Μεγάλη αλυσίδα πολυκαταστημάτων λιανικής πώλησης ηλεκτρονικών και άλλων σχετικών και μη ειδών ζητάει ανά τακτά χρονικά διαστήματα υπαλλήλους (ΠΛΕΟΝ, ΔΕΝ ΑΠΟΡΩ ΓΙΑΤΙ). Το φθινόπωρο του 2014 και μετά από έναν θερινό αγώνα αναζήτησης, υπέκυψα και άφησα το βιογραφικό μου. Ωστόσο, κατά βάθος μέσα μας, όλες ξέρουμε τι μας ταιριάζει. Έτσι κι εγώ γνώριζα ότι ποτέ δεν θα γινόμουν το ρομπότ (ΟΧΙ ΤΑ ΩΡΑΙΑ ΤΟΥ BLADE RUNNER) που αυτή η εταιρία ψάχνει. (ΑΛΛΑ ΤΙ ΕΧΩ ΝΑ ΧΑΣΩ; ΔΕΝ ΘΑ ΤΟΥΣ ΠΑΝΤΡΕΥΤΩ ΚΙΟΛΑΣ, ΔΟΥΛΕΙΑ ΨΑΧΝΩ) Με πήραν για συνέντευξη μέσα στην εβδομάδα σε ένα από τα δύο πολυκαταστήματα που έχει στο κέντρο. Πήγα.
Η συνέντευξη γινόταν πίσω από έναν διάδρομο με φριτέζες. Στην ουρά, όρθιοι, ανάμεσα στα ράφια με τα ηλεκτρικά είδη, περίμεναν ήδη τρία αγόρια ντυμένα με αυστηρά ρούχα, πουκάμισο-παντελόνι, ζελέ στα μαλλιά, σενιαρισμένοι και πολύ αγχωμένοι. Είχα πάει ντυμένη με κοντό παντελόνι κάτω από το γόνατο και μία απλή μαύρη μπλούζα (γιατί είχε ΑΚΟΜΑ ΖΕΣΤΗ). Ήμουν η μόνη κοπέλα και η μόνη ντυμένη έτσι. (ΜΕΙΟΝ ΣΤΟ ΜΕΙΟΝ) Με λίγο περιέργεια να με τρώει παραπάνω, ρώτησα τους υποψήφιους με τι ασχολούνται. Οι δύο πληροφορική και ο τρίτος οικονομικά. Κι εγώ; Πού την πας τη φιλοσοφική καημένη; Τέλος πάντων. (ΔΕΝ ΑΓΧΩΘΗΚΑ). Είχα ακούσει όλη τη συνέντευξη τρεις φορές. Ήξερα τι να απαντήσω και τι να πω στο περίπου. (ΗΜΑΣΤΑΝ ΣΤΟΝ ΙΔΙΟ ΔΙΑΔΡΟΜΟ, ΛΙΓΟ ΠΙΟ ΠΕΡΑ) Έφτασε η σειρά μου μετά από καμιά ώρα, με ρώτησε διάφορα πράγματα ο τύπος με τα ψυχρά μάτια, με το γιγάντιο χρυσό ρολόι κάτω από το ριγέ μπλε πουκάμισο (ΕΝΙΩΘΑ ΛΙΓΟ ΛΕΣ ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΨΥΧΙΑΤΡΟΣ Η΄ ΜΑΝΙΟΚΑΤΑΘΛΙΠΤΙΚΟΣ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ) και μετά με ξαπόστειλε μαζί με τους άλλους, λέγοντας το αφόρητο γενικό: «Θα σας ειδοποιήσουμε.» Φαντάστηκα ότι σε αυτό το στάδιο τους παίρνουν σχεδόν όλους και όλες, αν έχουν έστω και δύο-τρία πράγματα να πούνε. (ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΚΑΙ Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΜΟΥ, ΞΑΝΑΛΕΩ, ΑΝ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΓΝΩΣΤΟΙ ΚΑΙ ΓΝΩΣΤΕΣ ΜΟΥ ΛΕΓΑΝΕ ΤΙ ΤΥΧΕΡΗ ΠΟΥ ΗΜΟΥΝ ΠΟΥ ΜΕ ΠΗΡΑΝ ΣΤΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ!)
Την επόμενη μέρα με πήραν τηλέφωνο για να μου ανακοινώσουν ότι πέρασα στη δεύτερη φάση της συνέντευξης που θα γινόταν με άμεσο δοκιμαστικό μου στο κεντρικό κατάστημά τους, που ήταν στην άλλη άκρη της πόλης από εκεί που μένω, με το χάραμα. Μπήκα στο λεωφορείο επτάμισι ώρα το πρωί για να είμαι εκεί στις εννιά, αλλά επειδή έβρεχε και άλλαξα δύο λεωφορεία έφτασα εννιά και δέκα. Χωρίς να έχω προλάβει να φάω το τοστ μου, φτάνω εκεί βρεγμένη σαν το παπί. Και οι άλλοι που ήμασταν μαζί στη συνέντευξη δεν ήταν πουθενά. Ήμουν μόνη με τους έμπειρους υπαλλήλους. Με βάλανε να είμαι στο ταμείο στην αρχή, ώστε να μου μάθουν τα κορίτσια το πρόγραμμα που χρησιμοποιούσαν (ΕΠΙΤΟΠΟΥ, ΓΙΑΤΙ ΕΝΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΑΜΕΙΟΥ ΔΙΔΑΣΚΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΣΕ 3΄, ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΝΟΙΧΤΟ ΤΟ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ) και να εξυπηρετήσω πελάτες/ισσες, κανονικές που ήρθαν εκείνη την ώρα για να αγοράσουν κάτι χωρίς να ξέρουν ότι είναι μέρος ενός δοκιμαστικού πρόσληψης. Έπρεπε να λέω ένα ποίημα (ΓΕΙΑ ΣΑΣ, ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ, ΤΙ ΘΑ ΘΕΛΑΤΕ, ΝΑ ΣΑΣ ΒΑΛΟΥΜΕ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΜΑΣ, ΑΠΟΔΕΙΞΗ Η΄ ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ ΜΠΛΑ ΜΠΛΑ ΜΠΛΑ, ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΣΑΣ).
Τα έπαιξα εντελώς με το ηλεκτρονικό σύστημά τους. Αφού έκανα στο εικοσάλεπτο τρία λάθη, μπέρδευα τα λόγια μου και αργούσα σύμφωνα με το χρονόμετρο, επιβεβαίωσαν ότι ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΡΟΜΠΟΤ και με κατέβασαν κάτω. Στο υπόγειο. Για να δοκιμαστώ σαν πωλήτρια, γιατί σαν ταμίας-τηλεπαρουσιάστρια πτώχευσα. Στο υπόγειο με βάλανε να μάθω πολύ γρήγορα όλους τους τομείς έναν-έναν. Μετά μού είπαν ότι θα έρθει ένας υπάλληλος να με τεστάρει. Μαθαίνω κάτι εκτυπωτές και καταστροφείς χαρτιού. Έρχεται ο υπεύθυνος με ρωτάει πέντε πράγματα, του τα απαντάω όλα από έξω και μετά μου λέει να πάω στην άλλη πλευρά για να μάθω και τις καρέκλες και τα είδη γραφείου. Πάω στις καρέκλες και στα λοιπά, τα μαθαίνω σε πέντε λεπτά. Λέω στον υπεύθυνο να έρθει, μιλάει στο μπλουτουθ του, έρχεται. Μού λέει τα έμαθες πολύ γρήγορα. Με ρωτάει διάφορα, τον εξυπηρετώ σαν να είναι πελάτης και μιλάμε κανένα εικοσάλεπτο για το τι γραφείο θέλει να πάρει και τι του προτείνω εγώ, σύμφωνα με τις τιμές και την ποιότητα. Τελειώνει η κουβέντα επιτέλους κάποια στιγμή και τον ρωτάω «Πώς τα πήγα;», δεν μου απαντάει. Με κοιτάει λες και είμαι εξωγήινη και μετά από λίγο πάει πιο εκεί και μιλάει στο μπλουτούθ του.
«Μάκη έλα κάτω, γρήγορα, έλα να δεις.» Κατεβαίνει ο Μάκης, ένας αγχωμένος τετράγωνος τύπος. Μιλάνε λίγο μυστικά στη γωνία. Και μετά έρχεται ο Μάκης και μαζί του ο φίλος του ο υπεύθυνος που γελάει. «Κοπελιά, από εδώ ο Μάκης. Κάνε του ότι πουλάς καρέκλες και σε αυτόν.» Του λέω «Ξανά; Το ίδιο πράγμα;» (ΓΙΑΤΙ;) Μου λέει ναι. Λέω ναι (ΔΕΝ ΓΑΜΙΕΤΑΙ, ΕΔΩ ΠΟΥ ΕΦΤΑΣΑ ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ, ΓΙΑΤΙ ΗΜΟΥΝ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ). Το κάνω. Ο Μάκης με ρωτάει διάφορα πράγματα με μισο-σοβαρό μισο-γελάω μέσα του ύφος. Τον κοιτάω σοβαρά, όσο πιο σοβαρά μπορώ και σκέφτομαι μέσα μου σκοτεινά πράγματα για να τον τρομάξω. Αλλά αυτός γελάει ακόμα, μέσα του. (ΕΝΤΑΞΕΙ, ΛΕΩ, ΗΡΕΜΗΣΕ στην εαυτή μου. ΠΟΥ ΘΑ ΠΑΕΙ;) Θα τελειώσει κάποτε. Ο Μάκης πάει στον υπεύθυνο και συζητάνε κάτι, γελάνε και φωνάζουνε τη συναδέρφισσά τους από τα χαρτικά. Έρχεται κι αυτή, της λένε κάτι, λέει ο ένας «Είναι απίστευτη, δοκίμασε. Δες.» Έρχεται η συναδέρφισσα, με ρωτάει τα ίδια, δεν καταλαβαίνει τίποτα, δεν γελάει καν. Φεύγει και χάνονται όλοι στις δουλειές τους. Περιμένω μόνη μου κάτω ανάμεσα στις καρέκλες και στα γραφεία, έχοντας μάθει όλες τους τις λεπτομέρειες και τις τιμές απ’ έξω. Έρχεται ο πρώτος υπεύθυνος και μου λέει, μετά από αρκετή ώρα, «Εντάξει, μπορείς να φύγεις. Πήγαινε να πάρεις τα πράγματά σου από το ταμείο. Θα σε ειδοποιήσουμε. Ευχαριστούμε.» (ΠΟΤΕ; ΘΑ ΜΕ ΠΑΡΕΤΕ Η΄ ΟΧΙ; ΣΑΣ ΠΟΥΛΗΣΑ ΤΙΣ ΚΑΡΕΚΛΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΣΑΣ ΠΕΝΤΕ ΦΟΡΕΣ)
Φεύγω και απλώς στο ταμείο μού λένε οι εργαζόμενες ότι το πιο πιθανό είναι να με πάρουνε, απλώς η τρίτη φάση της συνέντευξης είναι στην Αθήνα και θα χρειαστεί να πάω εκεί για κάποιες μέρες για τη βασική μου εκπαίδευση. Λέω, ευχαριστώ και τις καλοτυχίζω. Βλέπω τα γυαλιστερά αθλητικά τους, τα τρέντι παντελόνια τους, τα βαμμένα στυλιζαρισμένα νύχια, τα γυαλιστερά σκουλαρίκια τους και τα πολύχρωμα μαλλιά τους και αναρωτιέμαι τι κάνω εκεί μέσα. Βγαίνω από το κατάστημα και περιμένω το λεωφορείο στη βροχή.
Δεν με πήραν ποτέ τηλέφωνο, εκείνη την περίοδο το τηλέφωνό μου ανοιγόκλεινε επειδή ήταν υπό διάλυση από τα πολλά πεσίματα. Μπορεί να με πήραν και να το έχασα, μπορεί να γελούσαν ακόμα μαζί μου (ΑΚΟΜΑ ΔΕΝ ΕΧΩ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ ΓΙΑΤΙ, ΑΛΗΘΕΙΑ), μπορεί να με θυμούνται όταν πάω να τους αγοράσω κορνίζες ή καμβάδες (γιατί μεταφέρθηκαν και στο γειτονικό μου κατάστημα), αλλά ήταν από τις χειρότερες εργασιακές συνεντεύξεις. Ακόμα και σήμερα ευχαριστώ την τύχη μου μέσα που δεν έλαβα ποτέ καμία κλήση για τρίτη συνέντευξη, γιατί τζάμπα θα κατέβαινα Αθήνα. Αν είχα κι εγώ μπλουτούθ μπορεί να γελούσα βλέποντας με (ή να έκλαιγα, ΕΞΑΡΤΑΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΤΙΚΗ ΓΩΝΙΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ). Το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο, για ακόμα μια φορά. Δεν βρήκα δουλειά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου