Όταν κάνεις μπλογκς ανεργίας,
ο κάθε γραμματέας-σόσιαλ μάνατζερ εκεί έξω γελάει καλύτερα, γιατί γελάει
τελευταίος. Σαδιστικός Μάρτιος 2017. Με πήραν τηλέφωνο από άγνωστο αριθμό δύο
φορές. Τη δεύτερη το σηκώνω μισοκοιμισμένη και μου λένε: «Γεια σας, για τη
δουλειά παίρνουμε. Είστε η κ. Τάδε;» Λέω ναι. Αλλά ποια δουλειά ακριβώς; Γιατί
έχω αφήσει βιογραφικά σε πάρα πολλά μαγαζιά και έχω στείλει πληθώρα από μέιλς.
Σκέφτομαι ότι μπορεί κάποια να μου κάνει πλάκα.
«Είμαστε από ένα
κατάστημα καφέ-κρεπερί στο κέντρο. Θα θέλατε να έρθετε για μία συνέντευξη;
Έχουμε το βιογραφικό σας, μας το έχετε στείλει σε μέιλ.»
«Α, ναι! Το έχω στείλει
σε κάτι τέτοιο. (ΜΑΛΛΟΝ, ΠΟΥ ΝΑ ΘΥΜΑΜΑΙ ΤΩΡΑ. ΔΕΝ ΠΕΙΡΑΖΕΙ, ΘΑ ΤΡΩΩ ΚΡΕΠΕΣ) Θα ήθελα (το όνειρό μου). Ευχαριστώ. Πότε
είναι η συνέντευξη;»
«Μπορείτε να έρθετε αύριο
στα γραφεία μας; Είναι μία πόρτα στον τάδε όροφο που λέει BECOOL από
έξω. Στις δυόμισι σας βολεύει;»
«Α, ναι! Σας ευχαριστώ
πολύ. Γεια σας!»
Από την πόρτα BECOOL και
μόνο, καταλαβαίνω πως είναι πολύ χλωμά τα πράγματα. Αλλά από την άλλη δεν έχω
και τίποτα να χάσω. Λέω ευχαριστώ, θα έρθω στις δυόμισι και πάω να το κλείσω. Η
χαζή. Η εντελώς uncool.
«Ναι, συγγνώμη, αλλά να
σας πω και πού είναι τα γραφεία μας;» Ρωτάει η κυρία λίγο αγχωμένη, λίγο
απορημένη.
«Ναι, φυσικά. Και δεν
μου λέτε; Πώς θα έρθω αλλιώς;» (Ήταν τεσσεράμισι, μισοκοιμόμουν.)
Καλά, ήταν τόσο μεγάλη
η επιθυμία μου να δουλέψω σε κρεπερί που θα μύριζα και τα λογιστικά
συγχωροχάρτια για να φτάσω στα γραφεία τους. Το κτίριο που στεγάζονται οι
υπεύθυνοι και οι προϊστάμενοι της αλυσίδας κρεπερί-πρωινού καφέ (ΚΟΙΤΑ ΝΑ ΔΕΙΣ
ΤΙ ΚΡΥΒΕΤΑΙ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΜΙΑ ΚΡΕΠΑ) είναι σε ένα περιθωριακό εντελώς μέρος γεμάτο
παρακμιακά στοιχεία. Ωστόσο, ως κτίριο είναι εξαιρετικά επιβλητικό και
ξεχωρίζει. Κυριλέ ουρανοξύστης με φιμέ τζάμια, τελείως εκτός θέματος με τη
γειτονιά του.
Κατεβαίνω κέντρο νωρίς
και μου αλλάζουν δέκα λεπτά πριν τις δυόμισι το ραντεβού (ΤΟ ΤΟΝΙΖΩ ΟΤΙ ΜΕ ΠΑΙΡΝΟΥΝ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΟΥ
ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΤΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ-ΠΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, ΘΑ ΔΕΙΤΕ) και μού λέει η κυρία να πάω τρεις
και μισή. Μικρό το κακό (ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΚΑΝΩ ΚΡΕΠΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΚΑΝΩ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΤΟ
ΗΞΕΡΑ ΤΟΤΕ).
Φτάνω δεκαπέντε λεπτά νωρίτερα,
ανεβαίνω με το ασανσέρ. Η εταιρία είναι λίγο συγχυσμένη, προφανώς. Η ταμπέλα
που έχει στο κουδούνι και στον όροφο αναγράφει κλιματιστικά, συστήματα
θέρμανσης και AIRCONDITION
IN
GREECE,
αλλά έχει και κρεπερί (ΕΝΤΑΞΕΙ, ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΖΟΥΜΕ). Μπαίνω στο γραφείο.
Χαιρετάω μία συνεσταλμένη συμπαθητική κυρία –τη γραμματέα και με στέλνει
ακριβώς δίπλα (χωρίς πόρτα), στον αφεντικό της.
Λέω γεια σας,
καλησπέρα, τι κάνετε. Ο τύπος σηκώνεται από την καρέκλα του -συμπαθητική
φυσιογνωμία- και είναι τρομερά ευγενικός σε σημείο που με ταράζει. Μού δείχνει
την καρέκλα να κάτσω και από την αρχή μέχρι το τέλος της συνέντευξης (ΑΣ ΤΟ
ΚΑΝΟΥΝ ΟΙ ΠΛΑΚΑΤΖΗΔΕΣ ΘΕΟΙ/ΕΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑ), με ρωτάει τακτικά,
καθ’όλη τη διάρκεια της διαμονής μου στο γραφείο του, αν θέλω να πιω κάτι. Καφέ
ή χυμό ή ένα νερό. Ή να καπνίσω αν θέλω. Λέω σε όλα φυσικά, όχι-ευχαριστώ,
γιατί δεν σκοπεύω να τον βοηθήσω να κάνει οικείο το κλίμα. Θέλω να ξέρουν όταν
επισκέπτομαι τα γραφεία τους ότι απλώς θέλω δουλειά, δεν είμαστε φίλοι, ούτε
πρόκειται να γίνουμε.
Τον κοιτάω, με κοιτάει.
Έχει το βιογραφικό μου μπροστά, αυτό που σκέφτομαι τόσο καιρό να κάψω. Το περιεργάζεται.
Μία αυτό, μία εμένα. Βγάζει ήχους δυσαρέσκειας και απογοήτευσης. Το βλέμμα του
είναι τέρμα λυπημένο και στενοχωρημένο. Σκέφτομαι διάφορα από μέσα μου. (ΜΠΟΡΕΙ
ΝΑ ΠΕΘΑΝΕ ΚΑΠΟΙΟΣ ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΝΑ ΑΝΕΒΑΛΕ ΤΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΜΑΣ ΜΙΑ ΩΡΑ ΜΕΤΑ, ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ
ΕΧΩ ΠΑΛΙ ΚΑΤΙ ΣΤΗΝ ΜΠΛΟΥΖΑ ΜΟΥ, ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΗ ΒΓΑΖΩ ΦΑΤΣΑ ΚΡΕΠΟΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΡΙΑΣ, Κ.Τ.Λ.
Κ.Τ.Λ.) Και μού λέει το πιο απίστευτο πράγμα που έχω ακούσει μέχρι στιγμής από
εργοδότη/τρια σε όσες συνεντεύξεις έχω πάει στη μικρή ζωή μου. Το πιο
απίστευτο. Δεν υπάρχει. Δηλαδή, μπορούσε να με πάρει τηλέφωνο πιο πριν και αντί
να αλλάξει το ραντεβού μία ώρα μετά να μου το πει τηλεφωνικώς. Ή να μου πει ότι
βρήκαν άλλο άτομο, δεν πειράζει. Το πιο ανόητο πράγμα που έχω ακούσει.
«Θα ήθελα να σου ζητήσω
συγγνώμη. Δεν ξέρω πώς να στο πω (ΓΕΛΑΕΙ ΝΕΥΡΙΚΑ ΑΥΤΟΣ, ΓΕΛΑΩ ΚΙ ΕΓΩ) Έχει
συμβεί κάτι κακό (ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΖΟΜΑΙ ΝΑ ΜΟΥ ΠΕΙ ΟΤΙ ΕΠΕΣΕ Ο ΝΤΑΟΥΝΤΖΟΟΥΝΣ, ΠΤΩΧΕΥΣΕ
Η ΕΤΑΙΡΙΑ, ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΡΕΠΕΣ Ή ΑΠΛΩΣ ΟΤΙ ΠΕΘΑΝΕ ΚΑΠΟΙΟΣ). Θα ήθελα να είμαι όσο
πιο ειλικρινής μαζί σου. Γενικά, θέλω να είμαι ειλικρινής και είμαι ειλικρινής.
Προσπαθώ να λέω τα πράγματα με το όνομά τους. Με όλη μου την ειλικρίνεια,
δηλαδή (ΤΟ ΕΙΠΕ ΚΑΜΙΑ ΤΕΤΡΑΚΟΣΙΕΣ ΦΟΡΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΕΜΠΕΔΩΣΩ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΟΥ ΔΕΝ
ΤΑ ΠΙΑΝΩ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ-ΕΙΛΙΚΡΙΝΑ!). Έχει συμβεί ένα τρομερό λάθος.»
«Ναι, όχι μην
αγχώνεστε. Σας πιστεύω (ΛΕΜΕ ΤΩΡΑ). Τι λάθος συνέβη; Με εμένα εννοείτε;» Λέω
πραγματικά απορημένη.
«Ναι, με εσένα. Με το
βιογραφικό σου, δηλαδή. Κατεβάσαμε διάφορα βιογραφικά για τη θέση στην κρεπερί.
Αλλά το δικό σου κατέβηκε κατά λάθος (ΝΑΙ ΚΑΤΑ ΛΑΘΟΣ. ΠΟΣΟ ΔΥΣΚΟΛΟ ΕΙΝΑΙ ΝΑ
ΚΑΝΕΙΣ ΕΝΑ ΣΩΣΤΟ ΝΤΑΟΥΝΛΟΟΥΝΤ; ΠΟΛΥ ΑΠΟ Ο,ΤΙ ΦΑΙΝΕΤΑΙ, ΑΝ ΕΧΕΙΣ ΚΑΛΟΜΑΘΕΙ ΜΕ ΤΙΣ
ΚΡΕΠΕΣ). Το κράτησα μαζί με τα άλλα βιογραφικά και σου κλείσαμε ραντεβού για τις
κρέπες. Κατά λάθος όλα αυτά. Δεν είμαι συχνά τόσο εύθυμος και χαμογελαστός
(ΣΙΓΑ ΤΗΝ ΤΡΕΛΗ ΧΑΡΑ), ούτε συναντιέμαι προσωπικά με όλους. Αλλά έγινε αυτό το
λάθος και ήθελα να σου ζητήσω συγγνώμη. Πραγματικά.»
«Εντάξει. Δεν πειράζει.
Μπορούσατε να με πάρετε τηλέφωνο, για να το ακυρώσουμε. Δεν πειράζει. Αν δεν
σας κάνω για τη θέση, φεύγω.»
«Εσύ ξέρεις να κάνεις
κρέπες;»
«Ναι, όχι
επαγγελματικά, αλλά ξέρω. Επίσης, η αδερφή μου δουλεύει σε καφέ και είμαι
εξοικειωμένη με το περιβάλλον.»
«Ναι, αλλά δεν ξέρεις
από μηχανή και τέτοια;»
«Όχι, αλλά όπως θα
δείτε από το βιογραφικό μου, μαθαίνω γρήγορα. Χρειάζομαι κάποια καθοδήγηση, αλλά
αυτό θα διαρκέσει μία μέρα.»
«Ναι, εμείς θέλουμε,
δυστυχώς κάποιο άτομο που έχει εμπειρία και δεν χρειάζεται καθοδήγηση.»
«Άρα; Τι να κάνω; Να
φύγω;»
Δεν το πίστευα, αλλά
έφτασα σχεδόν να παρακαλάω να με πάρουν για κρέπες και καφέ. Από την άλλη,
ένιωθα παρείσακτη και με έκανε να νιώθω ότι είχα προκαλέσει ένα τεράστιο
πρόβλημα που θα του στοίχιζε δύο-τρεις κρέπες. Έβλεπα την κυρία να απλώνει τα
ρούχα της στην απέναντι πολυκατοικία, πλαστικές καρέκλες στα φτωχικά μπαλκόνια
και ανοιχτές κουρτίνες σε μικρά διαμερίσματα. Ήθελα απλώς να φύγω από την
γιγάντια τερατώδη εταιρική πολυκατοικία (Ας τελειώσουν πια αυτά τα αστεία,
είμαι ΕΙΛΙΚΡΙΝΑ κουρασμένη και δεν έχω το κουράγιο να πηγαίνω σε άλλες
συνεντεύξεις ΓΙΑ ΠΛΑΚΑ).
«Όχι, όχι, δεν θέλω να
φύγεις (ΤΟ ΓΥΡΝΑΕΙ ΚΑΠΟΥ ΕΚΕΙ ΣΕ ΕΝΑ ΕΝΤΟΝΑ
ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟ ΥΦΟΣ ΚΙ ΑΓΧΩΝΟΜΑΙ). Εντάξει, εγώ βλέπω το βιογραφικό σου, είναι
πολύ ιδιαίτερο, και λέω, αυτό δεν κατέβηκε στην τύχη. Κάποιος λόγος θα
υπάρχει.»
«Ναι, μπορεί να είναι
μοιραία σύμπτωση. (ΕΛΕΟΣ)»
«Εγώ, ρώτα και τη
γραμματέα μου αν θες, δεν φέρομαι σε όλους έτσι. Αλλά είδα κάτι αξιόλογο εδώ
που δεν ταιριάζει στη θέση κρέπας που ζητάμε. Πώς να στο πω. Φαίνεται ότι είσαι
ωραίο ατομάκι. Είπα να το κρατήσω, μήπως προκύψει κάτι στο μέλλον για σένα.
Γιατί εγώ φροντίζω τα άτομα που μου φαίνονται αξιόλογα να τα βοηθάω. Θα σου πει και η γραμματέας (ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΤΗΝ
ΠΛΗΡΩΝΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΛΕΕΙ ΚΑΛΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ;) Και κατά λάθος σε καλέσαμε για τη
θέση της κρέπας. Πρώτη φορά συμβαίνει αυτό. Λέω, πώς είναι δυνατόν να συνέβη; (ΕΛΑ
ΝΤΕ. ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΡΩΤΑΣ ΤΗΝ ΚΟΠΛΙΜΕΝΤΑΡ ΣΟΥΠΕΡΒΑϊΖΟΡ;) Μάλλον, μπερδεύτηκαν τα
έγγραφα. Εντάξει, συμβαίνουν αυτά. Αλλά και πάλι, ήρθες εδώ τζάμπα. Ρωτάω τη
Μαρία τι έχουμε σήμερα; Λέει να δείτε αυτή την κοπέλα για την κρεπερί. Και
βλέπω το βιογραφικό και όντως, το είχα βάλει στην άκρη για να το έχω υπόψη μου,
αλλά όχι για αυτή τη θέση. Δεν πειράζει,
συγγνώμη που είσαι εδώ τώρα.»
«Σας επαναλαμβάνω ότι
δεν υπάρχει πρόβλημα. Μπορώ και να φύγω και να κάνουμε πως δεν συνέβη τίποτα.
Μην αγχώνεστε, δηλαδή (ΚΟΙΤΑ ΠΟΥ ΦΤΑΣΑΜΕ, ΝΑ ΤΟΝ ΠΑΡΗΓΟΡΩ ΚΙΟΛΑΣ). Δεν θα είναι
η πρώτη φορά, άλλωστε.»
«Όχι, όχι. Έχω μία ιδέα
έτσι όπως σε βλέπω για το τι θα μπορούσαμε να κάνουμε με την πρίπτωσή σου (ΔΕΝ
ΘΥΜΑΜΑΙ ΠΟΥ ΕΙΧΑ ΑΡΧΙΣΕΙ ΝΑ ΑΝΗΣΥΧΩ) Εγώ κατ’ αρχήν ξεκίνησα από το μηδέν. Για
αυτό καταλαβαίνω τα νέα παιδιά που προσπαθούνε σαν εσένα. Άλλωστε, κι εγώ έτσι
ήμουν (ΞΕΡΩ, ΕΧΕΙΣ ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΜΕΣΑ ΣΟΥ. ΕΙΣΑΙ Ο ΜΑΧΑΤΜΑ ΓΚΑΝΤΙ ΤΩΝ ΝΕΩΝ
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΩΝ, ΑΛΛΑ ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ, ΜΗ ΜΑΣ ΒΑΖΕΙΣ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ). Θα ήθελα
να σε βάλω σε μία διαφορετική θέση. Χυμό, καφέ είπαμε δεν θες; Να πιεις κάτι;»
Πολύ άγχος για τη
φιλοξενία μου. Έγνεψα απλώς αρνητικά, γιατί είχα χάσει και τα λόγια μου.
Γελούσα και σίγουρα καθρεφτιζόταν ειρωνεία στο γέλιο μου, γιατί δεν μπορώ να
κρύψω με τη φάτσα μου αυτό που σκέφτομαι. Παρά ταύτα, ο τύπος συνέχισε κανονικά
να μου περιγράφει τις καλές του πράξεις για την ανθρωπότητα.
«Τώρα ανοίγουμε ένα
καινούργιο κατάστημα σε κεντρική οδό. Εγώ βασικά είμαι πολιτικός μηχανικός και
έχω την αλυσίδα αυτή με τα πρωινά καφέ-μαγαζιά. Σκοπεύω, λοιπόν, επειδή σε
βλέπω ότι είσαι έμπιστο άτομο και πιστεύω ότι θα τα πας καλά, να σε βάλω ταμείο
ή βοηθό κουζίνας ή σε κάποιο άλλο πόστο σε αυτό το παράρτημα. Θα σερβίρεις και
τα γύρω μαγαζιά της περιοχής που παραγγέλνουν καφέ, αλλά δεν θα είσαι
ντελίβερι. Εμείς δεν θέλουμε ντελιβερούδες, είμαστε κατά αυτών (ΕΝΤΑΞΕΙ, ΕΓΩ ΘΑ
ΣΤΕΛΝΩ ΤΟΥΣ ΚΑΦΕΔΕΣ ΜΕ ΚΑΠΟΙΟ ΝΤΡΟΟΥΝ ΑΣ ΠΟΥΜΕ;) Θα φτιάχνεις κανένα
σαντουιτσάκι κρύο και θα δούμε. Ξέχασα να σου πω ότι τα δικά μας σάντουιτς
είναι από αγνά υλικά και οι κρέπες μας δεν έχουν σόδα.»
«Α, αυτό είναι
πρωτοπορία, γιατί δείχνει ότι ενδιαφέρεστε για το συμφέρον των καταναλωτών.»
(ΕΙΧΑ ΧΑΣΕΙ ΤΑ ΛΟΓΙΚΑ ΜΟΥ, ΔΕΝ ΗΞΕΡΑ ΤΙ ΝΑ ΠΩ, ΕΝΩ ΑΥΤΟΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕ ΚΟΥΛ ΜΕ ΤΟ
ΣΤΡΙΦΤΟ ΤΣΙΓΑΡΟ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΥΛΟΣΥΝΗ ΤΟΥ ΜΕΣΑ ΝΑ ΜΕ ΚΟΙΤΑΕΙ ΠΛΑΓΙΑΣΤΑ ΣΤΗΝ
ΚΑΡΕΚΛΑΡΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΜΙΛΑΕΙ)
«Πιστεύω επειδή είσαι
τέτοιο τυπάκι, με τέτοιο υφάκι και τέτοιο στυλάκι (ΕΔΩ ΝΑ ΠΩ, ΟΤΙ ΑΦΗΣΑ ΤΗΝ
ΤΣΑΝΤΑ ΜΟΥ ΣΤΗ ΔΙΠΛΑΝΗ ΚΑΡΕΚΛΑ, ΓΙΑΤΙ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕ ΝΑ ΤΗ ΦΑΕΙ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ), που θα
ταίριαζε σε αυτή τη γειτονιά και πιστεύω θα πήγαινε πολύ καλά. Θα σου ταίριαζε
κάπως το περιβάλλον. Κάπνισε άμα θες (ΛΕΕΙ ΚΑΙ ΣΤΡΙΒΕΙ ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΣΙΓΑΡΟ Ο
ΜΠΙΚΟΥΛ. ΑΣΕ ΜΑΣ ΡΕ ΦΙΛΕ). Τι λες για αυτό; Θα ήθελες να δουλέψεις σε κάτι
τέτοιο; Αλλά να ξέρεις θα γίνει σε είκοσι μέρες.»
«Δέχομαι, φυσικά. Δεν
με πειράζει να περιμένω είκοσι μέρες. Απολύθηκα πρόσφατα όπως βλέπετε στο
βιογραφικό μου και είμαι σε διαρκή αναζήτηση για δουλειά.»
«Εντάξει. Αλλά και πάλι
συγγνώμη, για αυτό το λάθος που συνέβη. Δηλαδή, τι κάνεις εσύ εδώ τώρα; Με
τέτοιο βιογραφικό.»
«Τι να σας πω, είναι
δύσκολα τα πράγματα, το ξέρετε κι εσείς (ΥΠΕΠΕΣΑ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΣΜΟ ΤΗΣ ΤΥΠΙΚΗΣ ΜΙΝΙ
ΚΟΥΒΕΝΤΟΥΛΑΣ ΤΗΣ ΠΑΡΗΓΟΡΙΑΣ, ΦΑΙΝΟΤΑΝ ειλικρινά ΣΤΕΝΟΧΩΡΗΜΕΝΟΣ). Αλλά δεν
πειράζει και να μην μπορείτε να με απορροφήσετε (ΠΟΛΥ ΚΑΚΗ ΛΕΞΗ, ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΤΑΙ
ΣΥΧΝΑ-ΠΥΚΝΑ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΤΗΣ μη-ΕΡΓΑΣΙΑΣ), δεν πειράζει. Ειλικρινά, δεν υπάρχει
πρόβλημα, δηλαδή. Θα συνεχίσω το ψάξιμο και θα δούμε.»
«Εντάξει, όχι. Επειδή,
σε βλέπω, είσαι καλό παιδί. Σε συμπαθώ. Θα μπεις σε αυτό το κατάστημα. Στο
μεταξύ, αν σε πάρουν κάπου αλλού και είναι καλύτερα, εννοείται πως απλώς
μπορείς να με καλέσεις και να πας. Θα σου γράψω εδώ τον αριθμό μου, τον
προσωπικό, γιατί αυτός πάνω στην κάρτα σε παραπέμπει σε τηλεφωνητές. Να ξέρεις
δεν τον δίνω σε όλους (ΑΜΑΝ ΠΙΑ, ΠΟΣΟ ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΜΑΙ;)»
«Σας ευχαριστώ,
εντάξει, θα σας πάρω.»
Πάνω που πήγε να μου
φανεί λίγο καλός και φιλικός, χτυπάει το κινητό του. Δυσανασχετεί, αλλά το
σηκώνει.
«Τι; Ποιος είναι πάλι;
Έλα ρε Μήτσο, πάλι λεφτά θες; Ναι, θα στα δώσω τα λεφτά». Η γραμματέας από
δίπλα ακούει Μήτσο και τρελαίνεται στο γέλιο. Μιλάει κάποια ώρα με τον Μήτσο.
Εγώ χαζεύω στο παράθυρο. Κλείνει το τηλέφωνο και με κοιτάει.
«Αυτός ξέρεις ποιος
ήταν;» Ρωτάει και τον κοιτάω. Σε μένα απευθύνεται (Ο,ΤΙ ΝΑ ‘ΝΑΙ).
«Όχι, ποιος ήταν;»
«Ο Μήτσος, ένας
υπάλληλός μου.»
«Έχετε προσωπική
σχέση;» (Λέω γελώντας φανερά αμήχανα με την παράξενη τροπή των πραγμάτων.)
«Εγώ να ξέρεις, δεν
μιλάω έτσι σε όλο τον κόσμο. Ευγενικά και χαχαχού. Αλλά ο Μήτσος είναι άλλο
πράγμα. Τον Μήτσο τον έχω υιοθετήσει, όπως θα κάνω και με σένα, δηλαδή. Τον
συμπαθώ πολύ και του αγόρασα το πλυντήριο, του πληρώνω τα υδραυλικά και διάφορα
άλλα. (ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑ ΤΙΠΟΤΑ. ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ
ΜΕ ΥΙΟΘΕΤΗΣΕΙ ΣΙΓΟΥΡΑ ΚΑΙ ΠΛΥΝΤΗΡΙΟ ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΙ, ΑΛΛΑ ΑΣΕ ΜΑΣ ΑΝΘΡΩΠΕ). Θα σε
βάλω κάπου. Μην αγχώνεσαι. Αυτό το λάθος έγινε μάλλον για καλό. Δεν το πιστεύω
ότι έγινε. Αλλά εντάξει. Χίλια συγγνώμη.»
Δεν το πίστευα ότι
βρισκόμουν για συνέντευξη σε μία άσχετη πολυκατοικία, όπου με καλέσανε κατά
λάθος και ο εργοδότης ήταν ένας ακόμα γλίτσας σαν όλους τους άλλους που ήθελε
μάλιστα να με υιοθετήσει στα σαράντα του. Και μού έλεγε συγγνώμη και του έλεγα
δεν πειράζει και τον παρηγορούσα, ΕΠΕΙΔΗ ΑΥΤΟΙ ΜΕ ΠΗΡΑΝΕ ΚΑΤΑ ΛΑΘΟΣ.
«Εντάξει, ευχαριστώ
πολύ (ΕΙΧΑ ΞΕΜΕΙΝΕΙ ΑΠΟ ΛΕΞΕΙΣ). Αλλά μην αγχώνεστε, θα βρω κάτι άλλο, θα με
καλέσουν κι αλλού. Δεν πειράζει, αν δεν με χρειάζεστε (Η ΠΡΩΤΗ Ή Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ
ΦΟΡΑ ΘΑ ΕΙΝΑΙ;)»
«Όχι, μα τι λες; Τέτοιο
ταλαντούχο άτομο.»
«Εντάξει, σας
ευχαριστώ.» Λέω και πάω να του δώσω το χέρι, αλλά μού λέει να φέρει καφέ για
τριακοστή φορά. Και λέω, όχι, ευχαριστώ δεν πίνω. Και πάω να σηκωθώ. Ξαναλέω
καλή συνέχεια κι ευχαριστώ και φεύγω.
Κατεβαίνω τους πέντε
ορόφους. Σκέφτομαι τι έζησα πάλι, τον σουρεαλισμό της κατάστασης. Το πιο γελοίο
είναι ότι ο πολιτικός μηχανικός-αφεντικός με πήρε τηλέφωνο μετά από δύο-τρεις ώρες.
Από τον προσωπικό του αριθμό. Δεν έγινε κάτι πρωτότυπο, μου ξαναζητούσε
συγγνώμη κι εγώ του έλεγα, πάλι, δεν πειράζει (ΒΑΡΕΘΗΚΑ ΝΑ ΤΟΝ ΠΑΡΗΓΟΡΩ). Αυτός
στην κοσμάρα του. Δεν ήταν και τόσο κουλ μάλλον. Γελούσε τσαχπίνικα και μου
ζητούσε συγγνώμη που ζητούσε συγγνώμη και με ρωτούσε αν πρέπει να ζητάει
συγγνώμη κι εγώ του πέταξα ένα: «Εντάξει, ας μην είμαστε τόσο ευγενικιοί και οι
δύο πια. Δεν πειράζει. Καλή συνέχεια.» Και το έκλεισα, αφού μου είπε να τον
πάρω οτιδήποτε κι αν χρειαστώ (ΣΙΓΟΥΡΑ ΑΥΤΟΝ ΘΑ ΠΑΡΩ).
Το αποτέλεσμα; Δεν θα
τρώω δωρεάν κρέπες και χωρίς σόδα μάλιστα, υγιεινές-ποια-στη-χάρη-μου. Και είχα
χαρεί λιγουλάκι γιατί λατρεύω τόσο πολύ να κάνω κρέπες, που στα δεκαπέντε μου
είχα δικιά μου κρεπομηχανή επαγγελματική (ΑΠΟ ΤΑ ΛΙΝΤΛ ΤΡΙΑΝΤΑ ΕΥΡΩ, ΒΕΒΑΙΑ,
ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΒΑΡΙΕΣΑΙ). Περιττό να πω, ότι δεν βρήκα δουλειά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου