Η καλύτερη συνέντευξη που έχω πάει μακράν κι ας ήμουν αρνητικά προϊδεασμένη. Ήταν αυτή. Πήγα ντυμένη απλά και καθημερινά, σαν κανονική μέτρια νέα κοπέλα (ευχάριστη και χαρούμενη, όπως κοινωνικά αναμένεται). Ένα τζιν και μία απλή μπλούζα. Μπήκα στο μαγαζί στην Αγίας Σοφίας και είδα το περιβάλλον. Οι πωλήτριες ήταν πολύ βαμμένες και υπερβολικά ψεύτικες από χιλιόμετρα, αλλά δεν πτοήθηκα. Πολλά παιδικά ρούχα, προφανώς διπλωμένα τέλεια σε ράφια και κρεμασμένα ίσια σε κρεμάστρες. Η αφεντικίνα με οδήγησε στο μπλε μαγαζί δίπλα για να καθίσουμε να κάνουμε εκεί την συνέντευξη. Μαζί μας ήρθε και ο άνδρας της. Μου φαινόταν ότι με κοιτούσε κάπως γλοιωδώς και έμοιαζε άπληστος και λίγο περίεργος (ΤΩΡΑ ΣΧΕΤΙΚΟΣ ΑΥΤΟΣ Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ, ΓΙΑΤΙ ΚΙ ΕΓΩ ΠΩΣ ΤΟΥΣ ΦΑΙΝΟΜΟΥΝ, ΔΕΝ ΞΕΡΩ, ΑΛΛΑ ΕΠΙΣΗΣ ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ ΤΟΤΕ ΤΙ ΡΟΛΟ ΒΑΡΟΥΣΕ. ΑΠΛΩΣ ΚΑΘΟΤΑΝ, ΜΕ ΠΙΕΣΕ ΝΑ ΜΕ ΚΕΡΑΣΕΙ ΧΥΜΟ ΓΙΑΤΙ ΝΟΜΙΖΕ ΠΩΣ ΗΜΟΥΝ Ο ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ Ο ΙΗΣΟΥΣ. ΕΠΙΣΗΣ, ΜΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕ ΤΟ ΑΡΩΜΑΤΙΚΟ ΝΕΡΟ ΠΟΥ ΑΓΟΡΑΣΕ ΚΑΝΕΝΑ ΤΡΙΑΡΙ ΕΥΡΩ, ΣΙΓΟΥΡΑ, ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΝΑΚΡΙΒΟ ΦΟΥΡΝΟ-ΑΡΤΟΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟ-ΚΑΦΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ, ΔΙΠΛΑ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΒΡΙΣΚΟΤΑΝ ΤΟ ΥΠΟΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΜΑΓΑΖΙ ΓΙΑ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΗΜΟΥΝ ΥΠΟΨΗΦΙΑ ΠΩΛΗΤΡΙΑ). Τέλος πάντων, παρά ταύτα, χάρηκα που έπινα πανάκριβο χυμό και ένιωθα ωραία που κάνανε μία ευγενική κίνηση να με κεράσουν κάτι που δεν θα δοκίμαζα ποτέ υπό φυσιολογικές συνθήκες. Με ρωτήσανε τα πάντα για μένα, μέχρι και για την οικογένειά μου, με τι ασχολούνταν οι γονείς μου και με τι τα αδέρφια μου –και τα τρία. Ήταν φοβερά ανακριτική συνέντευξη, αυτό που καταλάβαινα ότι έπρεπε να απαντάω χαμογελώντας, παρότι η αφεντικίνα γυρνούσε ξινά το κεφάλι της στο πλάι και γελούσε σκύβοντας όταν έβρισκε κάτι που λέγαμε αστείο. Ήμουν αγχωμένη, γιατί ένιωθα πως μπορώ να την κάνω αυτή τη δουλειά και ίσως με πάρουνε και ίσως ταιριάξω.
Με ρωτήσανε, μόλις μάθανε γιατί θέλω να δουλέψω σε αυτό το μαγαζί, αν έχω κάποια ερώτηση και φυσικά ρώτησα τον μισθό. Μου είπαν ότι πέρα από τις πωλήσεις, την τακτοποίηση ρούχων, την ενημέρωση των πελατών, την εκπαίδευση και την εξοικείωση με το αντικείμενο, θα πρέπει να καθαρίζουμε και τον χώρο, διαφορετικά όταν είμαστε πρωί, διαφορετικά όταν είμαστε βράδυ. Επιπλέον, μου είπαν ότι η εργασία είναι εξάωρη, θεωρείται ημιαπασχόληση και η βάρδια εναλλάσσεται μία εβδομάδα πρωί, μία εβδομάδα βράδυ. Ρώτησα πόσο ακριβώς ήταν ο μισθός και μου είπαν τετρακόσια είκοσι ευρώ. Από ό,τι έμαθα αργότερα από τις πωλήτριες, εάν βγάζαμε παραπάνω χρήματα από το αναμενόμενο ποσό του μηνιαίου τζίρου, θα παίρναμε όλες από ένα πενηντάευρω κουπόνια για σούπερ μάρκετ ή άλλα μαγαζιά δώρο. Το λέγανε και χαίρονταν και μου φαινόταν απίστευτο που χαίρονταν, γιατί τα λεφτά ήταν υπερβολικά λίγα.
Έφυγα από εκεί, μου είπαν ότι ελπίζουν να συνεργαστούμε και θεώρησα ότι ήταν πολύ θετική η έκβαση. Με πήραν τηλέφωνο, όταν ήμουν στη συνέντευξη της διαφημιστικής για τη θέση της τηλεφωνήτριας και μου είπαν ότι με προσέλαβαν. Πήγα εκεί και ξεκίνησα με την απογευματινή βάρδια. Κατ’ αρχήν έμαθα τη δουλειά πάρα πολύ καλά, δίπλωνα και τακτοποιούσα συνέχεια ρούχα και τα στοίβαζα στα ράφια ή στην αποθήκη, εξυπηρετούσα τέλεια τις πελάτισσές μας, είχα μπει στο κλίμα της επιχείρησης και ένιωθα ότι θα τα βγάλω πέρα. Οι παράγοντες που με ώθησαν να εξαχθώ από αυτό ήταν κυρίως άλλοι. Από την πρώτη μέρα έμεινα τριανταπέντε με σαράντα λεπτά, αφού έκλεισε το μαγαζί για να κλείσει η άλλη πωλήτρια το ταμείο. Αυτό έγινε για τις επόμενες μέρες. Τα διαλείμματά μας ήταν ανεπίσημα και διαρκούσαν ένα φευγαλέο πεντάλεπτο. Για να κατουρήσεις και να πιεις νερό έπρεπε να ενημερώσεις. Οι άλλες πωλήτριες ανέθεταν δουλειές που δεν ήθελαν σε μένα κι εγώ τις έκανα, γιατί αν δεν έκανα κάτι όλη την ώρα θα με έπιανε πανικός. Ήταν έξυπνες, άραζαν και πιάνανε το κουβεντολόι και το κουτσομπολιό και αυτά ήταν τα υλικά της δικής τους αλληλεγγύης, τα οποία εγώ δεν είχα και δεν σκόπευα να καλλιεργήσω. Η πωλήτρια που προσλήφθηκε μαζί με εμένα έφυγε τη δεύτερη μέρα, γιατί δεν μπορούσε να βγάλει τον φόρτο της δουλειάς και την έπιασε κρίση άγχους. Είχε αφήσει πίσω της στη μέση της βάρδιας δύο βουνά από ρούχα στους πάγκους που είχαμε για να διπλώνουμε, τα οποία δήλωναν την παραίτησή της πολύ πριν τη δηλώσει η ίδια.
Δεν υπήρχε τίποτα για να χαζέψεις εκεί, στον χώρο. Ήταν τόσο μονότονος και γκρίζος και άψυχος. Κάθε μέρα έπαιζε την ίδια μουσική, ακριβώς τα ίδια κομμάτια ποπ το ένα μετά το άλλο, μετά τη δεύτερη μέρα τα είχα μάθει από έξω (ΤΑ ΒΛΕΠΩ ΣΤΟΥΣ ΕΦΙΑΛΤΕΣ ΜΟΥ, ΟΠΟΥ ΒΛΕΠΩ ΝΑ ΕΞΥΠΗΡΕΤΩ ΚΑΠΟΙΑ ΑΝΟΗΤΗ ΠΕΛΑΤΙΣΣΑ ΚΑΙ ΝΑ ΔΙΝΩ ΛΑΘΟΣ ΠΡΑΓΜΑΤΑ, ΝΟΥΜΕΡΑ Ή ΣΧΕΔΙΑ). Οι πελάτισσες ήταν κυρίες πλούσιες ή απλώς ευκατάστατες που ψάχνανε για δώρα ή για να αλλάξουνε δώρα που τους πήρανε αυτές που ψάχνανε για δώρα, κυρίως γιατί θέλανε αυτές που ψάχνανε να δείξουν ότι το δώρο ήταν κάτι ακριβό, γιατί το μαγαζί είχε το φθηνότερο τέσσερα ευρώ ένα παιδικό ηλίθιο λαστιχάκι ή αντίστοιχη τιμή για ένα ζευγάρι απλές παιδικές κάλτσες (ΜΙΛΑΜΕ ΤΩΡΑ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΤΟ ΜΕΡΟΚΑΜΑΤΟ ΠΟΥ ΕΒΓΑΖΑ ΕΓΩ ΓΙΑ ΝΑ ΑΓΟΡΑΣΟΥΝ ΕΝΑ ΦΟΡΜΑΚΙ ΠΟΥ ΘΑ ΤΟ ΦΟΡΟΥΣΕ ΤΟ ΜΠΕΜΠΑΚΙ ΓΙΑ ΕΝΑ ΜΗΝΑ, ΑΛΛΑ ΗΤΑΝ ΑΠΟ ΕΚΛΕΚΤΑ ΚΑΙ ΑΓΝΑ ΥΛΙΚΑ-ΠΟΥ ΤΟ ΠΑΣ ΑΥΤΟ). Πολλές φορές βάζανε τα παιδιά τους να διαλέξουν ή μας βάζανε (ΕΜΑΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΟΙ ΙΔΙΕΣ, ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΤΕΡΗ), να ανοίγουμε στοίβες για να βλέπουν άπειρα ρούχα και στο τέλος να πάρουνε μόνο ένα ή τίποτα.
Δούλευα τακτικά κι επίμονα και φρόντιζα να κάνω τέλεια όσα μου έλεγαν, για να μη τους δώσω περιθώριο για παρατηρήσεις. Συνέχισαν να με κρατάνε υπερωρίες, που δεν ξεκαθαρίστηκε ποτέ αν θα πληρωθούν ή όχι. Μπαινόβγαινε ο άνδρας της αφεντικίνας για να τσεκάρει. Η αφεντικίνα ήταν τίγκα στο άγχος και δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Μιλούσε συνέχεια για κάτι πολύ σημαντικό όπως μία βάφτιση, όπου έπρεπε να στείλει ρούχα με ταχυδρομείο και φοβόταν μη τσαλακωθεί ή χαλάσει τίποτα.
Την τρίτη μέρα χρειάστηκε επειγόντως να λείψω μία ώρα κατά τη διάρκεια της απογευματινής βάρδιας, οπότε και πήρα άδεια από την αφεντικίνα και μου την έδωσε πολύ άμεσα κι εύκολα και χωρίς να πει τίποτα κακό. Παραξενεύτηκα. Την επόμενη μέρα μου ζήτησε μία πωλήτρια να έρθω νωρίτερα το Σάββατο (ΔΟΥΛΕΥΑΜΕ ΕΞΙ ΣΤΑ ΕΦΤΑ). Δεν πήγα το Σάββατο νωρίτερα, γιατί είχα καθίσει στις υπερωρίες όλη την εβδομάδα και είχα ξενερώσει με την ασυνέπεια του ωραρίου. Οπότε περίμενα αυτό που συνέβη, η αφεντικίνα με φώναξε στον δεύτερο όροφο που είχαμε τα βαφτιστικά και μαλώσαμε. Της εξήγησα με επιχειρήματα ότι δεν γίνεται να με κρατάει όσο θέλει κάθε φορά, εφόσον έχουμε πει ότι θα δουλεύω εξάωρη. Μου είπε ότι συνυπολογίζοντας τα διαλείμματα για φαγητό-νερό-τουαλέτα, καθώς και τις ώρες που δεν έχει κόσμο ή τις ώρες που λέμε τα νέα μας, την ώρα που δουλεύουμε, δεν νοούνται ως υπερωρίες οι έξτρα ώρες. Της είπα ότι δεν βγαίνω για φαγητό, εκτός από τη φορά που με είχε στείλει να πάρω το δικό της. Και έδωσα έμφαση στο γεγονός ότι, εφόσον δουλεύω εκεί, ακόμα και οι ώρες που δεν έχει κόσμο, είναι ώρες δουλειάς, δεν έχω επιλέξει αυτόν τον χώρο για να αράζω ή να κάνω διάλειμμα. Μαλώναμε και μας άκουγαν από κάτω. Αυτή έλεγε ότι δεν είναι σωστό να παίρνω πρωτοβουλίες και ότι αυτή αποφασίζει για το μαγαζί και ότι δεν θέλει να ξαναποφασίσω τίποτα μόνη μου, με ρώτησε πόσα θέλω για τις υπερωρίες (Η ΗΛΙΘΙΑ ΕΓΩ ΜΕ ΤΗΝ ΨΩΡΟΠΕΡΗΦΑΝΙΑ ΜΟΥ ΤΗΣ ΕΙΠΑ ΟΤΙ ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΤΙΠΟΤΑ, ΝΑ ΤΑ ΚΡΑΤΗΣΕΙ ΤΑ ΨΩΡΟΛΕΦΤΑ ΤΗΣ) και μου είπε ότι δεν ήμουν η πωλήτρια που πίστευε, αφού την προηγούμενη μέρα μου είχε κάνει πωλητική εξομολόγηση, λέγοντάς μου ότι είμαι η καλύτερη πωλήτρια έβερ (ΤΗΣ ΕΒΓΑΖΑ ΤΟΝ ΜΗΝΙΑΙΟ ΜΟΥ ΜΙΣΘΟ ΚΑΙ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΣΕ ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΠΩΛΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΝΕΥΡΙΖΟΜΟΥΝ ΤΟΣΟ ΠΟΥ ΣΥΝΕΒΑΛΑ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΗΣ). Μου είπε πάνω στον καβγά μας ότι αφού είμαι τόσο αυστηρή μαζί της στο ωράριο (ΕΛΕΟΣ!), θα είναι κι αυτή τόσο αυστηρή μαζί μου. Μου όρισε διάλειμμα δεκάλεπτο αυστηρά, συνολικά. Και μου είπε ότι θα είμαι εκεί δέκα λεπτά νωρίτερα και θα φεύγω στην ώρα μου (ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΔΕΝ ΣΥΝΕΒΗ ΠΟΤΕ, ΑΠΛΩΣ ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΠΤΟ ΠΑΡΑΠΑΝΩ, ΚΑΘΟΜΟΥΝ ΤΕΤΑΡΤΟ).
Το καλό-κακό ήταν ότι μαγαζί δεν είχε κάμερες. Οι άλλες πωλήτριες πιάνανε το κουβεντολόι μεταξύ τους και λέγανε τη μία μαλακία μετά την άλλη. Ποια παντρεύεται, πώς βάφει η άλλη το μαλλί έτσι διπλό ξανθό, ποια σπίτια διασήμων κάηκαν στην πυρκαγιά, ποια θα βαφτίσει παιδάκι και τι ρουχάκια να κρατήσει, ποια ρούχα από τη νέα κολεξιόν (ΧΑΛΙΑ ΡΟΥΧΑ ΚΑΙ ΟΛΑ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΕΝΑ ΜΕ ΣΕΞΙΣΤΙΚΟ ΤΡΟΠΟ ΑΓΟΡΙ-ΚΟΡΙΤΣΙ, ΡΟΖ-ΜΠΛΕ και πάει λέγοντας) τις κάνουν και πόσα κιλά πρέπει να χάσουν, αν δεν χωράνε στο δεκαεξάρι το παιδικό και ποια φοράει δεκάρι και τι αδύνατη που είναι και πόσα κιλά έχει χάσει η αφεντικίνα που κάνει δίαιτα και τι σπυριά έχουν βγάλει από το άγχος και πόσο όμορφες είναι (ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ, ΒΟΗΘΑ ΜΕ). Οπότε για να μην ακούω αυτές και να μην εστιάζω την προσοχή μου στα τραγούδια που παίζανε από πίσω, έπαιζα θέατρο με τις πελάτισσες και χαμογελούσα ψεύτικα σε στυλ κολγκέιτ, ενώ είχα μάθει να διπλώνω τέλεια ρούχα και να απαντάω έτσι ώστε να μην συνεχίζεται η βαρετή εντελώς κουβέντα-ανάκριση για το ποια είμαι και τι κάνω. Αυτές μπορούσαν να μιλάνε ψου-ψου με τις ώρες για θέματα που δεν με ενδιέφεραν (ΕΓΩ ΕΙΧΑ ΠΑΕΙ ΝΑ ΑΝΑΛΥΣΩ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΕΚΕΙ ΠΕΡΑ, ΟΠΩΣ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΤΕ!). Καθημερινά, ένιωθα πτώμα από την ορθοστασία, καθώς απαγορευόταν ανεπίσημα να καθόμαστε, ένιωθα θύμα γιατί παλιές και νεοπροσληφθείσες πωλήτριες εκμεταλλεύονταν το φιλότιμό μου και με βάζανε να κάνω τις πιο χαμαλοδουλειές (ΑΛΛΑ ΚΙ ΕΜΕΝΑ ΤΑ ΗΘΕΛΕ Ο ΚΩΛΟΣ ΜΟΥ, ΓΙΑΤΙ ΑΝ ΚΑΘΟΜΟΥΝ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΛΙΓΟ ΘΑ ΕΒΓΑΖΑ ΚΙ ΕΓΩ ΣΠΥΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΓΧΟΣ ΤΟΥ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ, ΤΙ ΚΑΝΩ, ΓΙΑΤΙ ΕΙΜΑΙ ΕΔΩ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΥΓΩ). Έπρεπε να φύγω, γιατί το μυαλό μου είχε κουρκουτιάσει, γιατί δεν είχα καμία εκεί μέσα που να μου εμπνέει έστω την τυπική συναδερφική αλληλεγγύη, γιατί όσο και να ήθελα να κάνω πως δεν ακούω ή να σκέφτομαι άλλα πράγματα, τα αυτιά μου έτρεχαν αίμα από αυτά που άκουγαν, γιατί δεν ταίριαζα καθόλου μα καθόλου εκεί μέσα. Είμαι χαζή που ένιωσα ότι μπορώ να προσαρμοστώ και να ταιριάξω. Νιώθω απροσάρμοστη και ηλίθια.
Έμεινα στη δουλειά, άντεξα για τις επόμενες δύο εβδομάδες, παρά τον καυγά μας και το αρνητικό κλίμα, μετά βρήκα μία δικαιολογία για να παραιτηθώ. Γιατί δεν την πάλευα, γενικότερα. Μου ερχόταν να κλάψω από την έλλειψη νοήματος, τη ματαιότητα και τις ρομποτικές μου λειτουργίες και δεν την πάλευα καθόλου μα καθόλου. Την παρακαλούσα να με αφήσει να φύγω, είχε πάθει κρίση άγχους, γιατί έκανε συνεντεύξεις και δεν έβρισκε άλλο άτομο. Αυτή γενικά, όπως και όλες οι άλλες μου είχαν αραδιάσει τις προσωπικές –όχι και τόσο αμάν και τι– ιστορίες τους. Αυτό που συγκράτησα ήταν ότι είχαν όλες πολύ άγχος, δέχονταν πολλή πίεση, ώστε να είναι καθώς πρέπει και όπως απαιτεί η δουλειά και ο ρόλος τους ως γυναίκες μάνες-σύζυγοι-εργαζόμενες-ακόμα και αφεντικίνες, αν και δεν την λυπάμαι καθόλου την τελευταία.
Βρήκα μία δικαιολογία και είπα στην αφεντικίνα, μετά από πολλή και συγκρουσιακή σκέψη ότι σκοπεύω να σταματήσω. Αποφάσισα μετά από πολλές συζητήσεις με φίλους και κοντινούς μου ανθρώπους να παραιτηθώ. Αποδέχθηκα απλώς ότι αυτή η δουλειά δεν κάνει για μένα και δύο-τρία άλλα σημαντικά πράγματα που χρειαζόμουν να αναγνωρίσω στην εαυτή μου. Είπα ψέματα στην αφεντικίνα ότι έχω κάτι να κάνω πολύ σημαντικό, για να με αφήσει. Η ειρωνεία και το κακό ήταν ότι δεν με άφηνε να φύγω. Πανικοβλήθηκε, άλλαξε χίλια χρώματα, με ήθελε εκεί και δεν την πάλευα καθόλου. Γιατί είχα γίνει το καλύτερο πωλήτρια-θύμα, αφού ήμουν τόσο ικανή να τακτοποιώ πέντε χιλιάδες κοκαλάκια ανά είδος, να βάζω αντικλεπτικά κι ας ένιωθα τις άκρες των δαχτύλων μου να καρφώνονται (ήταν και κάπως ωραίο), να κόβω κούτες με κοπίδια, να σκύβω σε χαμηλά ράφια παρά τα προβλήματα που έχω στη μέση, να ανεβοκατεβαίνω τις σιδερένιες σκάλες για την αποθήκη, να ανέχομαι κακομαθημένα παιδιά και γονείς και το χειρότερο γιαγιάδες και άχρηστες αντικειμενοποιητικές συμπεριφορές, να διπλώνω ρούχα συνεχόμενα, να πουλάω πανάκριβα αρρενωπά και ανδρίκεια και μπλε και πράσινα και τέτοια ρούχα για το αγοράκι, πανάκριβα και πολύ ροζ φρουφρού κι αρώματα για το κοριτσάκι. Τελικά, ήρθαν δύο κοπέλες να με αντικαταστήσουν, αλλά ήταν λιγότερο «αποδοτικές» από μένα. Εντούτοις, όλες οι άλλες πωλήτριες ανεξαιρέτως, λέγανε πολύ ευχάριστα το ποίημα και εξυπηρετούσαν με στωικότητα και υπομονή και τα ψεύτικα χαμόγελα και την άνεση και τη χάρη που χρειαζόταν, ενώ εγώ παρότι πουλούσα δεν πουλούσα πάντα με χαμόγελο ή ποίημα. Μερικές φορές οι πελάτες, ενώ τους εξυπηρετούσαμε εγώ και μία άλλη πωλήτρια και η άλλη τους έλεγε παραμύθια και βλακείες, κοιτούσαν εμένα και ρωτούσαν τη γνώμη μου (ΗΛΙΘΙΟΙ ΚΙ ΑΥΤΟΙ, ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΕ ΜΟΝΕΣ ΣΑΣ, ΑΝ ΔΕΝ ΣΑΣ ΚΑΝΕΙ, ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΜΑΝΙΑΣΕΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΝΑ ΛΕΕΙ ΜΠΟΥΡΔΕΣ, ΛΥΠΗΘΕΙΤΕ ΜΑΣ).
Ένιωθα το θύμα του αιώνα και η άλλη νόμιζε ότι με τις κολακείες θα με πείσει να μείνω. Άσκησα πιέσεις, λέγοντας -όχι και τόσο μακρινά από την αλήθεια- ψέματα (ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΜΟΥ) και μάζεψα τα μπογαλάκια μου για να φύγω. Ήταν σαν να είχα μπει στην παγίδα του καπιταλιστικού δείγματος. Είχα γίνει ένα ποταπό σιχαμερό γρανάζι, γιατί αν δεν δούλευα, θα σκάλωνε η μηχανή και θα έπεφτε πάνω μου να με ισοπεδώσει (ΚΑΛΑ, ΙΣΩΣ ΚΑΙ ΝΑ ΥΠΕΡΒΑΛΩ ΛΙΓΟ, ΑΛΛΑ Ο ΤΣΑΡΛΙΝ ΤΣΑΠΛΙΝ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΓΕΛΟΥΣΕ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ, ΕΝΩ ΕΓΩ ΤΡΩΓΟΜΟΥΝ ΚΙ ΕΚΛΑΙΓΑ ΜΕΣΑ-ΕΞΩ, ΚΑΘΕ ΜΕΡΩ). Η αφεντικίνα φρίκαρε κι έχασε τις νύχτες της που ήθελα να φύγω. Προσπάθησα να μη τη λυπηθώ, αλλά τη λυπήθηκα, όταν με χαιρέτησε λίγο πριν πάει Χαλκιδική για τριήμερο και τα μάτια της είχαν μεταμορφωθεί και φαίνονταν σαν δύο κόκκινοι τεράστιοι κύκλοι και έβλεπες στο βάθος αυτό που κάποτε ήταν μάτια. Δεν μετάνιωσα όμως που έφυγα καθόλου, απλώς όπως είπα συνειδητοποίησα ακριβώς τι μπορώ να κάνω και τι σίγουρα όχι. Χαιρέτησα τις πωλήτριες που και καλά στενοχωρήθηκαν που έφυγα και τις ευχήθηκα και το εννοούσα καλή συνέχεια, παρότι ήξερα ότι μουρμούριζαν πίσω από την πλάτη μου, γιατί δεν βαφόμουν, γιατί το μαλλί μου δεν ήταν με ισιωτική, γιατί ερχόμουν με παντελόνια που η αφεντικίνα με έβαζε να τα αλλάξω με το τζιν που κουβαλούσα μαζί, γιατί έκανα διάλειμμα για φαγητό πέντε λεπτά, ενώ δεν επιτρεπόταν και γιατί δεν μιλούσα και έτρεχα σαν το γαϊδούρι πάνω-κάτω, για να μην έχω χρόνο να σκεφτώ τι κάνω και πού βρίσκομαι.
Έφυγα και ηρέμησα λίγο. Ο κάλος μου είναι τεράστιος και τα επιθέματα δεν κάνουν δουλειά, ακόμα πονάει όλο μου το σώμα. Τα δάχτυλά μου είναι γρατζουνισμένα γιατί κόπηκα με το κοπίδι. Με κορόιδευαν οι άλλες, γιατί τρόμαξα μην πάθω τέτανο (ΕΝΙΩΘΑ ΛΕΣ ΚΑΙ ΗΜΟΥΝ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟ ΣΤΡΑΤΟ ΓΥΝΑΙΚΩΝ). Αλλά ηρέμησα πολύ. Προς το παρόν. Γιατί τώρα, πρέπει να σκεφτώ πώς θα εξασφαλίσω τον βιοπορισμό μου, χωρίς να χρειαστεί να κλαίγομαι για τα όχι και τόσο, μα κάπως ομολογουμένως δεινά που δεν ξέρω πώς καταφέρνω να καταλήγω να περνάω.