Κυριακή 5 Αυγούστου 2018

Συνέντευξη, πρόσληψη και παραίτηση για πωλήτρια παιδικών ενδυμάτων

Η καλύτερη συνέντευξη που έχω πάει μακράν κι ας ήμουν αρνητικά προϊδεασμένη. Ήταν αυτή. Πήγα ντυμένη απλά και καθημερινά, σαν κανονική μέτρια νέα κοπέλα (ευχάριστη και χαρούμενη, όπως κοινωνικά αναμένεται). Ένα τζιν και μία απλή μπλούζα. Μπήκα στο μαγαζί στην Αγίας Σοφίας και είδα το περιβάλλον. Οι πωλήτριες ήταν πολύ βαμμένες και υπερβολικά ψεύτικες από χιλιόμετρα, αλλά δεν πτοήθηκα. Πολλά παιδικά ρούχα, προφανώς διπλωμένα τέλεια σε ράφια και κρεμασμένα ίσια σε κρεμάστρες. Η αφεντικίνα με οδήγησε στο μπλε μαγαζί δίπλα για να καθίσουμε να κάνουμε εκεί την συνέντευξη. Μαζί μας ήρθε και ο άνδρας της. Μου φαινόταν ότι με κοιτούσε κάπως γλοιωδώς και έμοιαζε άπληστος και λίγο περίεργος (ΤΩΡΑ ΣΧΕΤΙΚΟΣ ΑΥΤΟΣ Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ, ΓΙΑΤΙ ΚΙ ΕΓΩ ΠΩΣ ΤΟΥΣ ΦΑΙΝΟΜΟΥΝ, ΔΕΝ ΞΕΡΩ, ΑΛΛΑ ΕΠΙΣΗΣ ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ ΤΟΤΕ ΤΙ ΡΟΛΟ ΒΑΡΟΥΣΕ. ΑΠΛΩΣ ΚΑΘΟΤΑΝ, ΜΕ ΠΙΕΣΕ ΝΑ ΜΕ ΚΕΡΑΣΕΙ ΧΥΜΟ ΓΙΑΤΙ ΝΟΜΙΖΕ ΠΩΣ ΗΜΟΥΝ Ο ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ Ο ΙΗΣΟΥΣ. ΕΠΙΣΗΣ, ΜΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕ ΤΟ ΑΡΩΜΑΤΙΚΟ ΝΕΡΟ ΠΟΥ ΑΓΟΡΑΣΕ ΚΑΝΕΝΑ ΤΡΙΑΡΙ ΕΥΡΩ, ΣΙΓΟΥΡΑ, ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΝΑΚΡΙΒΟ ΦΟΥΡΝΟ-ΑΡΤΟΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟ-ΚΑΦΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ, ΔΙΠΛΑ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΒΡΙΣΚΟΤΑΝ ΤΟ ΥΠΟΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΜΑΓΑΖΙ ΓΙΑ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΗΜΟΥΝ ΥΠΟΨΗΦΙΑ ΠΩΛΗΤΡΙΑ). Τέλος πάντων, παρά ταύτα, χάρηκα που έπινα πανάκριβο χυμό και ένιωθα ωραία που κάνανε μία ευγενική κίνηση να με κεράσουν κάτι που δεν θα δοκίμαζα ποτέ υπό φυσιολογικές συνθήκες. Με ρωτήσανε τα πάντα για μένα, μέχρι και για την οικογένειά μου, με τι ασχολούνταν οι γονείς μου και με τι τα αδέρφια μου –και τα τρία. Ήταν φοβερά ανακριτική συνέντευξη, αυτό που καταλάβαινα ότι έπρεπε να απαντάω χαμογελώντας, παρότι η αφεντικίνα γυρνούσε ξινά το κεφάλι της στο πλάι και γελούσε σκύβοντας όταν έβρισκε κάτι που λέγαμε αστείο. Ήμουν αγχωμένη, γιατί ένιωθα πως μπορώ να την κάνω αυτή τη δουλειά και ίσως με πάρουνε και ίσως ταιριάξω. 
Με ρωτήσανε, μόλις μάθανε γιατί θέλω να δουλέψω σε αυτό το μαγαζί, αν έχω κάποια ερώτηση και φυσικά ρώτησα τον μισθό. Μου είπαν ότι πέρα από τις πωλήσεις, την τακτοποίηση ρούχων, την ενημέρωση των πελατών, την εκπαίδευση και την εξοικείωση με το αντικείμενο, θα πρέπει να καθαρίζουμε και τον χώρο, διαφορετικά όταν είμαστε πρωί, διαφορετικά όταν είμαστε βράδυ. Επιπλέον, μου είπαν ότι η εργασία είναι εξάωρη, θεωρείται ημιαπασχόληση και η βάρδια εναλλάσσεται μία εβδομάδα πρωί, μία εβδομάδα βράδυ. Ρώτησα πόσο ακριβώς ήταν ο μισθός και μου είπαν τετρακόσια είκοσι ευρώ. Από ό,τι έμαθα αργότερα από τις πωλήτριες, εάν βγάζαμε παραπάνω χρήματα από το αναμενόμενο ποσό του μηνιαίου τζίρου, θα παίρναμε όλες από ένα πενηντάευρω κουπόνια για σούπερ μάρκετ ή άλλα μαγαζιά δώρο. Το λέγανε και χαίρονταν και μου φαινόταν απίστευτο που χαίρονταν, γιατί τα λεφτά ήταν υπερβολικά λίγα. 
Έφυγα από εκεί, μου είπαν ότι ελπίζουν να συνεργαστούμε και θεώρησα ότι ήταν πολύ θετική η έκβαση. Με πήραν τηλέφωνο, όταν ήμουν στη συνέντευξη της διαφημιστικής για τη θέση της τηλεφωνήτριας και μου είπαν ότι με προσέλαβαν. Πήγα εκεί και ξεκίνησα με την απογευματινή βάρδια. Κατ’ αρχήν έμαθα τη δουλειά πάρα πολύ καλά, δίπλωνα και τακτοποιούσα συνέχεια ρούχα και τα στοίβαζα στα ράφια ή στην αποθήκη, εξυπηρετούσα τέλεια τις πελάτισσές μας, είχα μπει στο κλίμα της επιχείρησης και ένιωθα ότι θα τα βγάλω πέρα. Οι παράγοντες που με ώθησαν να εξαχθώ από αυτό ήταν κυρίως άλλοι. Από την πρώτη μέρα έμεινα τριανταπέντε με σαράντα λεπτά, αφού έκλεισε το μαγαζί για να κλείσει η άλλη πωλήτρια το ταμείο. Αυτό έγινε για τις επόμενες μέρες. Τα διαλείμματά μας ήταν ανεπίσημα και διαρκούσαν ένα φευγαλέο πεντάλεπτο. Για να κατουρήσεις και να πιεις νερό έπρεπε να ενημερώσεις. Οι άλλες πωλήτριες ανέθεταν δουλειές που δεν ήθελαν σε μένα κι εγώ τις έκανα, γιατί αν δεν έκανα κάτι όλη την ώρα θα με έπιανε πανικός. Ήταν έξυπνες, άραζαν και πιάνανε το κουβεντολόι και το κουτσομπολιό και αυτά ήταν τα υλικά της δικής τους αλληλεγγύης, τα οποία εγώ δεν είχα και δεν σκόπευα να καλλιεργήσω. Η πωλήτρια που προσλήφθηκε μαζί με εμένα έφυγε τη δεύτερη μέρα, γιατί δεν μπορούσε να βγάλει τον φόρτο της δουλειάς και την έπιασε κρίση άγχους. Είχε αφήσει πίσω της στη μέση της βάρδιας δύο βουνά από ρούχα στους πάγκους που είχαμε για να διπλώνουμε, τα οποία δήλωναν την παραίτησή της πολύ πριν τη δηλώσει η ίδια. 
Δεν υπήρχε τίποτα για να χαζέψεις εκεί, στον χώρο. Ήταν τόσο μονότονος και γκρίζος και άψυχος. Κάθε μέρα έπαιζε την ίδια μουσική, ακριβώς τα ίδια κομμάτια ποπ το ένα μετά το άλλο, μετά τη δεύτερη μέρα τα είχα μάθει από έξω (ΤΑ ΒΛΕΠΩ ΣΤΟΥΣ ΕΦΙΑΛΤΕΣ ΜΟΥ, ΟΠΟΥ ΒΛΕΠΩ ΝΑ ΕΞΥΠΗΡΕΤΩ ΚΑΠΟΙΑ ΑΝΟΗΤΗ ΠΕΛΑΤΙΣΣΑ ΚΑΙ ΝΑ ΔΙΝΩ ΛΑΘΟΣ ΠΡΑΓΜΑΤΑ, ΝΟΥΜΕΡΑ Ή ΣΧΕΔΙΑ). Οι πελάτισσες ήταν κυρίες πλούσιες ή απλώς ευκατάστατες που ψάχνανε για δώρα ή για να αλλάξουνε δώρα που τους πήρανε αυτές που ψάχνανε για δώρα, κυρίως γιατί θέλανε αυτές που ψάχνανε να δείξουν ότι το δώρο ήταν κάτι ακριβό, γιατί το μαγαζί είχε το φθηνότερο τέσσερα ευρώ ένα παιδικό ηλίθιο λαστιχάκι ή αντίστοιχη τιμή για ένα ζευγάρι απλές παιδικές κάλτσες (ΜΙΛΑΜΕ ΤΩΡΑ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΤΟ ΜΕΡΟΚΑΜΑΤΟ ΠΟΥ ΕΒΓΑΖΑ ΕΓΩ ΓΙΑ ΝΑ ΑΓΟΡΑΣΟΥΝ ΕΝΑ ΦΟΡΜΑΚΙ ΠΟΥ ΘΑ ΤΟ ΦΟΡΟΥΣΕ ΤΟ ΜΠΕΜΠΑΚΙ ΓΙΑ ΕΝΑ ΜΗΝΑ, ΑΛΛΑ ΗΤΑΝ ΑΠΟ ΕΚΛΕΚΤΑ ΚΑΙ ΑΓΝΑ ΥΛΙΚΑ-ΠΟΥ ΤΟ ΠΑΣ ΑΥΤΟ). Πολλές φορές βάζανε τα παιδιά τους να διαλέξουν ή μας βάζανε (ΕΜΑΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΟΙ ΙΔΙΕΣ, ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΤΕΡΗ), να ανοίγουμε στοίβες για να βλέπουν άπειρα ρούχα και στο τέλος να πάρουνε μόνο ένα ή τίποτα. 
Δούλευα τακτικά κι επίμονα και φρόντιζα να κάνω τέλεια όσα μου έλεγαν, για να μη τους δώσω περιθώριο για παρατηρήσεις. Συνέχισαν να με κρατάνε υπερωρίες, που δεν ξεκαθαρίστηκε ποτέ αν θα πληρωθούν ή όχι. Μπαινόβγαινε ο άνδρας της αφεντικίνας για να τσεκάρει. Η αφεντικίνα ήταν τίγκα στο άγχος και δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Μιλούσε συνέχεια για κάτι πολύ σημαντικό όπως μία βάφτιση, όπου έπρεπε να στείλει ρούχα με ταχυδρομείο και φοβόταν μη τσαλακωθεί ή χαλάσει τίποτα. 
Την τρίτη μέρα χρειάστηκε επειγόντως να λείψω μία ώρα κατά τη διάρκεια της απογευματινής βάρδιας, οπότε και πήρα άδεια από την αφεντικίνα και μου την έδωσε πολύ άμεσα κι εύκολα και χωρίς να πει τίποτα κακό. Παραξενεύτηκα. Την επόμενη μέρα μου ζήτησε μία πωλήτρια να έρθω νωρίτερα το Σάββατο (ΔΟΥΛΕΥΑΜΕ ΕΞΙ ΣΤΑ ΕΦΤΑ). Δεν πήγα το Σάββατο νωρίτερα, γιατί είχα καθίσει στις υπερωρίες όλη την εβδομάδα και είχα ξενερώσει με την ασυνέπεια του ωραρίου. Οπότε περίμενα αυτό που συνέβη, η αφεντικίνα με φώναξε στον δεύτερο όροφο που είχαμε τα βαφτιστικά και μαλώσαμε. Της εξήγησα με επιχειρήματα ότι δεν γίνεται να με κρατάει όσο θέλει κάθε φορά, εφόσον έχουμε πει ότι θα δουλεύω εξάωρη. Μου είπε ότι συνυπολογίζοντας τα διαλείμματα για φαγητό-νερό-τουαλέτα, καθώς και τις ώρες που δεν έχει κόσμο ή τις ώρες που λέμε τα νέα μας, την ώρα που δουλεύουμε, δεν νοούνται ως υπερωρίες οι έξτρα ώρες. Της είπα ότι δεν βγαίνω για φαγητό, εκτός από τη φορά που με είχε στείλει να πάρω το δικό της. Και έδωσα έμφαση στο γεγονός ότι, εφόσον δουλεύω εκεί, ακόμα και οι ώρες που δεν έχει κόσμο, είναι ώρες δουλειάς, δεν έχω επιλέξει αυτόν τον χώρο για να αράζω ή να κάνω διάλειμμα. Μαλώναμε και μας άκουγαν από κάτω. Αυτή έλεγε ότι δεν είναι σωστό να παίρνω πρωτοβουλίες και ότι αυτή αποφασίζει για το μαγαζί και ότι δεν θέλει να ξαναποφασίσω τίποτα μόνη μου, με ρώτησε πόσα θέλω για τις υπερωρίες (Η ΗΛΙΘΙΑ ΕΓΩ ΜΕ ΤΗΝ ΨΩΡΟΠΕΡΗΦΑΝΙΑ ΜΟΥ ΤΗΣ ΕΙΠΑ ΟΤΙ ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΤΙΠΟΤΑ, ΝΑ ΤΑ ΚΡΑΤΗΣΕΙ ΤΑ ΨΩΡΟΛΕΦΤΑ ΤΗΣ) και μου είπε ότι δεν ήμουν η πωλήτρια που πίστευε, αφού την προηγούμενη μέρα μου είχε κάνει πωλητική εξομολόγηση, λέγοντάς μου ότι είμαι η καλύτερη πωλήτρια έβερ (ΤΗΣ ΕΒΓΑΖΑ ΤΟΝ ΜΗΝΙΑΙΟ ΜΟΥ ΜΙΣΘΟ ΚΑΙ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΣΕ ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΠΩΛΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΝΕΥΡΙΖΟΜΟΥΝ ΤΟΣΟ ΠΟΥ ΣΥΝΕΒΑΛΑ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΗΣ). Μου είπε πάνω στον καβγά μας ότι αφού είμαι τόσο αυστηρή μαζί της στο ωράριο (ΕΛΕΟΣ!), θα είναι κι αυτή τόσο αυστηρή μαζί μου. Μου όρισε διάλειμμα δεκάλεπτο αυστηρά, συνολικά. Και μου είπε ότι θα είμαι εκεί δέκα λεπτά νωρίτερα και θα φεύγω στην ώρα μου (ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΔΕΝ ΣΥΝΕΒΗ ΠΟΤΕ, ΑΠΛΩΣ ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΠΤΟ ΠΑΡΑΠΑΝΩ, ΚΑΘΟΜΟΥΝ ΤΕΤΑΡΤΟ). 
Το καλό-κακό ήταν ότι μαγαζί δεν είχε κάμερες. Οι άλλες πωλήτριες πιάνανε το κουβεντολόι μεταξύ τους και λέγανε τη μία μαλακία μετά την άλλη. Ποια παντρεύεται, πώς βάφει η άλλη το μαλλί έτσι διπλό ξανθό, ποια σπίτια διασήμων κάηκαν στην πυρκαγιά, ποια θα βαφτίσει παιδάκι και τι ρουχάκια να κρατήσει, ποια ρούχα από τη νέα κολεξιόν (ΧΑΛΙΑ ΡΟΥΧΑ ΚΑΙ ΟΛΑ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΕΝΑ ΜΕ ΣΕΞΙΣΤΙΚΟ ΤΡΟΠΟ ΑΓΟΡΙ-ΚΟΡΙΤΣΙ, ΡΟΖ-ΜΠΛΕ και πάει λέγοντας) τις κάνουν και πόσα κιλά πρέπει να χάσουν, αν δεν χωράνε στο δεκαεξάρι το παιδικό και ποια φοράει δεκάρι και τι αδύνατη που είναι και πόσα κιλά έχει χάσει η αφεντικίνα που κάνει δίαιτα και τι σπυριά έχουν βγάλει από το άγχος και πόσο όμορφες είναι (ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ, ΒΟΗΘΑ ΜΕ). Οπότε για να μην ακούω αυτές και να μην εστιάζω την προσοχή μου στα τραγούδια που παίζανε από πίσω, έπαιζα θέατρο με τις πελάτισσες και χαμογελούσα ψεύτικα σε στυλ κολγκέιτ, ενώ είχα μάθει να διπλώνω τέλεια ρούχα και να απαντάω έτσι ώστε να μην συνεχίζεται η βαρετή εντελώς κουβέντα-ανάκριση για το ποια είμαι και τι κάνω. Αυτές μπορούσαν να μιλάνε ψου-ψου με τις ώρες για θέματα που δεν με ενδιέφεραν (ΕΓΩ ΕΙΧΑ ΠΑΕΙ ΝΑ ΑΝΑΛΥΣΩ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΕΚΕΙ ΠΕΡΑ, ΟΠΩΣ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΤΕ!). Καθημερινά, ένιωθα πτώμα από την ορθοστασία, καθώς απαγορευόταν ανεπίσημα να καθόμαστε, ένιωθα θύμα γιατί παλιές και νεοπροσληφθείσες πωλήτριες εκμεταλλεύονταν το φιλότιμό μου και με βάζανε να κάνω τις πιο χαμαλοδουλειές (ΑΛΛΑ ΚΙ ΕΜΕΝΑ ΤΑ ΗΘΕΛΕ Ο ΚΩΛΟΣ ΜΟΥ, ΓΙΑΤΙ ΑΝ ΚΑΘΟΜΟΥΝ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΛΙΓΟ ΘΑ ΕΒΓΑΖΑ ΚΙ ΕΓΩ ΣΠΥΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΓΧΟΣ ΤΟΥ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ, ΤΙ ΚΑΝΩ, ΓΙΑΤΙ ΕΙΜΑΙ ΕΔΩ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΥΓΩ). Έπρεπε να φύγω, γιατί το μυαλό μου είχε κουρκουτιάσει, γιατί δεν είχα καμία εκεί μέσα που να μου εμπνέει έστω την τυπική συναδερφική αλληλεγγύη, γιατί όσο και να ήθελα να κάνω πως δεν ακούω ή να σκέφτομαι άλλα πράγματα, τα αυτιά μου έτρεχαν αίμα από αυτά που άκουγαν, γιατί δεν ταίριαζα καθόλου μα καθόλου εκεί μέσα. Είμαι χαζή που ένιωσα ότι μπορώ να προσαρμοστώ και να ταιριάξω. Νιώθω απροσάρμοστη και ηλίθια.  
Έμεινα στη δουλειά, άντεξα για τις επόμενες δύο εβδομάδες, παρά τον καυγά μας και το αρνητικό κλίμα, μετά βρήκα μία δικαιολογία για να παραιτηθώ. Γιατί δεν την πάλευα, γενικότερα. Μου ερχόταν να κλάψω από την έλλειψη νοήματος, τη ματαιότητα και τις ρομποτικές μου λειτουργίες και δεν την πάλευα καθόλου μα καθόλου. Την παρακαλούσα να με αφήσει να φύγω, είχε πάθει κρίση άγχους, γιατί έκανε συνεντεύξεις και δεν έβρισκε άλλο άτομο. Αυτή γενικά, όπως και όλες οι άλλες μου είχαν αραδιάσει τις προσωπικές –όχι και τόσο αμάν και τι– ιστορίες τους. Αυτό που συγκράτησα ήταν ότι είχαν όλες πολύ άγχος, δέχονταν πολλή πίεση, ώστε να είναι καθώς πρέπει και όπως απαιτεί η δουλειά και ο ρόλος τους ως γυναίκες μάνες-σύζυγοι-εργαζόμενες-ακόμα και αφεντικίνες, αν και δεν την λυπάμαι καθόλου την τελευταία. 
Βρήκα μία δικαιολογία και είπα στην αφεντικίνα, μετά από πολλή και συγκρουσιακή σκέψη ότι σκοπεύω να σταματήσω.  Αποφάσισα μετά από πολλές συζητήσεις με φίλους και κοντινούς μου ανθρώπους να παραιτηθώ. Αποδέχθηκα απλώς ότι αυτή η δουλειά δεν κάνει για μένα και δύο-τρία άλλα σημαντικά πράγματα που χρειαζόμουν να αναγνωρίσω στην εαυτή μου. Είπα ψέματα στην αφεντικίνα ότι έχω κάτι να κάνω πολύ σημαντικό, για να με αφήσει. Η ειρωνεία και το κακό ήταν ότι  δεν με άφηνε να φύγω. Πανικοβλήθηκε, άλλαξε χίλια χρώματα, με ήθελε εκεί και δεν την πάλευα καθόλου. Γιατί είχα γίνει το καλύτερο πωλήτρια-θύμα, αφού ήμουν τόσο ικανή να τακτοποιώ πέντε χιλιάδες κοκαλάκια ανά είδος, να βάζω αντικλεπτικά κι ας ένιωθα τις άκρες των δαχτύλων μου να καρφώνονται (ήταν και κάπως ωραίο), να κόβω κούτες με κοπίδια, να σκύβω σε χαμηλά ράφια παρά τα προβλήματα που έχω στη μέση, να ανεβοκατεβαίνω τις σιδερένιες σκάλες για την αποθήκη, να ανέχομαι κακομαθημένα παιδιά και γονείς και το χειρότερο γιαγιάδες και άχρηστες αντικειμενοποιητικές συμπεριφορές, να διπλώνω ρούχα συνεχόμενα, να πουλάω πανάκριβα αρρενωπά και ανδρίκεια και μπλε και πράσινα και τέτοια ρούχα για το αγοράκι, πανάκριβα και πολύ ροζ φρουφρού κι αρώματα για το κοριτσάκι. Τελικά, ήρθαν δύο κοπέλες να με αντικαταστήσουν, αλλά ήταν λιγότερο «αποδοτικές» από μένα. Εντούτοις, όλες οι άλλες πωλήτριες ανεξαιρέτως, λέγανε πολύ ευχάριστα το ποίημα και εξυπηρετούσαν με στωικότητα και υπομονή και τα ψεύτικα χαμόγελα και την άνεση και τη χάρη που χρειαζόταν, ενώ εγώ παρότι πουλούσα δεν πουλούσα πάντα με χαμόγελο ή ποίημα. Μερικές φορές οι πελάτες, ενώ τους εξυπηρετούσαμε εγώ και μία άλλη πωλήτρια και η άλλη τους έλεγε παραμύθια και βλακείες, κοιτούσαν εμένα και ρωτούσαν τη γνώμη μου (ΗΛΙΘΙΟΙ ΚΙ ΑΥΤΟΙ, ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΕ ΜΟΝΕΣ ΣΑΣ, ΑΝ ΔΕΝ ΣΑΣ ΚΑΝΕΙ, ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΜΑΝΙΑΣΕΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΝΑ ΛΕΕΙ ΜΠΟΥΡΔΕΣ, ΛΥΠΗΘΕΙΤΕ ΜΑΣ). 
Ένιωθα το θύμα του αιώνα και η άλλη νόμιζε ότι με τις κολακείες θα με πείσει να μείνω. Άσκησα πιέσεις, λέγοντας -όχι και τόσο μακρινά από την αλήθεια- ψέματα (ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΜΟΥ) και μάζεψα τα μπογαλάκια μου για να φύγω.  Ήταν σαν να είχα μπει στην παγίδα του καπιταλιστικού δείγματος. Είχα γίνει ένα ποταπό σιχαμερό γρανάζι, γιατί αν δεν δούλευα, θα σκάλωνε η μηχανή και θα έπεφτε πάνω μου να με ισοπεδώσει (ΚΑΛΑ, ΙΣΩΣ ΚΑΙ ΝΑ ΥΠΕΡΒΑΛΩ ΛΙΓΟ, ΑΛΛΑ Ο ΤΣΑΡΛΙΝ ΤΣΑΠΛΙΝ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΓΕΛΟΥΣΕ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ, ΕΝΩ ΕΓΩ ΤΡΩΓΟΜΟΥΝ ΚΙ ΕΚΛΑΙΓΑ ΜΕΣΑ-ΕΞΩ, ΚΑΘΕ ΜΕΡΩ). Η αφεντικίνα φρίκαρε κι έχασε τις νύχτες της που ήθελα να φύγω. Προσπάθησα να μη τη λυπηθώ, αλλά τη λυπήθηκα, όταν με χαιρέτησε λίγο πριν πάει Χαλκιδική για τριήμερο και τα μάτια της είχαν μεταμορφωθεί και φαίνονταν σαν δύο κόκκινοι τεράστιοι κύκλοι και έβλεπες στο βάθος αυτό που κάποτε ήταν μάτια. Δεν μετάνιωσα όμως που έφυγα καθόλου, απλώς όπως είπα συνειδητοποίησα ακριβώς τι μπορώ να κάνω και τι σίγουρα όχι. Χαιρέτησα τις πωλήτριες που και καλά στενοχωρήθηκαν που έφυγα και τις ευχήθηκα και το εννοούσα καλή συνέχεια, παρότι ήξερα ότι μουρμούριζαν πίσω από την πλάτη μου, γιατί δεν βαφόμουν, γιατί το μαλλί μου δεν ήταν με ισιωτική, γιατί ερχόμουν με παντελόνια που η αφεντικίνα με έβαζε να τα αλλάξω με το τζιν που κουβαλούσα μαζί, γιατί έκανα διάλειμμα για φαγητό πέντε λεπτά, ενώ δεν επιτρεπόταν και γιατί δεν μιλούσα και έτρεχα σαν το γαϊδούρι πάνω-κάτω, για να μην έχω χρόνο να σκεφτώ τι κάνω και πού βρίσκομαι.
Έφυγα και ηρέμησα λίγο. Ο κάλος μου είναι τεράστιος και τα επιθέματα δεν κάνουν δουλειά, ακόμα πονάει όλο μου το σώμα. Τα δάχτυλά μου είναι γρατζουνισμένα γιατί κόπηκα με το κοπίδι. Με κορόιδευαν οι άλλες, γιατί τρόμαξα μην πάθω τέτανο (ΕΝΙΩΘΑ ΛΕΣ ΚΑΙ ΗΜΟΥΝ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟ ΣΤΡΑΤΟ ΓΥΝΑΙΚΩΝ). Αλλά ηρέμησα πολύ. Προς το παρόν. Γιατί τώρα, πρέπει να σκεφτώ πώς θα εξασφαλίσω τον βιοπορισμό μου, χωρίς να χρειαστεί να κλαίγομαι για τα όχι και τόσο, μα κάπως ομολογουμένως δεινά που δεν ξέρω πώς καταφέρνω να καταλήγω να περνάω. 

Συνέντευξη για φωτογράφος εκδηλώσεων

Είπα να πάω σε αυτή τη συνέντευξη, γιατί τώρα ξεκίνησα να μαθαίνω φωτογραφία, γιατί γνωστοί και φίλοι λένε ότι βγάζεις καλά λεφτά, γιατί, γιατί… Και είναι κάθε φορά αυτή η χαζή κρυφή ελπίδα ότι μπορεί ΑΥΤΗ η δουλειά να σου κάνει τελικά και να ταιριάξεις. Πήγα στη Γιαννιτσών συνοδεία, γιατί ανησυχούσα μήπως και κάτι δεν πάει καλά –ουκ ολίγα μου έχουν συμβεί για να μου επιβεβαιώσουν ότι αυτό που περιμένεις δεν υφίσταται όπως το περιμένεις πάντοτε. Παρότι πρωί, η περιοχή είναι ακραία περίεργη. Ο δρόμος στον οποίο είχαν γραφεία οι φωτογράφοι ήταν γεμάτος από μπουρδέλα. Ήταν κι ένα κτιριάκι ισόγειο, μονόπατο, ψιλοκατεστραμμένο από έξω. Λέω στον μπαμπά μου που ήρθε μαζί, αν δεν βγω έξω σε είκοσι λεπτά, κάνε κάτι, γιατί δεν θα είμαι ζωντανή. Μπήκα μέσα και ήταν δύο τύπισσες γραμματείς έτσι σοβαρές, σαν όλες τις γραμματείς που έχω δει μέχρι στιγμής σε αυτές στις νεόπλουτες νεοταιρείες μικρού βεληνεκούς –όπως επιλέγω να τις ονομάζω. Μου έδωσαν ένα χαρτί να συμπληρώσω πόσο καιρό ασχολούμαι με τη φωτογραφία, τι κάνω σχετικά με αυτό, αν έχω προϋπηρεσία κ.τ.λ.. 
Συμπλήρωσα το χαρτί και ένιωσα ότι δεν είχα καθόλου καλές προδιαγραφές για να πάρω τη θέση. Ήξερα από αυτό και μόνο ότι κάπως θα στραβώσει το πράγμα. Η μία γραμματέας πήρε ύφος αναγνωριστικό και άρχισε να μου παρουσιάζει το πόστο εργασίας. Η δουλειά αφορούσε από ό,τι μου εξήγησαν τη φωτογράφιση εκδηλώσεων όπως γάμοι, βαφτίσεις και τα σχετικά, τώρα που είναι καλοκαίρι και τη φωτογράφιση νυχτερινών κέντρων διασκέδασης (ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΑ ΚΟΙΝΩΣ), από τον Σεπτέμβρη και μετά. Τους είπα άμεσα ότι εγώ δεν μπορώ τα μπουζούκια (ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΕΧΩ ΜΠΕΙ ΣΕ ΤΕΤΟΙΟ ΧΩΡΟ ΣΤΟΝ ΚΙΑΜΟ ΣΤΗΝ ΤΡΙΗΜΕΡΗ ΣΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΙ ΜΕ ΠΗΡΕ Ο ΥΠΝΟΣ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΟΥ ΕΠΑΝΩ ΟΡΟΦΟΥ). Μου λένε ότι στην αρχή θα πρέπει να κάνω δύο δοκιμαστικά μαζί με τον κύριο Τάδε που θα μου δείξει τη δουλειά, αν δεν ξέρω (ΤΟΤΕ ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩ ΑΠΛΗΡΩΤΑ ΔΟΚΙΜΑΣΤΙΚΑ), ώστε να δει και πώς χειρίζομαι τον εξοπλισμό που θα μου έδιναν αυτοί. Απαραίτητη προϋπόθεση να φοράω μαύρα ρούχα και να είμαι εκεί που θα μου πούνε την ώρα που πρέπει. 
Η αλήθεια είναι πως ψηνόμουν να αναλάβω κάτι τέτοιο, λέω πόσο δύσκολο να είναι, θα βγάζω φωτογραφίες και θα κάνω εξάσκηση για την κινηματογράφου, ώστε να πάρω και κανένα φράγκο αυτοσυντήρησης. Αλλά όχι, με πήραν την επόμενη μέρα και μου είπαν ότι το ίδιο βράδυ πρέπει να είμαι στις δώδεκα τα μεσάνυχτα στη στάση του σουηδικού τεράστιου επιπλάδικου για να πάμε στα μπουζούκια, μαζί με τα άλλα παιδιά, θα με περιμένει εκεί ο κύριος Τάδε να με ξεναγήσει. Και την δεύτερη μέρα σερί θα γινόταν το δεύτερο δοκιμαστικό που ήταν σε έναν μεσημεριανό γάμο. 
Ο μισθός από ό,τι μου είπαν θα μου δινόταν αφού περνούσα τα δύο δοκιμαστικά και τα σεμινάρια εκμάθησης φωτογραφίας για εκδηλώσεις που έκανε ο ίδιος ο κύριος Τάδε και φυσικά ήταν δωρεάν. Ψιλοψήθηκα για τα σεμινάρια, μέχρι που άκουσα και τον μισθό. Είκοσι με εικοσιπέντε, ανάλογα με τις πωλήσεις των φωτογραφιών. Δηλαδή, δεν φτάνει που βγάζεις τα πρόσωπα, στήνεις τους ανθρώπους, μετά βγάζεις τις φωτογραφίες και πηγαίνεις γύρω τους να τους πρήζεις, να τις πουλάς και να τους παρακαλάς να τις αγοράσουν, γιατί βγήκαν κούκλοι ή όχι και τόσο, αλλά δεν πειράζει. Τα μεγαλύτερα ποσοστά φυσικά και πήγαιναν στο φωτογραφείο, εντούτοις δεν μου διευκρίνισαν για πόσα λεφτά μιλάμε ακριβώς. 
Θα πήγαινα, αν δεν με έπιανε μία καταθλιπτική σκοτοδίνη στη σκέψη ότι θα πρέπει να πάω σε γάμους, βαφτίσεις, μπουζούκια και λέω τι σκεφτόμουν, γιατί πήγα σε αυτό το πράγμα, τι δουλειά είναι αυτή, πώς θα πάω στο επιπλάδικο να περιμένω τον κύριο Τάδε βραδιάτικα στη μέση του πουθενά, για να βγάζω ανθρώπους να γλεντοκοπάνε σε εκδηλώσεις χαράς που αδυνατώ εκ φύσεως να κατανοήσω, ώστε να βγάζω λεφτά για να ζω και να ανεβαίνω ποσοστά στη μιζέρια μου. Στην αρχή είπα οκέι, θα είμαι εκεί. Και μετά από μία ώρα, άλλαξα γνώμη και είπα ότι δεν αξίζει να το κάνω και πήρα τηλέφωνο να ακυρώσω τα δοκιμαστικά. Ένιωσα μία φρικτή απογοήτευση και μία εκτεταμένη αδυναμία να ανταπεξέλθω στις επαγγελματικές ανάγκες των εργοδοτών. Δεν πιστεύω ότι η δουλειά θα ήταν δύσκολη ή ότι δεν θα μπορούσα να την κάνω, ωστόσο ήξερα ότι θα αρκούσαν τρεις γάμοι, ένα μπουζούκι, δύο βαφτίσεις κάπου εκεί για να την κάνω και να ξαναβρεθώ στην ίδια θέση. Οπότε, προειδοποιώντας την εαυτή μου να είναι πιο προσεκτική, κάθε επόμενη φορά, έμεινα ταπί και ψύχραιμη. Για μία ακόμα φορά, επισήμως άνεργη. 

Τρίτη 31 Ιουλίου 2018

Συνέντευξη για εθελόντρια επί πληρωμή

Είδα μία αγγελία σε αυτή τη σελίδα που παρακολουθώ, είχα ακούσει και κάτιτις από γνωστούς για αυτή τη δουλειά, πήγα να δω τι είναι. Η δουλειά έλεγε υπάλληλος σε φιλανθρωπική οργάνωση. Τα γραφεία ήταν ανατολικά, οι τύπισσες που με υποδέχθηκαν ήταν χριστιανές με μεγάλους σταυρούς, αλλά δεν τις λες και σεμνές ή συντηρητικές. Φορούσαν περιποιημένα και αποκαλυπτικά ρούχα, η άλλη έσκασε με κόκκινη τουαλέτα πρωινιάτικα και γυαλί σχεδιάστη τύπου μύγα (ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΜΑΙΜΟΥ, ΕΝΤΑΞΕΙ, ΑΣ ΜΗ ΤΑ ΙΣΟΠΕΔΩΣΩ ΟΛΑ). Είχαν κάπως περίεργη σύνταξη στις προτάσεις τους και οι δύο και μιλούσαν με ξενική προφορά, ενώ προσπαθούσαν να πείσουν (ΤΙΣ-ΟΥΣ ΑΠΙΣΤΕΣ-ΟΥΣ ΜΑΛΛΟΝ) από την πρώτη στιγμή για το πόσο καλή δουλειά κάνει η οργάνωση με το να βοηθάει τα άρρωστα και άπορα παιδάκια και τις φτωχές οικογένειες. Όταν έφτασα εκεί, βρήκα μία τύπισσα πριν από μένα που μετρούσε κάτι κάρτες που της δώσανε για να πουλήσει. Δεν πίστευε ότι ήταν ο αριθμός που της είπε η υπεύθυνη της οργάνωσης. 
Η τύπισσα που μετρούσε τις κάρτες φαινόταν πονηρή και ύπουλη. Με ρώτησε με τι ασχολούμαι. Της είπα μόνο τι σπουδάζω και μου είπε ότι κι αυτή έχει μία ιδέα για ταινία που αν την γυρνούσε θα πήγαινε στο Χόλλυγουντ και παρά πέρα και θα γινόταν πάρα πολύ διάσημη (ΚΑΘΟΛΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΝΗΣ, ΓΕΝΙΚΑ, ΚΟΥΛ ΤΥΠΙΣΣΑ), αλλά δεν έχει χρόνο και πρέπει να βρει κάποιον να της την γράψει. Κάποια στιγμή μου είπε θα προσλάβει ένα άτομο, γιατί είναι κρίμα να πάει χαμένη η ιδεάρα της. Με ρώτησε αν θέλω να είμαι η επίλεκτη και να της γράψω εγώ την ταινία ή να τη γυρίσω. Τη ρώτησα περί τίνος πρόκειται χωρίς να απαντήσω σοβαρά στην πρότασή της. Μου είπε ότι είναι για μία μαφιόζα γυναίκα που κάνει κομπίνες και τα παίρνει από όλους (ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΕΣ ΤΗΝ ΚΟΙΤΑΞΑΝΕ ΠΕΡΙΕΡΓΑ ΟΤΑΝ ΕΛΕΓΕ ΤΑ ΠΑΙΡΝΕΙ ΑΠΟ ΟΛΟΥΣ ΚΙ ΕΓΩ ΚΟΝΤΕΨΑ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ ΣΤΟ ΓΕΛΙΟ ΜΕΣΑ ΜΟΥ). 
Κάποια στιγμή η τύπισσα μέτρησε τις κάρτες και μου είπε ότι αυτή η δουλειά δεν θέλει ντροπές και να μιλάω πιο δυνατά (ΔΕΝ ΝΤΡΕΠΟΜΟΥΝ, ΑΥΤΗ ΑΠΛΩΣ ΕΙΧΕ ΣΥΝΗΘΙΣΕΙ ΝΑ ΜΙΛΑΕΙ ΤΕΡΜΑ ΦΩΝΑΧΤΑ ΚΑΙ ΜΑΓΚΙΓΑ). Έμεινα μόνη με τις υπεύθυνες που με προειδοποίησαν ότι υπάρχει κακός κόσμος εκεί έξω και ότι μπορεί να με φωνάζουν και να με βρίζουν καμία φορά, επειδή δεν ξέρουν και δεν πιστεύουν. Αλλά το παν είναι να μη στενοχωριέμαι εγώ και να συνεχίζω το έργο της οργάνωσης. 
(ΚΙ ΕΔΩ ΞΕΚΙΝΑΕΙ ΤΟ ΜΠΑΤΙΡΝΤΙ ΜΕ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ) Με ενημέρωσαν ότι είχαν συγκεντρωμένα φαγητά και πάνες, γάλατα κ.τ.λ., όπως μου είπαν στον δεύτερο όροφο, αν ήθελα να πάω να τα δω για να το πιστέψω (ΗΜΟΥΝ ΛΙΓΟ ΔΥΣΠΙΣΤΗ, ΓΙΑΤΙ ΣΤΟ ΙΝΤΕΡΝΕΤ ΕΙΧΑΝ ΚΑΝΕΙ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΟΤΙ ΘΕΛΟΥΝ ΦΑΓΗΤΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΗΞΕΡΑ ΑΝ ΤΑ ΠΗΡΑΝ ΜΕ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΠΟΥ ΒΓΑΖΟΥΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΩΛΗΣΕΙΣ Η’ ΑΝ ΤΟΥΣ ΤΑ ΔΩΡΙΣΑΝ ΚΑΛΟΘΕΛΗΤΕΣ). Τα φαγητά προορίζονταν για άπορες οικογένειες που αν ήθελαν πήγαινα εκεί κι έπαιρναν. Μου είπαν ότι βοηθάνε κυρίως άρρωστα παιδάκια (Ο ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑΣ ΓΙΑ ΚΑΠΟΙΟ ΛΟΓΟ ΜΕ ΑΝΑΣΤΑΤΩΝΕ ΚΑΙ ΜΟΥ ΦΑΙΝΟΤΑΝ ΓΛΟΙΩΔΗΣ, ΕΝΩ ΔΕΝ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ). 
Η δουλειά για να μη τα πολυλογώ ήταν να πουλάς κάρτες, εφημερίδες και παραμυθάκια (ΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΓΟΡΙ, ΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ, ΦΥΣΙΚΑ, ΜΗ ΜΠΕΡΔΕΥΟΥΜΕ ΤΗ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ ΜΕ ΤΑ ΜΠΟΥΤΙΑ ΜΑΣ) για τα άπορα και άρρωστα παιδάκια που βοηθάει η οργάνωση ΑΠΟΔΕΔΕΙΓΜΕΝΑ, αφού στην εφημερίδα υπάρχουν οι φωτογραφίες των παιδιών, άρθρο που έγραψε εφημερίδα που έχει κλείσει για την οργάνωση, οι (καμιά τριανταριά) έπαινοι και φυσικά τα διαπιστευτήρια ότι πρόκειται για φιλανθρωπική οργάνωση και όχι αστεία. Μου είπαν ότι έχουν βοηθήσει τρία παιδάκια μέχρι στιγμής με κάτι μηχανήματα που χρειάστηκαν. Οι φωτογραφίες  ήταν με κρυμμένα τα πρόσωπα και τα στοιχεία των παιδιών ήταν μηδαμινά με αποτέλεσμα να φαίνονται σαν παρωδία (Ο ΜΙΚΡΟΣ ΚΩΣΤΑΚΗΣ ΠΑΣΧΕΙ ΑΠΟ ΤΗ ΣΠΑΝΙΑ ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΤΑΔΕ…). Η οικονομική φάση ήταν όμως και γαμώ –άξιο απορίας (ΟΧΙ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΑΚΙΑ ΤΑ ΑΡΡΩΣΤΑ, ΤΑ ΑΠΟΡΑ, ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΩΛΗΤΡΙΕΣ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ). Επειδή δεν έβρισκαν λέει εθελόντριες να το κάνουν τζάμπα, αποφάσισαν να δίνουν κάποιο ποσό στις πωλήτριες (ΕΝΤΑΞΕΙ, ΤΟ ΛΕΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΚΑΠΟΙΟ ΠΟΣΟ ΑΚΡΙΒΩΣ). Η φάση είναι ότι ως πωλήτρια πληρώνεσαι πενήντα τα εκατό των πωλήσεων και τα υπόλοιπα πηγαίνουν στην οργάνωση (ΜΩΡΕ ΤΑ ΕΛΕΓΕ Η ΜΑΦΙΟΖΑ ΚΡΥΦΟ ΑΣΤΕΡΙ, ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΜΕΝΑ). Θέλανε να με στείλουνε να πουλήσω έξω από την πόλη για να μάθω τη δουλειά. Τις είπα ότι δεν υπάρχει πρόβλημα, δεν είναι δύσκολο, θα πάρω μερικά φυλλάδια να το δοκιμάσω. Φοβήθηκα να πάω έξω από την πόλη με την άγνωστη έμπειρη πωλήτρια που θα μου μάθαινε τρόπους να μιλάω στους φιλάνθρωπους πελάτες που θα τα σκάγανε πεπεισμένοι ότι θα βοηθήσουν ένα παιδί, άρα και όλο τον κόσμο. Τις έπεισα ότι μπορώ να βγω και μόνη μου, χωρίς εκπαίδευση. Αλλά μου είπαν  πριν από αυτό ότι έξω από την πόλη τα λεφτά είναι πιο πολλά, ο κόσμος δίνει πιο εύκολα, για αυτό και το ποσοστό που παίρνει η πωλήτρια κατεβαίνει στα σαράντα τα εκατό. 
Δεν πείστηκα και πολύ, προσπάθησα να βρω παντού πληροφορίες για την οργάνωση και υπήρχαν απλώς κάποιες σελίδες στο ίντερνετ και στο φέισμπουκ. Ξανατραβήχτηκα ανατολικά άλλη μέρα, πήρα φυλλάδια, έδωσα στοιχεία μου και γύρισα σπίτι. Αλλά δεν πήγα ποτέ να πουλήσω φυλλάδια, τα κράτησα μία εβδομάδα, δεν τα έβγαλα καν από τη σακούλα. Δεν θα μπορούσα να πουλάω φιλανθρωπία στον κόσμο, σκεπτόμενη ότι στην απίθανη περίπτωση (ΑΦΟΥ ΤΟΣΑ ΔΙΑΠΙΣΤΕΥΤΗΡΙΑ ΕΙΧΑΝΕ) να μη βοηθάνε σοβαρά παιδάκια και να είναι μούφα, θα ήμουν μία πωλήτρια που βγάζει (ΚΑΠΩΣ ΚΑΛΑ) λεφτά στο όνομα της φιλανθρωπίας. Το σκέφτηκα κάποιες νύχτες και εντάξει, υπάρχουν χειρότερες δουλειές και επαγγέλματα, αλλά δεν θα μπορούσα να κοιμηθώ ήσυχη αν έκανα αυτή τη δουλειά. Οπότε, ξανατραβήχτηκα ως εκεί μέσα στο άγχος και στη ζέστη και περίμενα τις χριστιανές ντίβες με τις τουαλέτες που βοηθάνε παιδάκια να έρθουν και να μου ανοίξουν για να τις επιστρέψω τα φυλλάδια. Τα πήγα όλα πίσω, δεν βγήκα ποτέ να πουλήσω (ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΚΤΛ) και κάθισα στα αυγά μου. 

Συνέντευξη για τηλεφωνικές προωθήσεις

Με αυτά και με εκείνα, άκουσα ότι δίνουν παχυλούς μισθούς (ΔΗΛΑΔΗ, ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΕΤΡΑΚΟΣΙΑ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΒΑΣΙΚΟΣ) σε τηλεφωνικό κέντρο της τάδε γνωστής διαφημιστικής εταιρείας. Πήγα και σε αυτή τη συνέντευξη, με την γοητευτική όσο παράλογη ιδέα ότι μπορεί αυτή να είναι η δουλειά που θα μου πληρώνει μελλοντικά ενοίκια. 
 Επρόκειτο για διαφημιστική εταιρεία στην περιοχή του One Mall. Οι χώροι ήταν μεγάλοι, απλοί και κυριλέ και χτίζανε και τον από κάτω όροφο για να τον πάρουνε κι αυτόν οι κατσαρίδιοι. Η γραμματέας εξηγούσε σε έναν πελάτη ότι την πάτησε και πήρε το πακέτο και τώρα δεν γίνεται να κάνει κάτι, απλώς πρέπει να του πάρουν όλα τα λεφτά μέχρι να μην έχει άλλα για να παίρνει τηλέφωνο και να τους παραπονιέται, άντε γιατί έχουν και δουλειές. Του έκλεισε το τηλέφωνο και μου έδωσε να γράψω σε ένα χαρτί τα στοιχεία μου. Περίμενα σε έναν καναπέ, μαζί με μία ακόμα υποψήφια που ήρθε πιο μετά, φαινόταν καημένη και σε αναζήτηση (ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΞΕΡΩ ΠΩΣ ΦΑΙΝΟΜΟΥΝ ΕΓΩ, ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ ΗΣΥΧΗ). Η πρόσληψη μού φαινόταν σίγουρη πάντως, γιατί οι υπάλληλοι σε αυτές τις δουλειές είναι αναλώσιμοι. Κρατάνε δεν κρατάνε ένα μήνα, λιγότερο από χυμό διαρκείας. Φαντάζομαι ότι δεν την παλεύεις πολύ αν κάνεις αυτή τη δουλειά. Εδώ ως πωλήτρια  που είμαι τώρα και είδα στον ύπνο μου ότι εξυπηρετώ πελάτισσες και τους δίνω λάθος πράγματα, πόσο μάλλον όταν μιλάς τηλεφωνικά και είναι λες και μιλάς μόνος σου και λες το ποίημα, απευθυνόμενη σε κάποια οργισμένη- εύλογα- φωνή που τυγχάνει να μην είναι στο κεφάλι σου. Σκέφτηκα δύο μήνες ίσως και να μπορώ να την κάνω. Δύο μήνες και ίσως να μαζέψω λεφτά για το πολυπόθητο  σπίτι-νοίκι κ.τ.λ.. 
Ήρθε με πήρε ένας κύριος με μορφή γερακιού (Η ΚΛΑΣΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΜΠΙΖΝΕΣΜΑΝ ΠΟΥ ΝΟΜΙΖΕΙ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΙΟ ΚΑΤΑΦΕΡΤΖΗΣ, ΓΑΜΑΤΟΣ, ΕΞΥΠΝΑΔΟΥΡΑΣ ΚΑΙ ΒΓΑΖΕΙ ΦΡΑΓΚΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΑΓΧΩΝΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΩΣ ΘΑ ΒΓΑΛΕΙ ΚΙ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΡΙΒΕΙ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟ ΝΑ ΕΧΕΙ ΥΠΗΡΕΤΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΝΑ ΤΟΥ ΤΑ ΒΓΑΖΕΙ) και με ξενάγησε από διάδρομο σε διάδρομο. Άκουσα μουσική από έναν χώρο και ήταν αυτό που φανταζόμουν: μουσική για να ανεβαίνει το ηθικό και να πουλάς πιο εύκολα πακέτα τηλεφωνικώς. Ο κύριος με το πράσινο φωσφοριζέ μπλουζάκι μου παρουσίασε την εταιρεία σαν μία από τις καλύτερες και πιο έμπιστες και ότι η πασίγνωστη τηλεφωνική εμπιστεύτηκε τη δική του διαφημιστική, (ΠΟΥ ΤΥΧΑΙΝΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ) και καμία άλλη. Συνειδητοποίησα ότι μου πουλούσε τη δουλειά, όταν με πήρε για να μου δείξει την κουζινούλα που κάνουν καφέδες οι υπάλληλοι και την κόλαση στην οποία δουλεύουν και μιλάνε όλοι μαζί ταυτόχρονα σε τηλέφωνα πουλώντας πακέτα σε στρόγγυλα γραφεία ο ένας δίπλα στην άλλη, με ψεύτικα διαχωριστικά. Είχε άπειρη φασαρία, σε έπιανε πονοκέφαλος με το που έμπαινες μέσα, αλλά φυσικά υπήρχε και η δυνατότητα να κάνεις το τσιγάρο σου για διάλειμμα σε ένα μπαλκόνι που έβλεπε στον δρόμο και στα μπουρδέλα απέναντι ή να φτιάξεις καφέ και να φας το δεκατιανό σου στην κουζινούλα (ΟΧΙ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΓΛΥΚΟΥΛΙ). Ο χώρος ήταν υπερβολικά μικρός για τόσους τηλεφωνητές. 
Ο μισθός ήταν όντως πολύς, εξακόσια ευρώ συν τριακόσια μπόνους σε περίπτωση που πουλούσες τον αριθμό πακέτων που ήθελαν ανά μήνα. Ο γεράκης μου τόνισε ότι το ογδόντα τοις εκατό των ατόμων το κατάφερναν αυτό και τσέπωναν εννιακόσια ευρώ. Η αλήθεια είναι ότι μιλάμε περίπου για τρεις φορές τον μισθό μου τώρα, αλλά η δουλειά ήταν ακραίο πατίνι μούρλας (ΚΑΙ ΠΟΣΗ ΜΟΥΡΛΑ ΝΑ ΑΝΤΕΞΕΙ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΑΝ ΕΧΕΙ ΗΔΗ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ). Βγήκα με σκυμμένο το κεφάλι, ανίκανη να τη δεχθώ. Την ίδια μέρα με προσέλαβαν ως πωλήτρια την ώρα που συμπλήρωνα το χαρτί με τα στοιχεία μου από μία άλλη δουλειά. Όταν ο Γεράκης με ρώτησε αν δουλεύω, του είπα ότι με πήραν λίγο πιο πριν τηλέφωνο για να με προσλάβουν την ίδια ημέρα και όταν του είπα ότι στη δουλειά που με είχαν δεχθεί, ο μισθός θα ήταν τετρακόσια ευρώ για πωλήτρια ρούχων μου είπε ότι και φυσικά θα προτιμήσω να πάω εκεί (ΕΝΝΟΟΥΣΕ ΟΤΙ Η ΑΛΛΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΦΑΙΝΟΤΑΝ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΤΕΡΗ ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΚΑΙ ΜΟΥ ΕΚΑΝΕ ΕΝΤΥΠΩΣΗ Η ΕΥΘΥΤΗΤΑ ΤΟΥ, ΑΛΛΑ ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΚΑΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΥΟ ΔΕΝ ΕΚΑΝΕ ΓΙΑ ΜΕΝΑ). Με πήραν για δοκιμαστικό στο τηλεφωνικό κέντρο, αλλά προτίμησα να είμαι πιο ταπεινά, μία πωλήτρια του πεταματού και ας χάσω τα εξακόσια ευρώ και την κουζινούλα, γιατί τα εννιακόσια δεν ξέρω αν θα τα έφτανα και ποτέ, με την ίδια ευκολία που θα έφτανα την ψύχωση αν δεχόμουν αυτή τη δουλειά. Βγήκα συγχυσμένη από το κτίριο και την ίδια μέρα έκανα τρεις διαδρομές Κέντρο-Δυτικά για να υπογράψω τα έγγραφα στην άλλη δουλειά που πίστευα ότι είναι καλή και στα μέτρα αυτού που ψάχνω –πόσο γελιόμουν. 
Ένιωθα ικανοποιημένη που απέρριψα το εκλεκτό τηλεφωνικό κέντρο, αλλά τώρα που είμαι στις πωλήσεις και πάλι νιώθω ότι έκανα βλακεία, γιατί όλες οι πωλήσεις το ίδιο σκατά είναι και ας έβλεπα εφιάλτες με εξακόσια ευρώ κι όχι τετρακόσια τουλάχιστον τον μήνα (ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΤΑ ΠΑΡΩ ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΑ, ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΟΜΩΣ). 

Συνέντευξη σε κυριλέ εστιατόριο με θαλασσινά

Είχα σταματήσει να ψάχνω για δουλειά, αφού ξεκίνησα τη δεύτερη σχολή και είχα ήδη το μπέιμπι σίτινγκ και το ντιτζεϊλίκι. Είχα και μία απόγνωση για το μέλλον, αλλά την κράτησα παράμερα, κάπου εκεί να υπάρχει. Μέχρι που γνωστός του φίλου μου που δούλευε σεφ στο λεγάμενο κυριλέ εστιατόριο, είπε ότι ψάχνουν σερβιτόρα/ο για καλό μεροκάματο με χοντρά μπουρμπουάρ. Πήγα κι εγώ μία μέρα σερνάμενη κουνάμενη μπας και κάνω καμία προίκα για το καλοκαίρι να πάω και καμιά διακοπή. Ντυμένη όσο πιο κυριλούμπα μπορούσα, όχι κάτι υπερβολικό. Μπήκα στο πρώτο μαγαζί που είδα με αυτοπεποίθηση καγκουρό (ΤΟΥΒΛΟ ΚΑΘΩΣ ΗΜΑΝΕ, έκανα λάθος το μαγαζί, ΠΟΣΑ ΚΥΡΙΛΕ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΕΣΤΙΑΤΟΡΙΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΠΙΑ). Οι σερβιτόροι ήταν μόνο μεσήλικες άνδρες με παπιγιόν και λευκά πουκάμισα. Κατάλαβα ότι την έκανα την κοτσάνα. Αμέσως βγήκα και μπήκα στο άλλο δίπλα (ευτυχώς, δεν με είδε κανείς/καμία). Μπήκα λοιπόν στο σωστό εστιατόριο και μου είπαν να περιμένω. Δύο τραπέζια ήταν μόνο γεμάτα. Μαύρη μαυρίλα πλάκωσε, όλοι φορούσαν μαύρα έτσι κυριλέ και καθώς πρέπει. Η αρχισερβιτόρα ήταν βαμμένη γκόθικ πορσελάνινη κούκλα. Κάθισα στο μπαρ, δίπλα στο ένα τραπέζι.

(ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΗΜΕΙΩΣΩ ΟΤΙ ΕΓΩ ΕΧΩ ΑΛΛΕΡΓΙΑ ΣΤΑ ΘΑΛΑΣΣΙΝΑ ΚΙ ΕΧΩ ΚΑΝΕΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΠΑΝΩ ΣΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ –ΧΑ, ΕΙΡΩΝΕΙΑ ΠΑΝΤΟΥ, ΗΘΕΛΑ ΑΠΛΩΣ ΝΑ ΒΓΑΛΩ ΦΡΑΓΚΑ Η ΓΥΝΑΙΚΑ)

Δεν βρωμούσε ψάρι καθόλου, αντίθετα από ό,τι περίμενα και από ό,τι έμαθα από την ψαροφάγα μάνα μου, τα πολύ φρέσκα ψάρια δεν μυρίζουν. Στο μυαλό μου, οι πλούσιοι δικαιούνται φρέσκα ψάρια που δεν μυρίζουν. Ξεκοκάλιζαν η αρχισερβιτόρα και ο βοηθός της σε ένα τραπεζάκι ένα τεράστιο ψάρι (ΟΛΟΚΛΗΡΟ, ΜΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΑΚΟΜΑ ΤΟ ΚΑΗΜΕΝΟ) και το φιλέταραν σε πιάτα με σαλάτα από αυτές που έχει έτοιμη στις σακούλες στα σούπερ μάρκετ, απλώς και προφανώς μαγειρεμένη τέλεια. Περίμενα και περίμενα. Έβλεπα τους πελάτες, ήταν ένα τετράγωνο τραπέζι που σε κάθε του πλευρά κάθονταν δύο άτομα και κάπως αραιά. Όλα ήταν κάπως αραιά, όπως και οι μερίδες. Στο τραπέζι αυτό μιλούσαν μόνο οι άνδρες, είχαν κάποιο μπίζνες μίτινγκ. Είχαν καταπιαστεί να μιλάνε για κάτι οικονομικά ζητήματα και τις επιχειρήσεις τους με πολύ βαρετό τρόπο, ενώ πίνανε πανάκριβο ροζέ κρασί που το ζήλεψα λίγο. Οι γυναίκες τους είχαν έρθει σαν συνοδοί, ντυμένες σαν εντελώς κομψές πριγκίπισσες της Αγγλίας (ΞΕΡΩ ΓΩ), χωρίς να μιλάνε, πανέμορφες με έναν παγωμένο τρόπο και χωρίς καμία ρυτίδα (ΔΕΝ ΠΑΙΖΕΙ ΝΑ ΠΕΡΝΑΝΕ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΔΥΣΚΟΛΑ). Το φαΐ το τρώγανε με εγκράτεια (ΔΕΝ ΤΟ ΛΕΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΩΡΑΙΑ ΠΑΡΕΑ ΠΟΥ ΒΓΗΚΕ ΓΙΑ ΦΑΓΗΤΟ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ ΚΑΛΑ). Δεν μιλούσαν καθόλου, ούτε μεταξύ τους.

Επιτέλους, η αρχισερβιτόρα τελείωσε το φιλετάρισμα και ήρθε κάθισε δίπλα μου. Με κοίταξε με επιτιμητικό ύφος. Είχε προφορά αλλοδαπή, αλλά δεν περίμενα ότι θα έγραφε το όνομά μου τόσο ανορθόγραφα που λες το έκανε επίτηδες (ΑΝΔΙΓΩΝΗ). Μου έκανε μία ανάκριση στο πόδι, δεν το λες καθόλου συνέντευξη. Με ρωτούσε τι πήγα να κάνω εκεί, αφού δεν έχω την ακριβώς κατάλληλη προϋπηρεσία (ΠΑΡΟΤΙ ΕΙΠΑ ΚΑΙ ΚΑΝΑ ΔΥΟ ΨΕΜΑΤΑΚΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΑΥΤΟ, ΓΙΑ ΝΑ ΛΕΜΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ. ΜΑΛΛΟΝ Η ΠΡΟΫΠΗΡΕΣΙΑ ΠΟΥ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΝ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΕΧΕΙΣ ΔΟΥΛΕΨΕΙ ΣΕ ΑΥΤΟ ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ ΠΑΛΙΑ, ΠΕΡΥΣΙ ΞΕΡΩ ΓΩ ΚΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΧΕΣ ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΙ ΝΑ ΕΙΠΕΣ ΔΕΝ ΞΑΝΑΡΧΟΜΑΙ ΓΙΑ ΠΛΑΚΑ; Η΄ ΣΤΟ ΔΙΠΛΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΕΡΒΙΤΟΡΟΥΣ ΠΙΓΚΟΥΙΝΟΥΣ). Μου είπε το ημερομίσθιο, τριάντα ευρώ για δεκάωρο και όσο πάει, δύο δοκιμαστικά, πολλές υπερωρίες, εφτά μέρες στα εφτά και μπορεί να αυξηθεί ο μισθός δέκα ευρώ, αν γίνω έμπειρη (ΩΣ ΕΚ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΣ). Πέρα από το όνομά μου (ΠΟΥ ΜΕ ΤΥΦΛΩΣΕ ΤΟ ΠΩΣ ΤΟ ΕΓΡΑΨΕ) έγραψε λάθος τον αριθμό μου (ΤΕΡΜΑ ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ: ΔΕΝ ΘΑ ΣΕ ΠΑΡΟΥΜΕ ΠΟΤΕ ΤΗΛΕΦΩΝΟ). Και η βαμπ μου μίλησε λίγο υποτιμητικά ακόμα που τολμώ να σπουδάζω δεύτερη σχολή και πώς θα μπορέσω να τη συνδυάσω και τι έχω στο μυαλό μου ότι θα κάνω και αυτοί θέλουν ένα άτομο που να ξέρει τη δουλειά να το προσλάβουν για πάντα. Οπότε κι έπειτα έφυγα άρον-άρον. Είχε πολύ τουπέ η αρχισερβιτόρα (ΤΗΣ ΕΔΩΣΑ ΧΩΡΟ ΝΑ ΕΠΙΒΛΗΘΕΙ) και φαινόταν ότι θέλει να με φιλετάρει κι εμένα πέρα από το ψάρι, μπας και στρώσω και μάθω (ΤΩΡΑ ΤΙ, ΘΑ ΣΑΣ ΓΕΛΑΣΩ).

Δεν με πήραν φυσικά ποτέ τηλέφωνο. Από το παιδί που δουλεύει σεφ, μάθαμε ότι με βρήκανε πολύ μικρή και αυτή ήταν η μόνη δικαιολογία που βρήκαν. Τέλος. Δεν πήγα ποτέ να φιλετάρω νεκρά ψάρια (ΕΥΤΥΧΩΣ, ΜΑΛΛΟΝ, ΓΙΑΤΙ Η ΠΕΤΣΑ ΜΟΥ ΘΑ ΓΙΝΟΤΑΝ ΤΣΙΜΕΝΤΟ).