Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2017

Εορταστικός προβληματισμός

Έχω καιρό να γράψω για την ανεργία μου. Κάποια θα φανταζόταν ότι έχω βρει δουλειά και έχω συμβιβαστεί με τον βασικό μισθουλίνο μου και πάω διακοπές για τα Χριστούγεννα σε τουριστικά θέρετρα στη Βουλγαρία. Όχι, παιδιά μη χαίρεστε. Είμαι ακόμα άνεργη και τρώω τα απόβλητα της χώρας κατευθείαν στη μάπα με την κρίση των τριάντα να με κοιτάζει αγέρωχα και προ(σ)κλητικά. Απλώς παραιτήθηκα από αυτή τη μάταιη αναζήτηση ανεργασίας που με οδηγούσε σε διαδικτυακά άρθρα. Και δεν έχω και πολλά να γράψω τώρα περί ανεργίας. 
Ξέρω ότι οι φίλες μου που ακόμα ψάχνουν έχουν βρεθεί να υποφέρουν, να μην πληρώνονται, να πηγαίνουν σε επιθεώρηση εργασίας και διαμαρτυρίας, να παλεύουν για τα τρία ευρώ την ώρα, να κάνουν δωρεάν αιώνια δοκιμαστικά, να περιπλανιούνται ώρες για να αφήνουν βιογραφικά, ώστε στο τέλος να βρισκόμαστε παρέα μπροστά στο τίποτα που υπάρχει εκεί έξω. 
Έχω αρχίσει να προβληματίζομαι κάπως διαφορετικά. Δεν ξέρω αν κάνουμε εμείς όντως κάτι λάθος, αν δεν βάλαμε το σωστό ρούχο, αν δεν φτιάξαμε σωστά το μαλλί ή το νύχι ή το σταυροπόδι μας. Αν δεν βαφτήκαμε όσο έπρεπε, αν δεν μιλήσαμε με αρκετή φωνή στεντόρεια, αν δεν είπαμε τα σωστά ψέματα. Δεν ξέρω, πραγματικά. Δεν ξέρω αν απλώς είμαστε μέσα στη λάσπη και για να βγούμε πρέπει απλώς να την κάνουμε από αυτή τη χώρα εν τάχει. Όπως κάνανε και τόσες άλλες πριν από εμάς. Παίρνουμε πτυχία, το κράτος πληρώνει για εμάς και μετά μας λέει «καλή όρεξη», αφού μας αφήνει να τα κόψουμε και να τα φάμε. Κι έπειτα μας εύχεται «Καλό ταξίδι», καθώς πρέπει να φύγουμε από εδώ για να χωνέψουμε όλα αυτά που συμβαίνουν. 
Η αλήθεια είναι ελαφρώς βαριά. Τα βράδια είναι λίγο δύσκολα κι έχω κάτι πιασίματα στη μέση αλλά βρήκα μασάζ με δέκα ευρώ στην Τσιμισκή και λέω να πάω όταν μαζέψω λεφτά. Από πού; Από εδώ κι από εκεί. Και όχι, δεν λέω κάλαντα. Πουλάω κανέναν πίνακα  πού και πού σε αγαπημένες φίλες και λέω να επιστρώσω τον καναπέ που κοιμάμαι με μία ψάθα για να ικανοποιήσω τα στερεότυπα. Τώρα είναι απλώς βελέντζα, λίγο ξύνουν οι τρίχες, αλλά επιζώ. Το ζήτημα είναι ότι βλέπω τι γίνεται γύρω μου, αλλάζω δέκα χιλιάδες χρώματα και σκέφτομαι πότε φτάνουμε πάτο; Τον έχουμε φτάσει ήδη; Αυτός είναι; 
Είναι απίστευτα αυτά που συμβαίνουν. Τα εορταστικά κόλπα των προσφορών που καλούσαν τους καταναλωτές να ποδοπατηθούν στο όνομα ενός βραστήρα που τον έπαιρνες μόνο πέντε ευρώ από εικοσιπέντε, έπιασαν τρομερά. Εκεί κάπου φρικάρω. Αναρωτιέμαι αν εγώ ζω σε άλλο κόσμο. Μήπως λέω να μη τα βλέπω τόσο απαισιόδοξα! Αλλά να ήταν μόνο αυτό. Τις μέρες των εορτών γενικότερα, δεν έβλεπες πεζοδρόμιο. Γινόταν κακός χαμός κόσμου στην αγορά, πόδια, καμπαρντίνες και σκουφιά παντού και δεν μπορούσες να περπατήσεις τους κεντρικούς δρόμους χωρίς μία κρίση πανικού στο τσεπάκι να τη βλέπεις να έρχεται και να τρέχεις για να βρεις τη σωτηρία. Αυτό που έχω να πω είναι ότι δεν βλέπω την οικονομική κρίση στον κόσμο. Δεν βλέπω οι άνθρωποι να στερούνται. Τουναντίον, βλέπω έναν διάχυτο πανικό και μία μανία για κατανάλωση, για επιφανειακές σχέσεις, για αυτοκαταστροφή. Το υποκείμενο που στερείται και όσο στερείται τόσο καταναλώνει είναι στα πρόθυρα της υπαρξιακής απελπισίας. Τι είμαι; Πόσο αξίζω; Τι αξίζω; Τι είναι οι άλλοι; Πόσο μπορώ να καταναλώσω; Οδηγείται σε μία μανιασμένη ανικανοποίητη επιθυμία κατανάλωσης, όσο το εξαναγκάζουν σε αφόρητες συνθήκες άγχους και πίεσης να παράγει. Τόσο ποθεί και θέλει να κλείσει τα κενά του με υλικά προϊόντα και με ποσότητες. Ποσότητες ρούχων, ποσότητες φαγητών, ποσότητες ανθρώπων. Δεν μπορώ να καταλάβω αυτό που λένε ότι ο κόσμος δεν έχει να φάει κι όμως πλημμυρίζουν οι δρόμοι στις εκπτώσεις για ρούχα, παπούτσια, πράγματα. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς κατεβαίνουν οι βασικοί μισθοί, πώς η ανεργία των νέων στην ηλικία μου έχει φτάσει το 60%, με την Ελλάδα να κατέχει τα πρωτεία στην Ευρώπη από κάπου πρόπερσι, πώς μειώνονται οι συντάξεις, πώς ζούνε οι άνθρωποι σήμερα. Τι γίνεται; Πού οδηγούμαστε; Αυτούς που αυτοκτόνησαν λόγω οικονομικών προβλημάτων και λόγω κρίσης θα τους θυμάται καμία; Υπάρχουν πουθενά τα ονόματα; 
Δεν ψάχνω άλλο για σταθερή δουλειά, πέρα από κάποια σποραδικά μεροκάματα. Δεν ψάχνω να αναγνωριστώ από κανέναν ως εργαζόμενη. Δεν νομίζω ότι θα συμβεί ποτέ αυτό εδώ. Σε αυτή τη χώρα. Είναι ντροπιαστικά πράγματα αυτά που συμβαίνουν, είναι άξια να σε κάνουν να θυμώσεις πολύ. Δεν καταλαβαίνω πώς συμβιβάζεται ο κόσμος σε αυτά, δεν καταλαβαίνω πώς κάποιες νέες στην ηλικία μου με όρεξη, πάθος κι ενέργεια πηγαίνουν και δουλεύουν εθελοντικά με την ελπίδα ότι κάποτε θα τις προσλάβουν για ένα ξεροκόμματο. Αυτό είναι η απάντηση σε αυτό που συμβαίνει; Να δουλεύουμε για αφεντικά με βάουτσερ; Να λυπόμαστε τα μαγαζιά που έχουν εφορίες και τι να κάνουν κι αυτοί οι καημένοι δεν μπορούν να πληρώσουν παραπάνω, τους έχουν πλακώσει τα έξοδα; Να λέμε κι ευχαριστώ στην τελική για τα δυόμισι ευρώ/ώρα ανασφάλιστα σε δουλειές υψηλής ευθύνης που θα έπρεπε να είναι βαρέα κι ανθυγιεινά; Συγγνώμη για τα ωραία λόγια που θα ακολουθήσουν, αλλά ΤΙ ΣΚΑΤΑ. Πνιγόμαστε, SOS, ΒΟΗΘΕΙΑ. Δεν έχω βρει δουλειά. Ανεπρόκοπη. Ευτυχώς που υπάρχουν οι γιορτές για να μου το υπενθυμίζουν.