πολύ διαφορετικές, αλλά αυτό δεν τις εμποδίζει να αντιληφθούν το πόσο έχουν ανάγκη η μία την άλλη και να συνεχίσουν να αγαπιούνται παρότι είναι αντίθετες. Ο βασικός τους στόχος βέβαια είναι ο γάμος, ετεροφιλοφιλικός και συντηρητικά δοσμένος και ο γάμος μπαίνει πάνω από τις φιλίες. Στις σεξουαλικές τους ζωές ψάχνουν το χρήμα και την ευτυχία μέσω της ανδρικής επιβεβαίωσης. Επιπλέον, οι γυναίκες ενδυναμώνονται εάν έχουν ακριβά ρούχα και ακριβά προϊόντα και αυτό είναι μία άμεση σύνδεση της απελευθέρωσης μέσω του καπιταλισμού και της συγκεκριμένης εξωτερικής εμφάνισης. 
Το Sex and the City, θα μπορούσε να λέγεται καλύτερα The Capitalist Woman and the City. Θα ήταν πιο ακριβές, γιατί δεν αφορά όλες τις γυναίκες. Αφορά τέσσερις προνομιούχες, λευκές, στρέιτ, ευκατάστατες και εμφανισιακά συμβατικές γυναίκες που μπορούν να έχουν ό,τι θέλουν όποτε θέλουν. Δεν έχει σχέση με την εργατική τάξη στη Νέα Υόρκη, είναι σαν ένα παραλήρημα-όνειρο για το American dream. Δεν ταράσσει και δεν ανατρέπει καθόλου τα νερά, για αυτό και δεν είναι μία σειρά που μπορεί να προσφέρει κάτι παραπάνω από λίγες ανάλαφρες στιγμές. Είναι αυτό που είναι, Specific Sex and that Big Egocentric City και δεν έχει περισσότερα να προσφέρει από λίγη ανάλαφρη διασκέδαση για τις άνεργες και αχαΐρευτες.