Κάθομαι και τρώω ένα μεσημέρι αμέριμνη και με παίρνουν τηλέφωνο από τα γραφεία της Αθήνας. Μία προϊσταμένη κάτι, ξεχώρισε το βιογραφικό μου ανάμεσα σε πολλά άλλα για τη θέση πωλήτριας στο τμήμα του βιβλίου εδώ, καθώς όπως υποστήριξε είμαι πολύ κατάλληλη και δείχνω να έχω τις προοπτικές. Χαίρομαι κι εγώ μόλις ακούω τμήμα βιβλίου και παίρνω τα πάνω μου. Μού λέει σε ποιο κατάστημα είναι και ανασκουμπώνομαι. Απέλυσαν πολύ πρόσφατα από αυτό άπειρους εργαζομένους. Τι γίνεται; Μου λέει θα με πάρουν τηλέφωνο οι συνάδερφοί της από εδώ στους οποίους θα παραπέμψει το βιογραφικό μου.
Περνάει μία εβδομάδα και με παίρνουν τηλέφωνο. Πάω για συνέντευξη με τον υποδιευθυντή. Περιμένω στην ουρά σε έναν πολύ ωραίο (ΑΛΛΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ, ΧΑΛΙΑ), χώρο για να διαβάζεις. Βγαίνει ένας ψηλός, αδύνατος τύπος γύρω στα πενήντα και με καλεί μέσα. Φαίνεται ευγενικός και πολύ νεοφιλελεύθερος. Μιλάμε και σύντομα καταλαβαίνω ότι οι γνώσεις του είναι βασισμένες στα βιβλία της βιτρίνας του μαγαζιού ή ανάποδα. Τα βιβλία βιτρίνας είναι ό,τι έχει προλάβει να διαβάσει κι αυτός ο δύσμοιρος, για αυτό και μπήκαν βιτρίνα (ΟΛΟΙ ΕΚΕΙ ΜΕΣΑ ΦΑΙΝΟΝΤΑΙ ΝΑ ΚΡΑΤΙΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΠΑΝΕ ΤΟΥΑΛΕΤΑ ΓΙΑ ΠΟΛΛΗ ΩΡΑ, ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΟ ΠΕΡΙΓΡΑΨΩ ΑΛΛΙΩΣ). Με ρωτάει για το τι έχω διαβάσει εγώ. Κάποιες εκδόσεις. Κάποια είδη. Τα ξέρω όλα. Εκτός από το ιστορικό μυθιστόρημα που έχω διαβάσει μόνο τα δυστοπικά του Αλεξάνδρου και του Φραγκιά και εκεί πάλι το σώζω με το Έγκλημα στην Αρχαία Αγορά και τη Διδώ Σωτηρίου κι αυτός χαίρεται. Του απαντάω σε όσα πρέπει, αναλυτικά ή και όχι και μιλάμε για σαρανταπέντε λεπτά. Δεν θα πω ψέματα, αυτή η κουβέντα είχε και κάποιο ενδιαφέρον. Δεν ήταν ακριβώς μόνο συνέντευξη, ήταν συζήτηση και για τα βιβλία, γενικότερα, που καλώς ή κακώς το έχω πολύ και καίγομαι να μιλάω. Ο τύπος ήξερε πέντε πράγματα (ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΠΟΛΛΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝ ΔΕΙΣ ΤΟΥΣ ΥΠΟΛΟΙΠΟΥΣ ΣΕ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ) και από ό,τι έψαξα εργάζεται χρόνια στον χώρο ως μάνατζερ. Είχε κάποιο ελάχιστο ενδιαφέρον και πήγε σχετικά καλά για το κόνσεπτ (ΟΙ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΔΕΣ ΕΛΛΗΝΟΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΕΣ ΤΟ ΠΑΙΖΟΥΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΕΝΟΙ).
Το βιογραφικό που είχε μπροστά του παίζει να το είχα στείλει από το 2015. Δεν ήταν καθόλου ανανεωμένο, δεν έλεγε καν την προϋπηρεσία μου στα άλλα μεγαλοβιβλιοπωλεία της πλάκας και δεν έλεγε καν για το μεταπτυχιακό μου. Κάτι πήγαινε στραβά από την αρχή, για να μου λένε ότι ταιριάζω τόσο πολύ στην εταιρία και ότι είμαι αυτό που ψάχνουνε με τόσα λίγα προσόντα για την αγορά εργασίας (ΣΙΓΟΥΡΑ, ΘΑ ΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΑΡΚΕΤΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ, ΚΑΘΕ ΩΡΑ ΚΑΙ ΣΤΙΓΜΗ, ΤΟΥΣ ΕΧΩ ΞΑΝΑΣΤΕΙΛΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΑΝΕΩΜΕΝΟ, ΑΛΛΑ ΠΑΡΟΤΙ 2017, ΕΙΧΑΝΕ ΜΠΡΟΣΤΑ ΤΟΥΣ ΑΥΤΟ ΤΟΥ 2015). Ο υποδιευθυντής μου είπε ότι έχω σοβαρές πιθανότητες για τη δουλειά, αλλά θα περάσουν κι άλλες υποψήφιες και υποψήφιοι για συνέντευξη. Κι αφού τελειώσει η σειρά των συνεντεύξεων θα με ενημερώσουν. Μου δίνει μία συμβουλή, πριν φύγω για το βιογραφικό του 2015 –να μην είναι τόσο μεγάλο, γιατί κανείς δεν το διαβάζει, άσχετα που αυτός το διάβασε αναλυτικά και μου έπιασε και κουβεντούλα.
Με ρωτάει αν έχω καμιά ερώτηση. Του λέω ναι και καταλήγουμε να μου εξηγεί και τα ωράρια (ΤΟ ΒΑΣΙΚΟΤΕΡΟ). Οχτώ ώρες, έξι μέρες την εβδομάδα, κυλιόμενο και σπαστό, ανάλογα με τις ανάγκες του μαγαζιού. Δύο Κυριακές τον μήνα το κατάστημα ανοίγει (ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ). Θα παρακολουθήσω σεμινάρια προσαρμογής και εκμάθησης ηλεκτρονικού υλικού, ανάμεικτα με τις ώρες εργασίας από δύο εταιρίες που συνεργάζονται με τα πορτοκαλί παλιοκαταστήματα. Θα φοράω μπλουζάκι και θα είμαι στο τμήμα λογοτεχνίας (ΕΓΩ ΤΟ ΔΙΑΛΕΞΑ, ΜΕ ΡΩΤΗΣΕ ΣΕ ΠΟΙΟ ΤΜΗΜΑ ΘΕΛΩ ΝΑ ΕΙΜΑΙ!). Οι εργαζόμενοι ανά βάρδια είναι δώδεκα.
Εντάξει, ουφ τι καλύτερο έχω να κάνω. Αρχίζω να ψιλοχαίρομαι, αλλά κρατάω και μικρό καλάθι (ΟΧΙ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ). Αυτή ήταν η πρώτη φάση της συνέντευξης. Και πήγε καλά. Ο τύπος ήταν πολύ αισιόδοξος και φαινόταν ότι θα με ξανακαλέσουν.
Εγώ πάλι σκεφτόμουν τα τετρακόσια κάτι ευρώ που είναι ο βασικός για κάτω των εικοσιπέντε και τις διακόσιες οχτώ (ΠΛΑΣ ΥΠΕΡΩΡΙΟΥΛΕΣ, ΠΛΑΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΜΕ ΤΑ ΛΕΩΦΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΣΠΑΣΤΑ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑΤΑΚΙΑ) ώρες τον μήνα που θα σπαταλάω από τη ζωή μου μέσα σε έναν χώρο που το βασικό του χρώμα είναι πορτοκαλί, όπου οι υπάλληλοι είναι σε στρεσαρισμένη εγρήγορση και στα πρόθυρα υπερκόπωσης (ΕΝΩ ΤΟ ΜΑΓΑΖΙ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΕΙΚΟΝΑ ΚΟΥΛΛΝΕΣ) και τα βιβλία είναι νεκρά εμπορεύματα που σε κοιτάνε από τα ράφια, με τα ακριβά τους καρτελάκια και τις φανφαρώδεις εκδόσεις τους, λυπημένα. Αλλά αν με έπαιρναν, θα πήγαινα. Στη φάση που είμαι, δεν είχα τα περιθώρια να πω όχι. Οπότε με το εσείς και με το εσάς, μπήκα σε μία τέτοια λούπα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου